Η συμβολή της εκκλησίας στον υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνα!

on .

Με την έναρξη της Επανάστασης η εκκλησία ευλόγησε τον Αγώνα και συμμετείχε ολόψυχα σ’ αυτόν. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε τη σημαία του απελευθερωτικού Αγώνα στη Μονή της Αγίας Λαύρας με το σύνθημα: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος».

Η Αγία Λαύρα έγινε το ορμητήριο των πολεμικών ενεργειών και το κέντρο ανεφοδιασμού των αγωνιστών.
Με αγριότητα εστράφησαν οι Τούρκοι κατά των Ιεραρχών. Αναρίθμητοι κληρικοί και λαϊκοί απαγχονίστηκαν

στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα μέρη. Τη νύχτα του Πάσχα (10 Απριλίου) συνελήφθη ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ και απαγχονίστηκε στην πύλη των Πατριαρχείων. Στην Κύπρο απαγχονίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου και Μητροπολίτες του νησιού. Πολλοί κληρικοί σφαγιάστηκαν στην Κρήτη. Η συμμετοχή του κλήρου στον αγώνα υπήρξε ουσιαστική. Με οποιονδήποτε τρόπο συμμετείχαν στον αγώνα της Παλιγγενεσίας.
Γράφει χρονικογράφος της εποχής: «Ήρχοντο ιερείς ενδεδυμένοι τα ιερά των άμφια κρατούντες χρυσά Ευαγγελία. Ακολουθεί ο στρατός και πολλοί εκ των πέριξ χωρίων φέροντες βάια, θυμιατήρια, εικόνες και λαμπάδες».
Ο Αναστάσιος Γούδας (Βίοι παράλληλοι, 1872, τομ. Α, σελ. 23-λη) σημειώνει για τη συμμετοχή του κλήρου στον αγώνα: «Εκραγέντος του ελληνικού αγώνος, ο ορθόδοξος κλήρος, χωρίς να μεταβάλλει ή να ελαττώσει την προς την θρησκείαν αφοσίωσίν του, μετεσχηματίσθη, όμως, και ως άριστος στρατιώτης. Ουκ ολίγοι των κληρικών διαδραματίζουσιν σπουδαιότατον στρατιώτου πρόσωπον. Και δεν διέπρεψαν μόνον οι κληρικοί ων τα ονόματα μνημονεύομεν των πράξεων, αλλ’ υπάρχουσι και άλλοι πάμπολοι».
Ξαναζωντάνεψαν οι Νεομάρτυρες. Με την ομολογία τους απέρριπταν τον κατακτητή και επιβεβαίωναν της πίστεώς τους, υπεροχή που έκλεινε μέσα της και τον εθνισμό τους. Από τις τάξεις του κλήρου και του μοναχισμού προέρχεται σωρεία νεομαρτύρων, οι οποίοι μαζί με πολλούς αγωνιστές, βρήκαν τον θάνατο πολεμώντας τον κατακτητή.
Να θυμίσουμε: Τον Αθανάσιο Διάκο στην Αλαμάνα, τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, τον Καλόγερο Σαμουήλ στο Κούγκι. Και ακόμη πλήθος ιερωμένων που έδρασαν στον αγώνα, όπως: Ο Βρεσθένης Θοεδώρητος, ο Άρτης Πορφύριος, ο Αθηνών Θεόφιλος, ο Σαλώνων Ησαΐας, ο Ρωγών Ιωσήφ και πολλοί άλλοι που πήραν μέρος στις διάφορες φάσεις της Επαναστάσεως. Στη στρατιά των κληρικών που θυσιάστηκαν στον αγώνα, περιλαμβάνονται άπειροι ιερωμένοι, των οποίων τα ονόματα παρέμειναν άγνωστα. Είναι οι άγνωστοι στρατιώτες που πολέμησαν για την ελευθερία της πατρίδας.
Η προσφορά της εκκλησίας αναγνωρίστηκε κατά τον πιο επίσημο τρόπο και από την Ελληνική Πολιτεία, αμέσως μόλις η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητο κράτος. Είναι χαρακτηριστικό εκείνο που γράφτηκε από τον τότε Γραμματέα, τον Υπουργό δηλαδή των Εκκλησιαστικών το 1832 Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό, έναν από τους πιο φωτισμένους Έλληνες των ηρωικών εκείνων χρόνων: «Ποσάκις έγραφε, καθ’ όλον το διάστημα του ιερού αγώνος, το ελληνικόν Ιερατείον έδωκε δείγματα ηρωικού Χριστιανισμού. Ποσάκις αφειδήσαντες εαυτούς οι σεβάσμιοι της εκκλησίας ποιμένες, έθεντο τας ψυχάς υπέρ των προβάτων! Ποσάκις, η μελίχιος του Ευαγγελίου φωνή, ενεθουσίασε κατά των εχθρών της πίστεώς τους υπέρ αυτής αγωνιζομένους».
