Το κέντημα του μαντηλιού…

on .

• Είναι περίεργο, πώς άμα για τον ένα ή τον άλλο λόγο κουραστούν οι άνθρωποι από τη ζωή – τους πολέμους, τον υπερπολιτισμό, τις απολαύσεις και τις συμβατικότητες της αστικής κοινωνίας – γίνονται… τσοπάνηδες, δηλαδή ζητούν την επάνοδο στον απλό και φυσικό ήσυχο βίο των αγροτών και των ποιμένων κι όλα αυτά, όχι φεύγοντας στην εξοχή, αλλά διαβάζοντας έργα ποιητικά ή πεζά, που περιγράφουν τη ζωή, τα αισθήματα και τη νοοτροπία των ανθρώπων του κάμπου και των βουνών.
Κάνοντας εξορμήσεις στη θάλασσα, θυμήθηκα το «κέντημα του μαντηλιού» του Κ. Κρυστάλλη, του ποιητή του βουνού και της στάνης.
Η καρδιά της γυναίκας είναι αναμφισβήτητα το ασφαλέστερο λίκνο της αγάπης.
Μόνο μέσα στη γυναικεία καρδιά μπορεί να αναπτυχθεί μια αγάπη ανιδιοτελής, έτοιμη για κάθε θυσία. Αυτή την αγάπη θέλει να τραγουδήσει ο ποιητής.
Ο κατ’ εξοχήν υμνητής του βουνού και της στάνης θέλει την κόρη σε κάποια ακρογιαλιά,
«Στην άκρη του γιαλού ξανθή κάθεται κόρη…»
Έτσι τη θέλει ο ποιητής, ξανθή, αγγελική σκιά, που κάτω από το γαλανό φέγγος των ματιών της ζει ένας ονειρόπλεχτος κόσμος ελπίδας κι αγάπης.
Στην άκρη του γιαλού η κόρη, ολομόναχη κι εκστατική, αφήνει το χέρι της με λαχτάρα ν’ απλωθεί στον ορίζοντα, να δρέψει την ομορφιά όλου του κόσμου γύρω της κι ύστερα να τη χαράξει με το βελόνι πάνω στο κέντημα, που τη μέρα του γάμου της θα χαρίσει στον αγαπημένο της.
Ολομόναχη στα βράχια της ακρογιαλιάς, με το σιωπηλό όνειρο μες’ την καρδιά της, προσπαθεί ν’ ανακαλύψει με τα μάτια της αγάπης το μυστήριο των όντων που την περιστοιχίζουν κι ύστερα να σημαδέψει πάνω στο λευκό μαντήλι. Αυτόν τον κόσμο τον μυστηριώδη, η κόρη, προσπαθεί να συλλάβει και να αποδώσει στο κέντημά της.
Η αγάπη η αγνή, η καθάρια, η αιώνια φτερώνει το χέρι της κόρης, καθισμένη στην άκρη του γιαλού κεντάει όλο κεντάει…
Πρώτα σημαδεύει ανάλαφρα την πανέμορφη γαλανή θωριά της θάλασσας, γιατί πάντα μέσα απ’ αυτήν ξεπετάγεται, μ’ ένα μικρό κοπάδι άσπρων περιστεριών, η αγάπη.
Από πάνω πλάθει το φωτεινό ουρανοσκέπασμα, με πολυάριθμα αστέρια, που μέσα τους αναδύει η ελπίδα και η απαντοχή, οι μεγάλοι σύντροφοι της αγάπης. Ανάερη η παρουσία των βουνών, αποτελούν ίσως την κεντημένη προσωποποίηση της δύναμης, που είναι απαραίτητη σε κάθε πόνο.
Κι η αγάπη είναι γεμάτη πόνους, πίκρες, θυσίες…
Νερά κρυσταλλένια κυλούν. Στις όχθες τους μια ατέλειωτη φλόγινη ομορφιά από παπαρούνες φέρνει το άρωμα της Άνοιξης.
Πιο πέρα ένα καταπράσινο λιβάδι. Νάρκισσοι στεφανώνουν την ευτυχία, τρελές πεταλούδες κουβαλούν στα χρυσά τους φτερά το μεγαλείο της ζωής, και συνθέτουν σε μικρογραφία έναν παράδεισο.
Έναν παράδεισο γεμάτο φεγγαραχτίδες, λουλούδια και χελιδόνια που φτερουγίζουν συνεχώς.
Κι ανάμεσα σε πυκνές φυλλωσιές αηδόνια που μόνο μια καρδιά μεστωμένη από αγνή αγάπη, κι έτοιμη για κάθε θυσία, θα μπορούσε να ακούσει το αγγελικό τους τραγούδι.
Στη μέση αυτής της μαγείας ρυτιδώνει τα νερά της μια λίμνη.
Είναι μικρή κι είναι απέραντη και μέσα σε κείνη τη μικρή απεραντοσύνη ταξιδεύει ένα πολύχρωμο καΐκι. Όλο φεύγει κι όλο εκεί είναι.
Και μόνο η ξανθή κόρη ξέρει που πηγαίνει, γιατί αυτή έχει το μεγάλο κι ανήσυχο καημό στα στήθη της.
Ένας ολόκληρος κόσμος που αναδίδει ήχους και μύρα και χρώματα στοιβαγμένα πάνω στο μαντήλι μιας κόρης που τη βασανίζει η αγάπη.
Ένα μαντήλι που η μυστική του ύφανση γίνεται με τα δάχτυλα της ψυχής. Ένα ποίημα στην αγάπη, την αστείρευτη, που έχει τη δύναμη να κάνει δικό της ολόκληρο τον κόσμο.
Διαβάζοντας το ποίημα μου ήρθε κατά νου μια άλλη κόρη, η Χλόη (Δάφνις και Χλόη) όπου η υπόθεση διαδραματίζεται και αυτή σε μια παραλία της Λέσβου, που όταν μεγαλώνουν αναλαμβάνουν την βοσκή των κοπαδιών, ενώ η φλόγα της αγάπης αρχίζει να διαφαίνεται στις νεανικές καρδιές τους.
Πιθανόν η κόρη που κεντούσε δεν θα γνώριζε την ύπαρξή τους, γιατί θα κεντούσε την σπηλιά και τις νεράιδες, το πεύκο και την βελανιδιά. Κι εκείνοι καθισμένοι στη ρίζα της να φιλάει ο ένας τον άλλον… Ίσως να είναι βίοι παράλληλοι.

Μέτσοβο