Μέσα σε μία βαλίτσα οι μόχθοι μιας ζωής…

on .

 Βαρύς ο φετινός χειμώνας, κρύο, χιόνια κι ο πρώτος μήνας της Άνοιξης, ο Μάρτης, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τη λαϊκή παροιμία: Μάρτης, γδάρτης παλουκοκαύτης. Τώρα τελευταία άρχισε κάπως να ζεσταίνει λίγο και οι γεροντότεροι, απηυδισμένοι από το κλείσιμο στο σπίτι λόγω κορωνοϊού και κρύου, βρήκαν την ευκαιρία να ανταμώσουν ξανά να πούνε τα δικά τους. Είναι μερικές γειτονιές, που ακόμα δεν έβαλε η μπουλντόζα το χεράκι της και τα δειλινά κάθονται στις

αυλόπορτες και αναπολούν τα παλιά.
Βλέπουν τα σύννεφα να φεύγουν αρμαθιά κατά τη δύση και των δειλινών τις ώρες όπως είπαμε τις κεντούν με ιστορίες, αυτά τα απλοϊκά γεροντάκια, απόμαχοι πια της ζωής, με «ρυτιδιασμένα» πρόσωπα και ροζιασμένα χέρια οι περισσότεροι.
Ακούς λόγια γλυκά, ξεψυχισμένα, που σμίγουν και χάνονται πολλές φορές θλιμμένα. Αλλά και λόγια πικρά που χρόνια και χρόνια μάζευαν μέσα τους την αλήθεια, σαν τις μέλισσες που κάνουν την κηρήθρα.
Πασχίζουν να τα βαστάξουν όσο κι αν πονάνε, γιατί θα ‘ρθει καιρός που θα γίνουν γλυκύτατοι σαν μέλι, όσο περνάνε τα χρόνια. Και όσο γερνάει ο άνθρωπος και βαδίζει προς το τέλος, γαληνεύει και δεν «βγάζει» τα παράπονά του με μίσος.
Αλλοιωμένα τα βλέμματα, κομμένα τα μάτια, απομεινάρια από την πείνα, τη στέρηση, την κακουχία, που βίωσαν στο διάβα της ζωής. Ακούνε για τον πόλεμο που μαίνεται στην Ουκρανία, βλέπουν τα παιδάκια να τρέμουν κάτω απ’ τις οβίδες του κατακτητή και να χάνουν τη ζωή τους ή τους γονείς και μαυρίζει η ψυχή τους.
Θυμούνται ανάλογες καταστάσεις που βίωσαν στον αιώνα των πολέμων, που έζησαν. Φεύγανε από τα σπίτια τους και δεν γνωρίζαν τι γίνεται πίσω. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα και άλλα μέσα να επικοινωνήσουν. Αυτοί ξέρουν τι θα πει πόλεμος και σε κάθε κουβέντα για τον πόλεμο, κουνάνε με απελπισία το κεφάλι τους. Θυμούνται, όμως, όταν πολεμούσαν, εκείνη τη φωνή που πρόσταζε, διέταζε, έδινε κουράγιο: «Κρατηθείτε».
Σηκώνουν το βλέμμα τους και βλέπουν ότι μοναχά οι φτερωτοί ταξιδιώτες, τα χελιδόνια, λάμνουν όπως και οι φευγάτοι γερανοί, σαν πόθοι ακατασίγαστοι, πολυκαιρινοί. Ήθελαν δεν ήθελαν, με αυτά που συμβαίνουν τώρα τελευταία με τον πόλεμο, η κουβέντα πηγαίνει εκεί.
Παίρνει το λόγο ο μπάρμπα-Σπύρος πάνω από 88, τραυματίας του ‘41 δάσκαλος στο επάγγελμα:
- Όσο ορισμένα κράτη δεν σέβονται τα σύνορα των άλλων κρατών, θα υπάρχουν πόλεμοι. Δικαιολογημένα αυτοί που δέχονται την επίθεση και αδικαιολόγητα ο επιτιθέμενος. Όπως βλέπουμε, όμως, ο πόλεμος αυτός έχει επιπτώσεις και στα άλλα κράτη. Όπως στην πατρίδα μας, όπου τα καύσιμα, η ενέργεια φέρνει ντόμινο ανατιμήσεων και εμείς, που παίρνουμε συντάξεις χαμηλές κι όσο θα συνεχίζεται η σύρραξη, θα πεινάσουμε.
