Οι φωτογράφοι και τα κουρεία της Καλούτσιανης και όχι μόνο…

on .

Στα Γιάννινα της εποχής εκείνης υπήρχαν αρκετοί φωτογράφοι, οι της Πλατείας κάτω από το «Ρολόι» -θυμάστε με τους τρίποδες- τα ανά την πόλη φωτογραφεία και οι συνοικιακοί, όπως της Καλούτσιανης.

Ήταν μια συνήθεια τότε, οι άνθρωποι ειδικά των χωριών, πηγαίνοντας στην πόλη να φωτογραφίζονται και επιστρέφοντας στο χωριό, να  κορνιζάρουν τις «εβδομαδιαίες» φωτογραφίες τους και να

τις κρεμούν στον τοίχο ή να τις τοποθετούν σε περίοπτη θέση, στα… ας πούμε, σαλόνια τους!
Κι εμείς ως μικρά και περίεργα παιδιά, χαζεύαμε στην πλατεία τους φωτογράφους, πώς μπαίνανε κάτω από το «πανί» και το πρόσταγμα: «κοιτάξτε εδώ θα βγει το πουλί».
Εκεί στην Καλούτσιανη είχαμε ένα φωτογράφο καλλιτέχνη, τον Θωμά Λιούμπο, ένα πολύ ευγενικό γεροντοπαλίκαρο που, μπορεί να μην έβγαινε «έξω» να τραβάει με τη φωτογραφική μηχανή του, ωστόσο έφτιαχνε τις καλύτερες φωτογραφίες, τουλάχιστον στα μάτια τα δικά μας, τόσο καλές, που πολλές φορές νόμιζες τον εαυτό σου ότι είσαι ηθοποιός του Χόλιγουντ.
Από το φωτογραφείο του Θωμά παρελάσαμε όλοι εμείς οι μαθητές τότε, που έπρεπε να βγάλουμε αρχικά φωτογραφίες για ταυτότητα και στη συνέχεια να «έχουμε» και καμιά καλή να τη δείχνουμε στα κορίτσια, για να εντυπωσιάσουμε.
Πέρα από τον Θωμά, φωτογράφοι τότε ήταν ο Δρόσος, που με τη βέσπα μας ακολουθούσε στις εκδρομές του σχολείου.
Θα πρέπει να αναφέρω ορισμένους ερασιτέχνες φωτογράφους που μας άφησαν πολύ μεγάλο υλικό, όπως ο Απόστολος Βερτόδουλος, ο Άγγελος Καλογερίδης, ο Πέτρος Ζωνίδης, ο Τένης Παναγιωτίδης, όπως και οι φωτορεπόρτερ ο Νίκος Γκογκώνης και ο Γιάννης Μπράτης.
Φωτογραφεία που θυμάμαι ήταν του Γκιοξάρη στη Στοά Ξιούρα με το ψητοπωλείο, του Σπυρίδωνα Γκιώκα στο Τοσίτσειο, του Γιάννη Γκιούλη στην Αβέρωφ, των Τσίτου και Ζώτου στην 28ης Οκτωβρίου…
Κόσμο θυμάμαι συγκέντρωνε το φωτογραφείο του Αναγνωστόπουλου απέναντι από τον ΟΤΕ, επί της 28ης Οκτωβρίου, μετά τον ποδοσφαιρικό αγώνα. Πότε προλάβαινε αυτός ο άνθρωπος και εκτύπωνε, σε αρκετά μεγάλο μέγεθος, φωτογραφίες από τις φάσεις του αγώνα, ήταν ένα ακόμα από τα αξιοπερίεργα των φωτογράφων.
Εκεί, στη βιτρίνα του φωτογραφείου, μιας και δεν υπήρχαν τηλεοράσεις να δούμε τις φάσεις replay, παρατηρώντας τις επίμαχες φάσεις του αγώνα, κάναμε και την κριτική του παιχνιδιού. Υπήρχαν και ορισμένοι, ας πούμε ειδικοί, στο σχολιασμό που μας έκαναν εντύπωση με τις καλές γνώσεις και τοποθετήσεις τους περί ποδοσφαίρου.
Εκεί, στην Καλούτσιανη, υπήρχαν όλων των ειδών τα καταστήματα, γιατί έσφυζε από ζωή και πολυκοσμία. Φωνές, κακό από τους χωρικούς που βιαζόντουσαν να πουλήσουν τα προϊόντα τους και να αγοράσουν τα απαραίτητα να πιούνε κάνα ποτηράκι να φάνε και κάνα μεζέ.
