«Στον άλλο κόσμο που θα πας...»

on .

Μια μεγάλη απώλεια εθνικού βεληνεκούς μας επιφύλασσε τούτο το αποκαλόκαιρο. Ένας σπουδαίος ΕΛΛΗΝΑΣ (τα κεφαλαία τού αξίζουν και με το παραπάνω) ταξίδεψε για την αιωνιότητα.

Είναι βέβαιο πως ο βαρκάρης στον Αχέροντα δεν θα του ζητήσει τον καθιερωμένο οβολό, μιας και εκείνος τραγούδησε κάποια στιγμή τα τραγούδια του, πόνεσε και έκλαψε μαζί τους. Ο Μίκης Θεοδωράκης, που με την κοντά στον αιώνα ζωή του, με τη δημιουργία του και τους

αγώνες του σημάδεψε την ιστορία του τόπου μας, δεν είναι πια μαζί μας. Αναχώρησε στα ενενήντα έξι του για τα Ηλύσια πεδία.
Έχουν ειπωθεί και γραφτεί τόσα για το παγκόσμιας αναγνώρισης μουσικοσυνθετικό του έργο, αλλά και για τους αγώνες του για τη δημοκρατία, σε εποχές ταραχώδεις για την πολύπαθη πατρίδα μας, που η επανάληψή τους δεν θα εισφέρει κάτι καινούργιο. Και το επιφυλλιδικό αυτό σημείωμα θα αποφύγει την πεπατημένη του επικηδειακού λόγου, διανθισμένου, ως είθισται, με πομπώδεις εκφράσεις και ανέξοδη κατάχρηση των υπερθετικών. Γιατί, ταπεινός σε όλη του τη ζωή, απέφευγε κάθε τι βαρύγδουπο. Άφηνε αντ’ αυτού να μιλά το έργο του: μουσικό, συγγραφικό, κοινωνικοπολιτικό.
Τα τραγούδια του έγιναν σημαία του αντιστασιακού αγώνα των φοιτητών, της γενιάς του 1-1-4 και των Λαμπράκηδων, με αποκορύφωμα το Πολυτεχνείο κατά της ξενόφερτης εφτάχρονης δικτατορίας. Ταυτόχρονα, η μελοποίηση ποιητών όπως του Γιάννη Ρίτσου, του Δημήτρη Χριστοδούλου, του Τάσου Λειβαδίτη, του Κώστα Βάρναλη, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιώργου Σεφέρη, του Νίκου Γκάτσου και τόσων άλλων, έφερε την κοινωνική και πολιτική ποίηση με τα μηνύματά της κοντά στις λαϊκές μάζες. Οι μελοποιημένοι στίχοι του έγιναν «σφιγμένες γροθιές» ενάντια στο πολιτικοοικονομικό κατεστημένο -ντόπιο και ξένο- και συνθήματα διαδηλώσεων και κοινωνικοπολιτικών αγώνων χιλιάδων νέων ενάντια στην εκμετάλλευση και την κοινωνική αδικία, τον πόλεμο και την ανθρώπινη εξαθλίωση.
Ο Μίκης δεν σιωπούσε κι ας ήξερε πως αυτά που έλεγε είχαν το τίμημά τους. Δεν υπηρέτησε ούτε στιγμή την βολική αφωνία. Γι’ αυτό και το τίμημα που πλήρωσε ήταν βαρύ στη ζωή του: αδιάλειπτες διώξεις και συνεχείς, μέχρις εξοντώσεως, φυλακίσεις. Δεν εξαργύρωσε τους αγώνες του και το όνομά του με πολιτικές θέσεις και αξιώματα. Η αποδοχή υπουργοποίησής του την κρίσιμη πολιτικά περίοδο του 1989 από την τότε συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και Κομμουνιστικού Κόμματος, ήταν, όπως έγραψε, μια συμβολική κίνηση ιστορικής υπέρβασης της διαχωριστικής γραμμής αριστεράς – δεξιάς, που τόσα δεινά επισώρευσε στην πατρίδα μας.
Πολλοί θέλησαν να «αξιοποιήσουν» πολιτικά τις κατά καιρούς θέσεις του απέναντι στα μεγάλα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα. Τελευταίο, το περιβόητο Μακεδονικό Ζήτημα με την αυθόρμητη επιστολή καταδίκης της Συμφωνίας των Πρεσπών, ουδεμία σχέση όμως έχουσα με τις γνωστές ακραίες εθνικιστικές και πατριδοκαπηλικές φωνές. Μελετητές, μάλιστα, εκφράζουν τις επιφυλάξεις τους, για το κατά πόσο λόγω των προβλημάτων υγείας και του προχωρημένου της ηλικίας του, το κείμενο της επιστολής αυτής αποτελούσε γνήσια έκφραση των πεποιθήσεων του υπογράφοντος. Γι’ αυτό και στην εν είδει απολογίας επιστολή του που άφησε τελευταία στον Γραμματέα του ΚΚΕ και πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας, σημειώνει πως «θα ήθελε να πεθάνει ως κομμουνιστής». Ένα είδος «αποκατάστασης», αλλά και αποκήρυξης των όποιων παρεκκλίσεων από τις σταθερές ιδεολογικοπολιτικές του θέσεις, αυτές που υπηρέτησε με συνέπεια σε όλη του τη ζωή, έχοντας ως πάγια κατευθυντήρια γραμμή τον στίχο του ποιητή «είμαστε άνθρωποι, όταν γινόμαστε συνάνθρωποι». Γιατί ο Μίκης Θεοδωράκης ουδέποτε υπήρξε πολιτικός ανεμοδείκτης.
«Στον άλλο κόσμο που θα πας, κοίτα μη γίνεις σύννεφο...», θα «γράψει» μέσω των στίχων του αγαπημένου του στιχουργού - ποιητή Νίκου Γκάτσου. Ένα είναι βέβαιο: σύννεφο δε θα γίνει, γιατί κουβαλά μέσα του το ανέσπερο φως της αθανασίας, τον ήλιο της αιωνιότητας. Και γιατί ο ήλιος «ο ηλιάτορας» από το ανυπέρβλητο «Άξιον εστί» του δε φοβάται το σκοτάδι, κανένα σκοτάδι. Όση μελαγχολία κι αν σκορπά ο παρατατικός, όσο επώδυνη κι αν είναι κάθε τελευταία αναχώρηση, κάθε ανθρώπινη απώλεια, δε θα καταφέρει ποτέ να πούμε πως ο Μίκης Θεοδωράκης «ήταν», γιατί θα είναι συνέχεια κοντά μας, θα ζει μέσα από τα τραγούδια του. Ένα μόνο μέσο έχουμε να νικήσουμε τη λήθη, συνακόλουθα και το θάνατο: τη μνήμη που καταφέρνει η δημιουργία. Μας «πότισε ροδόσταμο», γι’ αυτό και μεις δεν θα «τον ποτίσουμε» ποτέ «φαρμάκι», κρατώντας τον στη μνήμη μας για πάντα με αγάπη.

Υ.Γ.: Ύστερα από την απαραίτητη -θέρος γαρ- πνευματική «αγρανάπαυση», επανερχόμαστε στην αναγνωστική σας συντροφιά με τα τακτικά επιφυλλιδικά σημειώματα. Καλό Χειμώνα!..