Τσίμες* στο φούρνο…

on .

 Το λεωφορείο πλησίαζε όλο και πιο γρήγορα προς την πόλη των Ιωαννίνων, καθώς αυτό διάνυε τα τελευταία κατηφορικά χιλιόμετρα της φρεσκοστρωμένης με πίσσα Ιόνιας οδού! Ο Τζίμης ο Έλληνας -έτσι τον φώναζαν οι φίλοι του τον Δημήτρη Μπάκουρα στο Αμέρικα- καθόταν στα πρώτα καθίσματα πίσω από τον οδηγό του λεωφορείου και καταβρόχθιζε με τα μάτια του το τοπίο την πατρώας γης που απλώνονταν καταπράσινο γύρω από τη λίμνη Παμβώτιδα! 

Η επαφή του Τζίμη με την Ελλάδα και την Ήπειρο, από τότε του γεννήθηκε από Έλληνες γονείς εκεί στα ξένα, ήταν μόνο μέσα από τις ιστοσελίδες των Google maps, τις συσκευασίες της φέτας Δωδώνη στα ράφια του ελληνικής ιδιοκτησίας σούπερ μάρκετ της γειτονιάς του στο Λίτλ Ροκ της πολιτείας του Άρκανσο και από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της γιαγιάς του, της Φωτεινής, που τις είχε φυλαγμένες με μεγάλη επιμέλεια σε ένα ξύλινο μακρόστενο κουτί. 

Κάποιες μάλιστα από αυτές τις φωτογραφίες τις είχε πάρει μαζί του ο Τζίμης και τώρα που έφτανε επιτέλους στον προορισμό του, θέλησε πάλι να τους ρίξει μια ματιά. Τράβηξε από τη βαλίτσα του το τσαντάκι με τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και έπιασε τη φωτογραφία που ήταν πάνω - πάνω. Φαινόταν τόσο ευτυχισμένη η γιαγιά Φωτεινή! Όλο νιάτα και δροσιά, νέα κοπέλα τότε, δίπλα στο ήρεμο νερό της λίμνης που χάιδευε ευγενικά τα πόδια της. Πριν βάλει πάλι τη φωτογραφία στη θέση της, τη γύρισε για να δει στο πίσω μέρος την ημερομηνία που ήταν τραβηγμένη. Αντί όμως γι αυτή, είδε γραμμένη με μαύρο κονδυλοφόρο, μια συνταγή μαγειρικής:

ΧΕΛΙ ΣΤΗΝ ΚΕΡΑΜΙΔΑ

Υλικά: Ένα χέλι, λίγο ζυμάρι, δάφνη, λίγο λάδι, ένα κρεμμύδι, μία λαδόκολλα, αλάτι πιπέρι. Τρόπος παρασκευής: Σε ένα καθαρό κεραμίδι βάζουμε ζυμάρι και από τις δύο πλευρές. Βγάζουμε το δέρμα του χελιού και το χαράζουμε βαθιά και στις χαρακιές βάζουμε από ένα φύλλο δάφνης. Αλατοπιπερώνουμε  και ρίχνουμε λίγο λάδι στο τέλος. Σκεπάζουμε με τη λαδόκολλα και το ψήνουμε για μιάμιση ώρα!

-Έλα Χριστέ και Παναγιά, αναφώνησε ο Τζίμης ο Μπάκουρας! Στο Άρκανσο που έχουμε χιλιάδες λίμνες και ποτάμια γεμάτα χέλια, κανείς δεν τα μαγειρεύει με αυτόν τον τρόπο! Είμαι περίεργος να δω πώς τα μαγειρεύουν τα χέλια στην πατρίδα μου, τα Γιάννενα! 

Λίγες ώρες μετά, σε ένα παραλίμνιο εστιατόριο που σερβίριζε, όπως του είπαν, πίτες και παραδοσιακά φαγητά, χτύπησε παλαμάκια, μαγεμένος από το θεσπέσιο περιβάλλον.

-Χέι μπόι, είπε στο γκαρσόνι που έφτασε αμέσως τρέχοντας. Φέρε μου σε παρακαλώ χέλι στην κεραμίδα και μια μπύρα χωρίς αλκοόλ. 

-Απ’ ότι ξέρω αυτό το φαγητό δεν το έχουμε, αλλά για σιγουριά θα ρωτήσω στην κουζίνα. 

-Ξέρετε, του απάντησε λίγο αργότερα ο σεφ του καταστήματος, χέλια δεν εισάγουμε πια! Ούτε έχει πλέον η λίμνη μας, γιατί το χέλι ζει μόνο σε πεντακάθαρα νερά! Σας προτείνω ωστόσο υπέροχα πανέ βατραχοπόδαρα που αναπτύσσονται ιδανικά στο βούρκο και είναι πολύ… θρεπτικά! Και βέβαια, τα κλασικά μας, μπριζόλα, μπιφτέκι, κοντοσούβλι και πίτες δικής μας παραγωγής. Έχουμε επίσης και σπουδαίο γαλοτύρι  και γιαούρτι σακούλας.