Εστιατόρια, ταβέρνες, μπακάλικα, καφενεία, το ωρολογάδικο του Μουσαφίρη, φαρμακεία που μύριζαν οινόπνευμα και ιώδιο, της Θεμελή και Ζάγκλη, περίπτερα, χασάπικα όπου έτρεχαν φρέσκα αίματα από τα σφαχτά, ψαράδικα, ζαχαροπλαστεία με ψυγεία - βιτρίνες που είχαν μέσα σκλαβωμένα τα γλυκά που έκαναν στον καθένα από εμάς να τρέχουν τα σάλια βλέποντάς τα.
Έτοιμα ενδύματα που σπάνια έβλεπες κόσμο μέσα, αλλά και τα περιβόητα κουρεία χωρίς βιτρίνα, που ήταν τόπος συνάντησης πολλών πελατών.
Κεντρικό μέρος το Τζαμί, εκεί τραβούσε τον κόσμο, όχι τόσο για την ομορφιά του, αλλά για την γύρω αγορά του. Εκεί θα συναντούσες τους χωρικούς που κατέβαιναν από τα χωριά τους με τα πράσινα λεωφορεία, εκεί έδιναν ραντεβού. Χαρακτηριστικά, όταν χωρίζανε και πήγαινε ο καθένας στη δουλειά του η ατάκα ήταν «θα ανταμώσουμε στο Τζαμί»!
Απέναντι από το καφενείο «ΤΟ ΤΖΑΜΙ» του Καλαντζή και δίπλα από το εστιατόριο του Αθανασίου ήταν ένα στενόμακρο μαγαζί με τρεις καρέκλες δίπλα -δίπλα που λειτουργούσε ως κουρείο. Ο Κώστας με τον πατέρα του εξυπηρετούσαν τους πελάτες, Γιαννιώτες και χωρικούς.
Στο κουρείο φορούσε μια άσπρη ποδιά και τονίζονταν έτσι το φουλάρι που είχε γύρω από το λαιμό του και το περιποιημένο καλλίγραμμο μουστάκι του. Συνήθως δούλευε στην πρώτη καρέκλα, αυτή που ήταν πλάι στο τζάμι που φώτιζε το κουρείο.
Ο Κώστας ήταν πολύ παραστατικός σε αυτά που έλεγε, γιατί τα κουρεία τότε ήταν σαν μικρή Βουλή. Έπαιρνε ύφος χιλίων καρδιναλίων κι άρχιζε να διηγείται διάφορα περιστατικά:
...«Ήρθε ένας χωριάτης μια μέρα αξύριστος, κι απεριποίητος και στρογγυλοκάθισε στην πρώτη πολυθρόνα και τον ρώτησα:
-Τι θα κάνουμε μπάρμπα;
-Ξιούρισμα, μου είπε και χάιδεψε τα γένια του.
-Ξέρεις γράμματα μπάρμπα; τον ρώτησα.
-Ξέρω, γιατί με ρωτάς;
-Έλα λίγο έξω.
-Τι να κάνω έξω ρε παιδί μ’; Ξιούρισμα σ’ είπα, Άντε να με ξιουρίσεις να τελειώνουμε.
-Για διάβασε εδώ την ταμπέλα του μαγαζιού… τι λέει;
-Κουρείο, είπε ο χωριάτης, αυτό δεν μπορώ να διαβάσω;
-Είδες λοιπόν τι λέει… κουρείο! Δεν λέει Ξιουρείο! Το Ξιουρείο είναι λίγο παρακάτω του είπα και τον έδιωξα».
Τελειώνοντας μας προειδοποιούσε να μην πούμε τίποτε στον πατέρα του.
Ιστορίες και αναμνήσεις από τα παλιά Γιάννινα που ίσως σε μερικούς που δεν έζησαν εκείνα τα χρόνια να φανούν φανταστικές, αλλά εμείς που τα βιώσαμε εκείνα τα χρόνια τα θυμόμαστε με νοσταλγία και αγάπη και γράφοντας θέλω να σας γυρίσω το χρόνο πίσω για να θυμηθείτε παρόμοιες ιστορίες από τα περασμένα ανοίγοντας έτσι ένα παράθυρο στο παρελθόν.
«Δεν είναι τόσο ποια πράγματα τελείωσαν αλλά με τι αντικαθιστούμε όσα πράγματα σβήνουν...» (Γιώργος Σεφέρης).
(ΜΕΤΣΟΒΟ)