Αναπολώντας πριν κλείσει ο κύκλος της ζωής…

on .

• Τώρα που γύρισε μετά από τόσα χρόνια στο χωριό του, τα χαράματα έβγαινε και πήγαινε στο διάσελο παίζοντας μέσα στα δάχτυλά του ένα γαρύφαλλο.
Καθόταν στο ίδιο παγκάκι που καθόταν μικρός κι έριξε τη ματιά του στα τελευταία άστρα πριν ξημερώσει, που μοιάζανε σαν τρεμάμενα φώτα καντηλιών που αργοσβήνουν μετά ολονύχτια ακολουθία και δεν φεγγοβολάνε.
Σιμά του της λεύκας τα γυμνά κλαριά του φθινοπώρου, σαν καλογέρων μοιάζουν χέρια, που υψώνονται σε προσευχή στον Ύψιστο. Εκεί από μικρός αγνάντευε πέρα μακριά όπου τελειώνει ο ορίζοντας και μια σκέψη έτρεχε μέσα στο μυαλό του, τον καθήλωνε και τον βασάνιζε «θα πάγω σ’ άλλη γη θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα…».
Αυτό ήταν. «Μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό και… καβάλα στο δελφίνι», όπως λέγαν και τα τραγούδια της εποχής, ξενιτεύτηκε. Ήθελε όπως λίγοι γραμματισμένοι που φεύγαν από το χωριό και που τα βλέπαν με άλλο μάτι τα πράγματα και που δεν μιλούσανε την ίδια γλώσσα, να τους μοιάσει.
Κι όπως ξέκοβαν μετά από χρόνια που γύριζαν για να θυμηθούν τις στράτες που περπάτησαν όπως τότε που ήταν παιδιά και παίζαμε μαζί έτσι κι εκείνος. Μια ευτυχία παράξενη απλώθηκε στην καρδιά του, λες και ξύπνησαν πόθοι κρυφοί, αγαπημένοι. Ήταν η γαλήνη της ώρας αυτής ή που τον αξίωσε ο Θεός να γυρίσει στο χωριό που γεννήθηκε;
Αυτές οι στιγμές είναι που μένουν πάντα, όπως όταν στ’ αυτιά σου ηχούν λόγια, σαν αυτά που λέμε σε γέρους και παιδιά, σαν ένα όνειρο στη λήθη. «Είπα στην ζωή μου να κάνω απογραφή» κι αναπολεί τις Κυριακές, που ηχούσε το καμπαναριό ψηλά τ’ Αϊ - Νικόλα, κι έρχονταν μελωδικοί με τον αγέρα οι χτύποι κι ήταν, θυμάται, οι μελιχρές του φθινοπώρου ώρες.
Το θρόισμα των φύλλων δίπλα του στο πρωινό του χινόπωρου μ’ απόβροχο, τον επανέφεραν από τις αναπολήσεις, κι ένα αχνόγελο γαλήνης βαθύ ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. Και πάλι σε λίγο πέφτει στους συλλογισμούς του κι αναλογίζεται βιώματα της ζωής του: κανένα ρόδο δίχως αγκάθι, καμιά ελπίδα δίχως καημό, καμιά φωτιά δίχως καπνούς. Πλην όμως η κάθε μας πράξη κρύβει και λάθη.
Την ζωή είναι να την ορίζεις εσύ και να την κουμαντάρεις και να μην σε ορίζει εκείνη και είναι καλότυχος όποιος το πέτυχε. «Ένα μάτσο βελονιές χιλιοτρύπησαν και πλήγωσαν την καρδιά μου από την τόση απονιά του κόσμου γύρα», μονολογεί.
Δεν άντεχε να βλέπει την κολακεία, ήθελε την πραγματικότητα. Τη βρήκε; Αυτή έψαχνε μια ζωή. Όπως συλλογίζεται, σκέφτεται, να τραβήξει ή όχι την κουρτίνα αυτή που σκεπάζει το παρελθόν να ξαναδεί παλιές σκηνές της ζωής του.
Δεν άντεξε στον πειρασμό και την άνοιξε! Μα τρόμαξε, του φάνηκαν όπως στο ποίημα του Καβάφη «μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένη…».
Να φυλακίσει ή όχι το παρελθόν και κάθε θύμηση πίσω απ’ την κουρτίνα; Δεν μπορεί ν’ αποφασίσει. Θυμάται ότι απεχθάνονταν αυτούς που εμπαίζουν τη ζωή των άλλων ανθρώπων και τέτοιους γνώρισε πολλούς, αλλά κι εκείνους που εθελοτυφλούν στη συναλλαγή των συμφερόντων με το απάνθρωπο ΕΓΩ.
Όσα βίωσε μαρτυρούν την μοναξιά στον κόσμο, ένα απέραντο χάος, μες σε κάπνα και ομίχλη, πόλεμοι και αδικίες, παντού μαύρες νεκρές ψυχές, όπως κι ο θόλος τ’ ουρανού.
Αλήθεια, πώς να περάσει η προσευχή από αυτόν τον ουρανό, να φτάσει στον Ύψιστο του κάθε φουκαρά και πικραμένου;
Την ύλη την κάναμε Θεό κι αυτή προσκυνούμε στην καθημερινότητά μας και έτσι σιγά - σιγά γινόμαστε ρομπότ χωρίς ψυχή και θα χαθούμε. Αλλά υπάρχει και αλλά, μπορεί να φτάσαμε στο χείλος του γκρεμού, ο άνθρωπος όμως μπορεί να προφτάσει να μην κατρακυλήσει κι’ αυτό θα το πετύχει μόνο αν την «Ιθάκη» μαζί του «κουβαλεί» της Θείας Αλήθειας το φως την ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.
Σκέφτεται, εγώ, σε αυτή τη ζωή στάθηκα όρθιος όπως ο καλός καπετάνιος σε μια θύελλα που ξεσπά στο πέλαγος. Παραμένω αυτός με τις ίδιες ιδέες που γαλουχήθηκα τότε κι ας με πούνε αφελή, ρομαντικό, ονειροπόλο, γιατί αυτές μ’ έχουν σημαδέψει. Πάντα θα θυμάμαι με πόση δοκιμασία και θυσίες απόχτησα μ’ αυτά που καυχιέμαι. Εκεί όμως ένας αναστεναγμός βγαίνει απ’ τα στήθεια του κι’ ένα γιατί και με παράπονο μονολογεί «και σε μένα ήρθε σαν μιας άνοιξης αυγή, σαν ήλιος και φώτισε και ξύπνησε την πικραμένη μου ζωή ανείπωτης χαράς πηγή η ΑΓΑΠΗ». Μα δεν ήταν γραφτό αυτό το ταξίδι που ξεκινήσαμε να το τελειώσουμε μαζί» και στην ανάμνηση αυτή καυτά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του.
Τελικά όλα αυτά τα χρόνια περπάτησα της ζωής τα μονοπάτια, όπου διαπίστωσα πως ο μύθος ξεφορτώνει τα σύμβολα της ζωής. Όταν ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή, ζεί κάνοντας όνειρα. Όταν πεθαίνουν τα όνειρα τότε πεθαίνει και ο άνθρωπος.
(ΜΕΤΣΟΒΟ)