-Ω! μάι γκαντ, έκανε ο Ελληνοαμερικάνος και κάτι ψιθύρισε στα αμερικανογαλλικά μέσα από την οδοντοστοιχία του.  Αφήστε με μόνο λίγα λεπτά να το σκεφτώ, είπε στον σεφ και τράβηξε από το τσαντάκι του τη δεύτερη φωτογραφία της γιαγιάς. Τη γύρισε ανάποδα εξαντλώντας και την τελευταία του πλέον ελπίδα να συνδεθεί γαστρονομικά με την αληθινή πατρίδα και τις ιστορίες που με τόση περηφάνια διηγιόταν η γιαγιά Φωτεινή από τα Γιάννενα! 

Και ω του θαύματος! Στο πίσω μέρος της η φωτογραφία είχε μιαν άλλη συνταγή! 

ΤΣΙΜΕΣ ΣΤΟ ΦΟΥΡΝΟ

Υλικά: Ένα κιλό τσίμες, τρεις σκελίδες σκόρδο, ένα ματσάκι κρεμμυδάκια φρέσκα, ένα ματσάκι μαϊντανό, τρεις φρέσκες ντομάτες, λάδι, αλάτι, πιπέρι. Τρόπος παρασκευής: Βάζουμε τις τσίμες καθαρισμένες στο ταψί με το λαδάκι. Προσθέτουμε όλα τα υλικά ψιλοκομμένα και τα ψήνουμε μισή ώρα στο φούρνο. 

…….

-Απ’ ότι ξέρω αυτό το φαγητό δεν το έχουμε, αλλά για σιγουριά θα ρωτήσω στην κουζίνα επανέλαβε το ποίημα το γκαρσόνι, μαζί με κάτι ελληνογαλλικά που συγκράτησε με κόπο πίσω από την οδοντοστοιχία του. 

-Ξέρετε, του απάντησε λίγο αργότερα ο σεφ του καταστήματος γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια από το πανεπιστήμιο και κυρίως τον φορέα διαχείρισης την λίμνης να γεμίσει και πάλι η λίμνη μας με τσίμες, αλλά οι κακές οι γλώσσες λένε ότι τα τεράστια κοπάδια τσίμας που ήδη έχουν καλλιεργηθεί τα δύο τελευταία χρόνια από τον φορέα, με πολύ κόπο και μπόλικο χρήμα, είναι κρυμμένα στον πάτο της λίμνης και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να τις ρουφήξουνε τις τσίμες οι καταβόθρες και να πάνε τόσοι, μα τόσοι κόποι και χρήματα στράφι! 

-Ω, μπόι! Ω, χαλασιά μου, είπε απελπισμένος ο Τζίμης ο Αμερικάνος! Και τι θα πω εγώ ο έρμος στου φίλους μου τώρα που θα γυρίσω στο Άρκανσο με τις πεντακάθαρες λίμνες και τα ποτάμια με τα γάργαρα νερά;

-Ξέρω κι εγώ; Του είπαν με ένα στόμα ο σεφ και το γκαρσόνι και συνέχισαν! Πάρε μας μαζί σου στο Άρκανσο, στο Λίτλ Ροκ, να φέρουμε και τις γιαγιάδες μας εκεί, να μαγειρεύουν τις συνταγές της κυρά Φωτεινής, με καραβίδες, τσίμες και μαρίτσια! Θα ανοίξουμε και ένα εστιατόριο με το όνομα «Η ΠΕΝΤΑΚΑΘΑΡΗ ΠΑΜΒΩΤΙΔΑ»! Θα κάνουμε χρυσές δουλειές…

- Ωου! Μπίζνες, είπε ο Τζίμης ο Μπάκουρας και ρούφηξε μονοκοπανιά τη μπύρα του! 

* Η τσίμα (Phoxinellus epiroticus) είναι μικρό σε μέγεθος ψάρι του γλυκού νερού, ενδημικό της λίμνης Παμβώτιδας. Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 έχει παρατηρηθεί κατάρρευση του πληθυσμού της. Τριάντα χρόνια μετά, γίνεται (;) προσπάθεια για την ενίσχυση του πληθυσμού της τσίμας, παρότι η οικολογική αξία της λίμνης βρίσκεται στο Ναδίρ, μετά από την για ολόκληρες δεκαετίες εγκληματική αδράνεια των αρμόδιων αρχών και φορέων. (Αυξανόταν από τη δεκαετία του εβδομήντα ο αστικός ιστός, χωρίς να λαμβάνονται μέτρα για το περιβάλλον και την προστασία της λίμνης που πλήττεται ακόμη και σήμερα από λύματα και όμβρια που καταλήγουν σε αυτή χωρίς να δέχονται μια έστω και στοιχειώδη επεξεργασία, ένα υποτυπώδες φιλτράρισμα).