Και οι μεγάλοι αγωνιστές μιλούν για τη δράση των κληρικών. Ο θρυλικός «Γέρος του Μωριά» τον Παπα – Κοσμά Ζώρα τον χαρακτηρίζει «άξιο οπαδό του Παλαιών Πατρών Γερμανού». Την εθνική θέση της εκκλησίας της Ελλάδας την χαρακτηρίζει η έκθεση που υπέβαλε η υπό τον Θρασύβουλο Ζαΐμη Επιτροπή επί των Εκκλησιαστικών στη Βουλή των Ελλήνων το1852. Μεταξύ των άλλων τόνιζε η Επιτροπή: «Αυτή, η Ορθόδοξος Εκκλησία, διετήρησεν εν ταις περιπετείαις των χρόνων, την πνευματικήν και εθνικήν ενότητα των Ελλήνων».
Το κοσμογονικό γεγονός, όπως η Ελληνική Επανάσταση, είναι φυσικό να βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο της ιστορικής έρευνας. Κάθε χρόνο λέγονται και γράφονται πολλά για το εικοσιένα. Ο καθένας βλέπει την Επανάσταση με τον δικό του τρόπο και την κρίνει ανάλογα με τις ιδεολογικές του δεσμεύσεις και τις σκοπιμότητες που υπηρετεί. Όμως, αναντίρρητο και φυσικό να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στο χώρο της ιστορικής έρευνας οι μαρτυρίες εκείνες που προέρχονται από πρόσωπα που μπορούν να χαρακτηριστούν ουδέτερα ως προς την τοποθέτηση στα γεγονότα. Τέτοια πρόσωπα είναι εκείνα που βρέθηκαν στο χώρο των εξελίξεων και στη δίνη των γεγονότων.
Αρκετές πληροφορίες για το συντελούμενο στην έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου δίνει ο Laeves (πράκτορας των Δυτικών Ιεραποστολικών Εταιρειών) σε εκθέσεις του στις 11/23 Aπριλίου 1821. Γράφει από την Κωνσταντινούπολη: «Χθες ο υπερήλικας και σεβάσμιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συνελήφθη και σήμερα το πρωί τον κρέμασαν εξευτελιστικά μπρος από την πύλη της εκκλησίας (εννοεί του Πατριαρχείου). Ο Άγγλος Δραγουμάνος της πόλης είχε γίνει μάρτυρας της θλιβερής σκηνής του θανάτου του Πατριάρχη και τεσσάρων Επισκόπων που είχαν την ίδια με αυτόν τύχη».
Η μοίρα του ραγιά είχε προδιαγραφεί. Κλώσησε όμως κάτω από τα προστατευτικά φτερά της εκκλησίας, αναζωογονήθηκε, άνοιξε ο σκλάβος τα δικά του φτερά και αναστήθηκε. Η εκκλησία συγκέντρωσε γύρω της τα παιδιά της, τα έθρεψε με τα νάματα του «ποθούμενου», ώστε να ωριμάσουν οι καιροί και να γιορτάσουν την Ανάσταση. Το 1821 είναι η αφετηρία της νέας ιστορικής πορείας του Έθνους. Η εκκλησία εξακολούθησε να παρέχει μάρτυρες εις τον καθόλου αγώνα υπέρ της Ελευθερίας. Η συμβολή της εκκλησίας στον Αγώνα υπήρξε καθοριστική.
Σε όλους τους μεταπελευθερωτικούς χρόνους, χρόνους αγωνιστικούς και σκληρούς, η εκκλησία πρωτοστάτησε και πρωτοπόρησε σε κάθε απελευθερωτική κίνηση των Ελλήνων, που τελούσαν ακόμη υπό τουρκική δουλεία. Η ταύτιση Έθνους και θρησκείας ήταν απόλυτη. Πάντα η εκκλησία διαδραμάτιζε εθνικό ρόλο. Κληρικοί ήσαν και οι ηγέτες εκείνοι, οι οποίοι ανέλαβαν την προσπάθεια απελευθέρωσης των υπόδουλων τμημάτων της πατρίδας.
Μιλώντας στην Ακαδημία Αθηνών το 1938 ο Καθηγητής Δημήτριος Μπαζάνος, μεταξύ των άλλων τόνιζε: «Η εκκλησία μας απεριφράστως ήτο Εθνική Εκκλησία. Ο εθνικός χαρακτήρας της εκκλησίας μας άλλως, αφορών σχέσεις επιγείους συνυφασμένους προς αυτήν την ανθρωπίνην. Φύσιν, ουδόλως παραβλάπτει τον υπερκόσμιον χαρακτήρα αυτής. Σκοπός της εκκλησίας δεν είναι μόνον η φροντίδα δια τα υπερκόσμια, αλλά και η συναφής προς ταύτην μέριμνα, δια την εξευγένισιν και εξύψωσιν σχέσεων, ας δεν δύναται να αγνοεί.
Η προς την επίγεια πατρίδα αγάπη ουδόλως παρεμποδίζει τον προς την άνω Ιερουσαλήμ κοινόν χριστιανικόν πόθον. Δεν θέλομεν άθρησκον εθνισμόν, αλλ’ ουδέ άπατρι χριστιανισμόν. Ευτυχώς το Έθνος μας είναι Έθνος χριστιανικόν, και η Εκλησία μας, Εκκλησία Εθνική».