Πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Γ. Σεφέρη...

on .

Φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη.

Είναι γνωστό ότι πέθανε στον Ευαγγελισμό μετά από χειρουργική επέμβαση. Αυτό όμως που δεν είναι γνωστό είναι το πόσο δραματικός ήταν ο τελευταίος ενάμιση μήνας της ζωής του, όσο δηλαδή κράτησε η νοσηλεία του. Ήταν η αγάπη μου για την ποίηση του Σεφέρη που με οδήγησε να συγκεντρώσω όσα σχετικά κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί αλλά και να ψάξω στα υπόγεια του Ευαγγελισμού, όταν υπηρετούσα εκεί, προ πολλών ετών, ως ειδικευόμενος χειρουργός, στα σκονισμένα παλιά βιβλία των πρακτικών χειρουργείου, ό,τι πληροφορίες μπορούσα να βρω για τις τελευταίες αυτές μέρες του ποιητή.
Στις 22 Ιουλίου του 1971 ο Σεφέρης, 71 ετών, εισήχθη στον Ευαγγελισμό με επιπλοκή έλκους δωδεκαδακτύλου, ένα έλκος που τον ταλαιπωρούσε πολλά χρόνια. Την εποχή εκείνη, που δεν υπήρχαν ακόμα τα σύγχρονα και αποτελεσματικά φάρμακα εναντίον του έλκους, η θεραπεία ήταν συντηρητική, δηλαδή με διαιτητικά κυρίως μέτρα και διακοπή του καπνίσματος. Μία από τις πιο συχνές επιπλοκές του έλκους -ιδιαίτερα εκείνη την εποχή- είναι η διάτρηση. Εκδηλώνεται με οξύτατο πόνο στην κοιλιά και εξελίσσεται σε σηπτικό σοκ. Αυτό ακριβώς συνέβη και στο Σεφέρη. Εισήχθη λοιπόν εκτάκτως στον Ευαγγελισμό και χειρουργήθηκε επειγόντως.
Στο πρακτικό χειρουργείου ως ιδιότητα του ασθενούς αναφέρεται η λέξη «διπλωμάτης» και όχι «ποιητής» παρόλο που με την τελευταία αυτή ιδιότητα ο Σεφέρης είχε κερδίσει, πριν 8 χρόνια, το πρώτο Νόμπελ της Ελλάδας. Ιατρός του ήταν ο εξηνταπεντάχρονος διακεκριμένος χειρουργός Αλέξανδρος Στεφάνου Μάνος, διευθυντής στην Β’ Χειρουργική Κλινική του Ευαγγελισμού, προσωπικός χειρουργός του βασιλιά Παύλου και πατέρας του υπουργού Στέφανου Μάνου. Σύμφωνα με την περιγραφή του χειρουργείου από τον Α.Σ. Μάνο, επρόκειτο για μία σοβαρή περίπτωση περιτονίτιδας από διάτρηση έλκους δωδεκαδακτύλου. Όμως το έλκος του Σεφέρη ήταν μεγάλο και δεν μπορούσε να γίνει μία απλή συρραφή, όπως γινόταν στα περισσότερα έλκη. Απαιτούσε αντίθετα, μια πολύωρη και δύσκολη επέμβαση. Την τεχνική δυσκολία μάλιστα αυτής της εγχείρησης επαύξανε η παχυσαρκία του Σεφέρη, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο πρακτικό της επέμβασης από τον ίδιο τον Μάνο.
Αισίως, όλα εξελίχθηκαν καλά και τις πρώτες μετεγχειρητικές μέρες, ο Σεφέρης, προς ανακούφιση όλων, ανάρρωνε ομαλά στον 10ο όροφο του Ευαγγελισμού όπου νοσηλευόταν. Στον όροφο αυτό τα δωμάτια (οι λεγόμενες «θέσεις») είναι ιδιαίτερα άνετα, μονόκλινα με δικό τους σαλόνι. Κατά καιρούς έχουν νοσηλευτεί εκεί πολλοί διάσημοι (Ελύτης κ.ά). Ξαφνικά όμως, η υγεία του Σεφέρη εμφάνισε επιδείνωση με αποτέλεσμα να απαιτηθεί και δεύτερο χειρουργείο όπου διαπιστώθηκε μετεγχειρητική επιπλοκή (διαφυγή από την αναστόμωση της ραφής του στομάχου). Μετά την δεύτερη αυτή επέμβαση, η κατάστασή του επέβαλε την μεταφορά του στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Εκεί, μετά από παρατεταμένη νοσηλεία και παρόλες τις προσπάθειες των ιατρών, ο Σεφέρης θα πεθάνει στις 20 Σεπτεμβρίου.
Ολόκληρο το διάστημα της νοσηλείας του στο νοσοκομείο, αποτέλεσε μια εξαιρετικά οδυνηρή κατάσταση για τον ίδιο και τους οικείους του με «ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου Σεπτεμβρίου» όπως είχε γράψει ο ίδιος, το 1931, κατά τραγική σύμπτωση, στο ποίημα του «Το ύφος μιας μέρας». Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς σε ανέκδοτη επιστολή του γράφει: «Με επηρέασε πολύ ο θάνατος του Σεφέρη που στο τέλος πια, ύστερα από τόσο χαροπάλεμα ήρθε σα λύτρωση. Είδα από κοντά τις εναλλαγές της ελπίδας και της απελπισίας στους δικούς του. Η γυναίκα του είναι γενναίος άνθρωπος». Ο ποιητής των στίχων «Πώς πεθαίνει ένας άντρας; Παράξενο κανένας δεν το συλλογίστηκε. […] Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται· πώς πεθαίνει ένας άντρας; Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή» (Η τελευταία μέρα), δεν κατέληξε γαλήνια, αλλά τουλάχιστον απέφυγε την βαριά αναπηρία που συχνά συνοδεύει τα βαθιά γηρατειά.
Οι πολλές χιλιάδες Έλληνες που τον αποχαιρέτισαν στην κηδεία του, δύο μέρες αργότερα, έκαναν ένα αυθόρμητο συλλαλητήριο κατά της χούντας. Η Ελλάδα δεν θα τον ξαναπλήγωνε πια.