Το γράμμα (Πρωτοχρονιάτικη ιστορία)

on .

 Η κυρά Νιόβη, ανασηκώθηκε νωχελικά και κοίταξε μέσα στο μισοσκόταδο το ξυπνητήρι. Ωραία, σκέφτηκε κι έγειρε πάλι στο κρεβάτι για να απολαύσει για μερικά ακόμη λεπτά τη ζεστασιά των σκεπασμάτων και την ηδονή του πρωινού ύπνου!
Παρότι είχε βγει στη σύνταξη εδώ και κάμποσα χρόνια, δεν είχε εγκαταλείψει τη συνήθεια να βάζει το ξυπνητήρι αποβραδίς, να ξυπνάει πάντα λίγα λεπτά πριν αυτό κουδουνίσει και να χουζουρεύει ώσπου να ξεκινήσει η μέρα.
- «Περίεργες συνήθειες έχεις καημένη μου», της είχε πει μια γειτόνισσα. «Και καλά τότε που δούλευες στο λογιστήριο της βιομηχανίας ζυμαρικών και σε έτρωγε το άγχος. Είχες κι από πάνω την έγνοια να φτιάξεις πρωινό, να ετοιμάσεις την κορούλα σου για το σχολείο και όλες τις σκοτούρες του σπιτιού! Είχες να φροντίζεις κι εκείνον τον αχαΐρευτο τον άντρα σου! Τώρα; Τώρα τι λόγο έχεις να ξυπνάς απ’ τ’ άγρια χαράματα καλή μου»;
……….
Η κυρά Νιόβη, δεν ήταν από τις τυχερές γυναίκες της ζωής! Γρήγορα μετά το γάμο ο άντρας της εκδήλωσε το πάθος του στον τζόγο και στο πιοτό. Και σαν μα μην έφταναν όλα αυτά, ένα εργατικό ατύχημα τον είχε καθηλώσει στο αναπηρικό καρότσι για κάμποσα χρόνια, μέχρι που το αλκοόλ του έφαγε τα σωθικά και τον έστειλε στους Ουρανούς!
Ως μόνη της παρηγοριά είχε τη μονάκριβη κορούλα της τη Θάλεια, που κι αυτή όμως είχε να τη δει πολλά χρόνια. Από εκείνη τη μέρα που έφυγε για τη Γερμανία μήπως και βρει καλύτερες συνθήκες εργασίας μετά την κατάρρευση της οικονομίας στην Ελλάδα! Εκεί, όμως, αντί για «μέλλον» βρήκε εκείνον τον γερμαναρά με το σκουλαρίκι και τα τατουάζ, που την ξελόγιασε και την πήρε μαζί του σε ένα χωριό κοντά στο παγωμένο Αμβούργο. Όσο κι αν προσπάθησε η κυρά Νιόβη να την μεταπείσει δεν τα κατάφερε και ήρθανε σε ρήξη. Ούτε τηλέφωνο για τη γιορτή της δεν την παίρνει πια η κόρη της. Αποξενώθηκαν τελείως.
Ανάθεμα τους ανεπρόκοπους πολιτικούς που καταστρέψανε τη χώρα. Δέκα ολόκληρα χρόνια μιζέρια και ανατροπές! Όχι βέβαια πως την ένοιαζε πολύ για την κόρη της, που στο κάτω - κάτω της γραφής έκανε τις επιλογές της, αλλά για εκείνο το έρμο το κοριτσάκι της, την εγγονή της! Τι της φταίει εκείνο το κακόμοιρο να μεγαλώνει στα ξένα χωρίς το χάδι, τη φροντίδα και τα παραμύθια της γιαγιάς; Με τι ήθη και τι έθιμα να μεγαλώνει άραγε η Φωτεινούλα, που τώρα θα πλησίαζε τα δέκα;
……….
- «Παραμονή Πρωτοχρονιάς! Ας απολαύσω σήμερα τη μοναξιά μου», είπε η κυρά Νιόβη αποφασιστικά κι έδωσε μια γερή στο ξυπνητήρι. «Κάποιοι εκεί έξω με χρειάζονται…»!
Δραστήρια και ανήσυχη καθώς ήταν η κυρά Νιόβη, είχε δώσει νόημα και χαρά στη ζωή της με δημιουργικές δραστηριότητες, φτιάχνοντας με πηλό διάφορα αγαλματίδια με ήρωες της επανάστασης του εικοσιένα, και προσφέροντας βοήθεια - όσο το επέτρεπαν τα οικονομικά της - σε ανθρώπους που η μοίρα τους είχε τσακίσει τα όνειρα.
«Στην προσφορά, στην καλοσύνη και στην ελπίδα κρύβεται η ομορφιά της ζωής», έλεγε και ξανάλεγε καθώς γέμιζε έναν μεγάλο σάκο με τις συσκευασίες που είχε ετοιμάσει από την προηγουμένη. Τρόφιμα, μικρούς Άι-Βασίληδες και διάφορα άλλα δωράκια, κυρίως για μικρά παιδιά!
