Η δίκη των εικόνων…

on .

Εδώ και αρκετά χρόνια τα μέσα ενημέρωσης μας πληροφορούσαν για κλοπή εικόνων και ιερών κειμηλίων από ναούς της περιοχής μας. Όλα έδειχναν ότι οργανωμένη ομάδα από ιερόσυλους απογύμνωναν τις εκκλησίες από κάθε θησαυρό με σκοπό να πλουτίζουν.

Το πρόβλημα είχε λάβει μεγάλες διαστάσεις, ώσπου ο Περιφερειάρχης σε συνεργασία με την Αστυνομία μπόρεσε να εισπηδήσει στα απάτητα λημέρια των κλεφτών.
Αποτέλεσμα αυτής της δράσης του κ. Καχριμάνη ήταν και πολλές εικόνες να βρεθούν, ακόμα και στο εξωτερικό και να οδηγηθεί μια «συμμορία» στα Δικαστήρια με τη βαριά κατηγορία «σύσταση εγκληματικής οργάνωσης».
Αποφεύγω για ευνόητους λόγους να ερμηνέψω την απόφαση των Δικαστών και επικεντρώνω το σκεπτικό μου σε κάποιες πλευρές της υπόθεσης, οι οποίες πρέπει να προβληματίσουν το σύνολο της κοινωνίας.
Καταρχήν, οφείλουμε να αντιλαμβανόμαστε όλοι οι πολίτες την αξία και τη σημασία για την πατρίδα και το μέλλον της αυτών των μνημείων. Αν η Ελλάδα απελευθερώθηκε, χρωστάμε σ’ αυτά τα μνημεία και σ’ όλα τα ιστορικά μας κειμήλια μεγάλη ευγνωμοσύνη. Γιατί στα χρόνια της οθωμανικής τυραννίας και σε δύσκολες περιόδους αυτά τα κειμήλια καλλιεργούσαν την εθνική τους συνείδηση, κράταγαν την πίστη και πότιζαν το πατριωτικό φρόνημα. Θυμίζω στους αναγνώστες το περιστατικό, όπου ο Μακρυγιάννης στα χρόνια της Επανάστασης, βλέποντας στρατιώτες να διαπραγματεύονται την πώληση αρχαίων αγαλματιδίων, τους είπε ότι και χίλια τάληρα να τους δώσουν, ποτέ να μη το κάνουν, γιατί αυτά μας έσωσαν ως φυλή!
Στο τωρινό πρόβλημα, δυστυχώς, δεν έδειξαν την απαιτούμενη ευαισθησία για την προστασία των κειμηλίων ούτε οι τοπικοί άρχοντες, ούτε οι κληρικοί ούτε και οι πολίτες.
Γι’ αυτό και τόσο εύκολα βρήκαν ευκαιρία οι αετονύχηδες να ρημάξουν τις εκκλησίες και να θησαυρίζουν με την πώληση του λαϊκού μας πλούτου. Και να μην ξεχνάμε με πόση αγάπη, μόχθο και δουλειά στα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας οι πρόγονοί μας κόσμησαν τις πόλεις και τα χωριά με περισπούδαστα μνημεία.
Πρέπει δημόσια να επαινέσουμε τον Περιφερειάρχη, ο οποίος με κίνδυνο να εκτεθεί τόλμησε να ερευνήσει και δεν προσκύνησε επωνύμους και ισχυρούς. Αντίθετα, κάποιοι άλλοι, πρώην αξιωματούχοι, προσπάθησαν να σκεπάσουν το «έγκλημα».
Επίσης είναι ώρα να αναφερθώ και στο πώς αντιμετώπισαν το μεγάλο αυτό ζήτημα όλα τα μέσα ενημέρωσης της τοπικής μας κοινωνίας. Σχεδόν όλοι οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης σιώπησαν και έκλεισαν τα μάτια τους. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον δείχνουν για το σφύριγμα ενός διαιτητή ή για τα πέντε γκολ του ΠΑΣ Γιάννινα στον Άρη παρά για τη λεηλασία των εκκλησιών μας. Πρόκειται για μια πρακτική που οι σκεπτόμενοι εύκολα μπορούν να ερμηνέψουν και να διδαχτούν για το μέλλον.
Αλλά δεν μπορώ να μην αγγίξω και τη γενική στάση των συμπολιτών μου. Στην αρχή τουλάχιστον των αποκαλύψεων όλοι λίγο – πολύ πληροφορηθήκαμε για τις κλοπές, για την αξία τους, για τους υπόπτους και για τη δίκη. Και όμως, καμιά απολύτως αντίδραση από την κοινή γνώμη. Δεν υπήρξε ένα γραπτό κείμενο, μια διαμαρτυρία, μια καταγγελία, αλλά «άκρα του τάφου σιωπή». Ενώ καθημερινά για οποιοδήποτε θέμα κάποια ομάδα κάνει πορεία, κρεμάει ένα πανό και λέει κάποια συνθήματα…
Θεωρώ όλα αυτά ως ένα κοινωνικό τοπικό φαινόμενο που υπακούει σε υπαγορεύσεις και σε υποδείξεις μακριά από τη λογική και από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα του πολίτη. Προσωπικά υποστηρίζω ότι δεν συντέλεσε σ’ αυτή την αφωνία ούτε η άγνοια, ούτε η αδιαφορία και ούτε η απογοήτευση του κόσμου από τις θλιβερές συνθήκες της οικονομίας, της πανδημίας, της ανεργίας…
Τουλάχιστον ας διδαχτούμε απ’ αυτή την ιστορία πώς πρέπει να αντιδρούμε όταν κάποιοι επιτήδειοι προσβάλλουν τις αξίες μας και ιδιοποιούνται τα ιστορικά μας κειμήλια – σύμβολα μόνο προς ίδιον όφελος, σαν να είναι βάρβαροι.
Όσο για την προσωπική στάση όλων μας μπροστά σ’ αυτό το ανοσιούργημα η αυτοκριτική και η αναθεώρηση κάποιων αντιλήψεων και πρακτικών θα μας βοηθήσουν για μια διαφορετική και πρέπουσα συμπεριφορά.