Η γιορτή της Παναγίας και οι ξενιτεμένοι…

on .

 Το Δεκαπενταύγουστο όλοι γιορτάζουμε με πανηγύρια τη μεγάλη αυτή γιορτή της Ορθοδοξίας, πλην όμως φέτος τα πράγματα για την πατρίδα μας δεν είναι καθόλου καλά. Από τη μια ο κορωνοϊός και από την άλλη οι πυρκαγιές. Να βάλλει το χέρι της η Μεγαλόχαρη να επανέλθουμε στην κανονικότητα.
Την ημέρα αυτή της Παναγίας όλοι οι ξενιτεμένοι γυρίζουν στα πάτρια εδάφη. Έτσι θυμήθηκα κι εγώ μια αληθινή ιστορία των χρόνων εκείνων: Στη μικρή πλατεία του χωριού, 
κάτω απ’ το αιωνόβιο, μεγάλο πλατάνι, οι χωριανοί είχαν καθίσει στο καφενείο να δροσιστούν και να ξεκουραστούν απ’ τη βαριά δουλειά της ημέρας.
Μοσχοβολούσαν τα ολόασπρα λουλούδια της φλαμουριάς της πλατείας. Σαν πολυέλαιος άνθιζε η καμαρωτή αγριοκαστανιά. Στη βρύση που έτρεχε αδιάκοπα με μεγάλο βουητό, οι κοπέλες γέμιζαν τις στάμνες με κουβέντες, γέλια και κέφι. Και γι’ αυτές ήταν μια ξεκούραση απ’ της ημέρας τους κόπους το βραδινό νεροκουβάλημα απ’ τη βρύση.
Έξω απ’ το καφενείο καθόταν ο μπάρμπα-Μήτρος, ωραίος γέρος, ροδοκόκκινος με κάτασπρα μαλλιά, πλούσιος νοικοκύρης, με κτήματα, μετρημένος στα λόγια του, τίμιος, εργατικός, δίκαιος. Τον σέβονταν όλοι στο χωριό και ζητούσαν την συμβουλή και τη γνώμη του.
Ήταν όμως άτυχος. Είχε μια μοναχοκόρη και την πάντρεψε μ’ ένα καλό κι εργατικό νέο. Τον γαμπρό τον φάγανε οι Γερμανοί κι η κόρη του, νέα κοπέλα, πέθανε κι αυτή από τον καημό της. Του άφησε την εγγονούλα, ένα μικρό κοριτσάκι ορφανό, το Φροσυνάκι που το λάτρευε.
Αυτός και η γριά του το αναστήσανε από μικρό και ήταν τώρα εικοσάχρονη κοπελίτσα. Το ομορφότερο κορίτσι του χωριού και η πλουσιότερη νύφη. Και να’ την που πρόβαλε κι αυτή με το σταμνάκι της να πάρει νερό κι ο παππούς την καμάρωνε.
Ξάφνου στην πλατεία έγινε κάποια αναταραχή. Κάτι μουλάρια ανεβαίνανε το καλντερίμι φορτωμένα ωραίες βαλίτσες και μπαούλα. Πίσω απ’ τα μουλάρια ξεπρόβαλε ένας ψηλός καλοντυμένος ξένος καμιά 30ριά χρονών, καλοκαμωμένος και λεβέντης.
Είχε όλα τα γνωρίσματα του Αμερικάνου, φανταχτερά ρούχα, γραβάτα με γοργόνες, πουκάμισο ζωηρόχρωμο, ρολόγια, χρυσά δαχτυλίδια και ψάθινο καπέλο. Και ξαφνικά ακούστηκε η φωνή του ξένου: Σιγκά-σιγκά το ραδιοπικάπ. Η προφορά ξενική. Οι χωριανοί αναρωτηθήκανε ποιος να’ ναι αυτός, κι ένας φώναξε: Βρε είναι ο Κολιός (Νίκος) του Ζήση που’ χει φύγει πριν δέκα πέντε χρόνια για την Αμερική.
Τον καλωσορίσανε κι ο Νίκος τους ευχαρίστησε. Τα είπε όλα τάχα με δυσκολία Αμερικανοφέρνοντας και κάπου έβαζε και κανένα γιες και κανένα νέβερ μάιν και έβρι μπόντι και τους λέει ότι με λένε Νικ κι όχι Κολιό και ήρθα να παντρευτώ: Παπούτσι από τον τόπο σου...