Λίγο μετά, σαν τον Άι-Βασίλη, φορτωμένη με τον σάκο στην πλάτη, πήρε το αστικό και κατέβηκε στο κέντρο της πόλης. Μοίρασε δώρα στους άστεγους που βρέθηκαν στο δρόμο της, χάρισε παιχνίδια σε παιδάκια που είχαν βγει για τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς και γέμισε με τροφή και νερό τα δοχεία που είχαν τοποθετηθεί για τα αδέσποτα. Όταν ο σάκος άδειασε τελείως, η ίδια είχε γεμίσει ευτυχία!
«Τώρα μου αξίζει μια βόλτα στις βιτρίνες και στα μαγαζιά», είπε και άρχισε την περιπλάνηση στους στολισμένους δρόμους.
Ήταν όλα τόσο χαρούμενα και γιορτινά! Κι όμως, κατά βάθος όσο περνούσε η ώρα κάτι από μέσα της την έτρωγε. Κάτι απροσδιόριστο ροκάνιζε της ευτυχία που της είχε χαρίσει η προφορά και η χαρά που είχε απλόχερα μοιράσει.
« Αν ήτανε εδώ η εγγονούλα μου η Φωτεινούλα…»!
Με αυτή τη σκέψη έφτασε μπροστά στο μεγάλο εμπορικό κέντρο. Στην είσοδο έπεσε πάνω σε έναν μεγαλόσωμο άγιο Βασίλη που υποδεχόταν τα παιδιά με σοκολάτες και ζαχαρωτά, φορώντας την επιβλητική κατακόκκινη στολή του και χαϊδεύοντας την τεράστια κατάλευκη γενειάδα του! Ήτανε σαν αληθινός! Εκείνος σα να κατάλαβε τις σκέψεις της, χαμογέλασε και της έγνεψε με μια μικρή υπόκλιση του κεφαλιού του, χωρίς όμως να πει κουβέντα. «Χο! Χο! Χο!», και να οι σοκολάτες και πάρτε παιδάκια μου μπαλόνια!
«Αχ και να ήτανε εδώ η εγγονούλα μου η Φωτεινή…»!
Συνεπαρμένη από τις παιδικές φωνές, τις χριστουγεννιάτικες μελωδίες και τις πολύχρωμες βιτρίνες, ούτε που κατάλαβε η Κυρά Νιόβη πως πέρασε η ώρα! Άρχισε να σκοτεινιάζει έξω από το εμπορικό κέντρο κι ο κόσμος όλο και αραίωνε. «Ήρθε η ώρα να γυρίσω σπίτι» σκέφτηκε, «Ίσα που προλαβαίνω το λεωφορείο».
Όταν λίγο μετά κατέβηκε από το λεωφορείο, σήκωσε το γιακά από το πανωφόρι της και πήρε το δρόμο για το σπίτι. Το κρύο είχε ήδη γίνει τσουχτερό και το χιόνι που έπεφτε άσπριζε σιγά σιγά την άδεια από κόσμο πλατεία! Και τότε, ξαφνικά, εμφανίστηκε μπροστά της ο επιβλητικός εκείνος Άι-Βασίλης του εμπορικού κέντρου!
- Σε περίμενα για την παραγγελία, της είπε αυτός και της έδωσε έναν φάκελο! Αυτό το δώρο είναι για σένα!
- Δώρο για μένα; απόρησε η κυρά Νιόβη και άνοιξε τον φάκελο.
- Είναι ένα αεροπορικό εισιτήριο στο όνομά σου για το Αμβούργο, με ανοιχτή ημερομηνία, απάντησε εκείνος!
- Μοιάζει με ένα πολύ κακόγουστο αστείο, είπε η Νιόβη με καχυποψία και έκανε να γυρίσει πίσω τον φάκελο. Είναι αργά για μένα πια να παίρνω τέτοια δώρα. Πάνε πολλές δεκαετίες από τότε που έγραψα το τελευταίο γράμμα μου στον Άι-Βασίλη για να ζητήσω κάτι!
- «Ποτέ δεν παίρνω γράμμα και παραγγελίες από μεγάλους κυρά Νιόβη», απάντησε εκείνος χαμογελώντας με νόημα και χάθηκε μέσ’ στις νιφάδες του χιονιού το ίδιο ξαφνικά όπως πριν λίγο εμφανίστηκε!
- «Ποτέ δεν παίρνω γράμματα από μεγάλους»! επανέλαβε η κυρά Νιόβη φέρνοντας τον φάκελο στο μέρος της καρδιάς της και ένα δάκρυ χαράς και ευτυχίας κύλισε ανάλαφρα στο πρόσωπό της.