Όσο υπάρχουν πόλεμοι θα υπάρχουν πρόσφυγες, όπως βλέπουμε τώρα, τόσα γυναικόπαιδα να εγκαταλείπουν την πατρίδα τους για να σωθούν. Σε μία βαλίτσα οι μόχθοι μιας ζωής. Σκεφτείτε πού θα πάνε αυτά τα γυναικόπαιδα, σκεφτείτε την εκμετάλλευση που θα υποστούν από ανθρωποειδή, γιατί ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου είναι ο άνθρωπος, που σε τέτοιες καταστάσεις γίνεται λυκάνθρωπος.
Θυμάμαι τον πόλεμο τον δικό μας που βρεθήκαμε κι εμείς στην ίδια θέση με τους Ουκρανούς: «…Ήταν Γενάρης του ’41. Βαρύς χειμώνας όπως και τώρα. Το χιόνι κάλυπτε τα βουνά της Αλβανίας. Ο λόχος μας βρισκόταν στην πρώτη γραμμή και είχα αναλάβει την φρούρηση σε ένα από τα υψώματα του Πόγραδετς.
Η ομάδα μας κάθε απόγευμα έστηνε ενέδρες. Ήμασταν οι πλέον σκληραγωγημένοι στρατιώτες της διμοιρίας. Ευτυχώς δεν μας είχαν αποδεκατίσει οι διάφορες αρρώστιες και τα κρυοπαγήματα. Η καρδιά μας εδονείτο από εθνικό παλμό, με τα όπλα στα χέρια, τα μάτια μας δεκατέσσερα και τα αυτιά μας ορθάνοιχτα.
Μεταξύ μας ήταν κι ένα μοναχοπαίδι, γιός μιας χήρας, που αυτήν είχε κατά νου. Όπως φυλάγαμε στην ενέδρα μου λέει: -Τι τα θέλεις δάσκαλε; Δεν καταλαβαίνω γιατί γίνεται αυτός ο πόλεμος, γιατί να υποφέρουμε και να σκοτωνόμαστε, δεν βλέπω το λόγο. Τι θα γινόταν αν αφήναμε τους Ιταλούς να περάσουν;
-Σσσσούτ, Σιωπή. του φώναξα οργισμένος. Με άκουσε ο Ιταλός σκοπός και αρχίσαμε να πυροβολούμε. Πλησίαζε να ξημερώσει. Τ’ άστρα έσβησαν ένα-ένα και ένα αμυδρό φως ξεχύθηκε ενισχυμένο από την ανταύγεια του χιονιά.
Συρθήκαμε μπροστά, τα όπλα εφ’ όπλου λόγχης και οι χειροβομβίδες έτοιμες. Πλησιάσαμε… Μια φωνή έσχιζε τον ορίζοντα: «Αέρα»! αέρα»! και οι Ιταλοί δεν πρόφτασαν να κινηθούν και τους περικυκλώσαμε. Ψηλά τα χέρια… κι αμέσως τους αφοπλίσαμε.
Ο Στρατής ο μονογιός κοίταζε προς τα κάτω, πήρε κάτι και μ’ επλησίασε και μου το έδειξε: -Βλέπεις δάσκαλε, μου λέει, με δειλή και ντροπαλή φωνή. Ήταν ένα καρτ-ποστάλ που παρίστανε τον Παρθενώνα, στην κορφή κυμάτιζε η Ιταλική σημαία και κάτω έγραφε: «Ζήτω η Ιταλική Αυτοκρατορία».
-Το βλέπεις τώρα, γυρίζω και του λέγω: τι θα γινόταν αν αφήναμε τους Ιταλούς να περάσουν;
Ο Στρατής έγινε κάτωχρος από θυμό και ντροπή.
-Τώρα κατάλαβες, γιατί γίνεται αυτός ο πόλεμος, που δεν επιδιώξαμε εμείς, και γιατί υποφέρουμε και γιατί σκοτωνόμαστε;
Γι’ αυτό με πιάνουν ρίγη συγκίνησης όταν, στις επετείους του ΟΧΙ ακούγεται η μαγνητοφωνημένη φωνή του εκφωνητή του ΕΙΡ: «Έλληνες αμύνεσθε περί πατρίς».
Δεν ξέρω, οι σημερινοί δάσκαλοι αν διδάσκουν στα παιδιά την Ελληνομάθεια, γιατί αν δεν γνωρίζουμε την Ιστορία μας (αυτό που επιδιώκουν και οι «φίλοι» και οι εχθροί μας, να ξεχάσουμε), θα μας αφανίσουν σαν Έθνος. Το «κρατηθείτε» να μας γίνει εγκόλπιο.
(Μέτσοβο)