Την Κυριακή στην εκκλησία βούιζε όλο το χωριό. Μεταξωτό φουστάνι η μάνα του, βελουδένια ζακέτα, μεταξωτά οι αδελφές του και χρυσαφικά. Αντιλαλούσε το ραδιοπικάπ στο σπιτάκι. –Είδες, λέγανε, φτωχόπαιδο αγράμματο, κουτσοδούλευε εδώ κι εκεί. Έδωσε τόπο των ματιών του και ξενιτεύτηκε και γύρισε άνθρωπος. Και ο Νικ κάθε βράδυ στην πλατεία κερνούσε και όλο μολογούσε από το Αμέρικα. Έλεγε ότι σκέφτεται να κάνει ξενοδοχείο στο κέντρο του χωριού και εργοστάσιο ξυλείας για έπιπλα. Εμείς στο Αμέρικα έτσι, εμείς στο Αμέρικα αλλιώς, έλεγε όλη την ώρα. -Τι δουλειά έκανες Κολιό στο Αμέρικα; Κάτι μάσησε, κάτι για φάμπρικες, για μπίζνες και το Κολιός δεν μπορούσε να το συνηθίσει.
Οι προξενιές πήγαιναν κι έρχονταν. Όλες οι προξενήτρες τρέχανε και του τάζανε νύφες. Όλοι έβλεπαν πως άρχιζε και γλυκοκοίταζε το Φροσυνάκι. Στο πανηγύρι της Παναγίας, όταν χόρεψε το Φροσυνάκι, πέταξε δύο χρυσά νομίσματα.-Πολλές παράδες, λέγανε οι χωριανοί.
Ο μπάρμπα-Μήτρος τα’ βλεπε και δεν μιλούσε, δυσπιστούσε πάντα σ’ αυτά τα ξενοφερμένα ξαφνικά πλούτη. Η σιγουριά γι’ αυτόν ήταν η γης και τα ντουβάρια. Δεν ήθελε για γαμπρό του το φτωχοπαίδι του παλιού παραγιού του. Βαστούσε την παράδοση του σογιού. Σόι παιδιά μου είναι η ανθρωπιά. Άμα δεν την έχεις, όλα τα λεφτά του κόσμου άνθρωπο δεν σε κάμουν.
Μα λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο, γιατί η Φροσυνούλα ερωτεύτηκε τον Νικ. Ή αυτόν ή κανέναν. Τον αγαπώ....
Πριν να δώσει το λόγο ρώτησε τον Κολιό: Και για το ξενοδοχείο τι θα κάνεις;
Πατέρα, το Φροσυνάκι θα ζήσει βασίλισσα. Για χατίρι σου θα μείνω εδώ. Την ευχή μου να’ χετε, είπε ο γέρος.
Έφυγαν για την Αθήνα και μετά ένα μήνα ξαναγύρισαν. Από όσα έλεγε ο Νικ τίποτα δεν έκανε, τάχα περίμενε χρήματα από το Αμέρικα. Πέρασαν άλλοι δυο μήνες, ούτε λεφτά, ούτε αγορές. Ο μπάρμπα-Μήτρος έβλεπε το Φροσυνάκι πότε κλαμένο και πότε χλωμό.
-Τι έχει το κορίτσι και κλαίει και κιτρινίζει; Λέει στη γριά του. Μη τάχα είναι έγκυος και ντρέπεται να το πει.
-Δεν είμαι έγκυος είπε το Φροσυνάκι, μα τα δακρυσμένα ματάκια της δεν άφηναν να κρύψει τον πόνο της.
Ο μπάρμπα-Μήτρος άρχισε να προσέχει τον Κολιό και τον έβλεπε στενοχωρημένο. Κάτι γράμματα περίμενε, κάτι χρήματα μα τίποτα. Τους έπιασε ο χειμώνας.
-Για έλα εδώ, του είπε με τραχύ τρόπο. Για πες μου τι μυστήρια είναι αυτά;
-Παππού συγχώρα με. Λίγα δολάρια είχα και τα ξόδεψα. Δούλευα σε μεταλλεία στο βάθος της γης χωρίς να βλέπω ήλιο δεκαοχτώ χρόνια.
-Μωρέ, καλά κατάλαβα εγώ, είπε ο γέρος. Δεκαοχτώ χρόνια αν έσκαβες εδώ στο φως του ήλιου θα’ σουν νοικοκύρης.
-Να μείνετε εδώ να δουλέψετε τα κτήματα, είπε και στρώθηκε στη δουλειά ο Νικ.
-Τον έστρωσες στη δουλειά τον Αμερικάνο, είπε ένας χωριανός στον μπάρμπα Μήτρο.
-Εμ χαράμικα λεφτά θα τρώει; Την Αμερική την βρήκε εδώ. Ήταν τυχερό του Κολιού του Ζήση να γίνει αληθινός Αμερικάνος από το βιός το δικό μου.
Η κόκκινη γραβάτα με τις γοργόνες ήταν δεμένη φιόγκο στο καθρεφτάκι και στις γαλάζιες χάντρες που στόλιζαν το σαμάρι του γαϊδάρου που κουβαλούσε τον… Αμερικάνο.
Χρόνια πολλά
Καλή Παναγιά
(Μέτσοβο)