Το παιδαγωγικό νόημα στην αξιολόγηση εκπαιδευτικών

on .

Λαμβάνοντας ως αιτία και αφορμή το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΑΙΘ) για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, θα εκφράσουμε σύντομες και πάγιες παιδαγωγικές θέσεις μας, βασιζόμενοι σε σχετικές παιδαγωγικές θεωρίες και πορίσματα ερευνών.
Οφείλουμε, λοιπόν, να υπογραμμίσουμε ότι η αξιολόγηση ως θεσμός συνδέεται με θετικά και αρνητικά δεδομένα. Από το ένα μέρος η αξιολόγηση συμβάλλει στη διαπίστωση ελλείψεων, ανεπαρκειών και δυνατοτήτων και, επομένως, συνδέεται με ανατροφοδότηση, βελτίωση και πρόοδο και από το άλλο εκλαμβάνεται ως διαδικασία ελέγχου, επιλογής, άρνησης, επιβολής μέτρων και συμμόρφωσης. Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να επισημάνουμε αυτό που έχει αναδειχθεί από τη μέχρι τώρα στάση των εκπαιδευτικών, ότι, δηλαδή, η εκπαιδευτική κοινότητα και, ειδικότερα, ένας μεγάλος αριθμός αιρετών εκπροσώπων της ταυτίζουν την αξιολόγηση με τον αρνητικό πόλο της, χρησιμοποιώντας ως ένα από τα βασικά τους επιχειρήματα το «αμαρτωλό» παρελθόν του «επιθεωρητισμού», ο οποίος, ως γνωστόν, έχει κλείσει τον κύκλο του εδώ και σαράντα χρόνια. Εξάλλου, ας μην ξεχνούμε ότι δεν ζούμε πια σε κοινωνίες παρόμοιες με αυτές που επικρατούσε, σε αισθητό βαθμό, ο αυταρχισμός.
Κατά την άποψή μας, το πρόβλημα της αξιολόγησης συνδέεται με την έλλειψη κουλτούρας αξιολόγησης κατά τη διάρκεια αυτών των σαράντα χρόνων που μεσολάβησαν και, ασφαλώς, με τη δυσπιστία-καχυποψία που έχει εμφιλοχωρήσει στη συμπεριφορά και τη στάση των εκπαιδευτικών. Και η δυσπιστία αυτή δεν οφείλεται μόνο στον θεσμό της «αξιολόγησης», αλλά και σε άλλους παράγοντες που αφορούν αποφάσεις, επιλογές και πρακτικές του ΥΠΑΙΘ, σχετιζόμενες με την εκπαιδευτική πολιτική του. Η δυσπιστία των εκπαιδευτικών συνδέεται, ειδικότερα, με τις προϋποθέσεις, τους σκοπούς, τις διαδικασίες και τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με την αξιολόγησή τους.
Με άλλα λόγια, οι εκπαιδευτικοί θέτουν, όχι αβάσιμα, ζητήματα αξιοπιστίας, εγκυρότητας, αντικειμενικότητας και διαφάνειας των διαδικασιών αξιολόγησής τους. Σαφώς και η αξιολόγηση του προσωπικού δεν είναι μια «εύκολη» και «ευπρόσδεκτη» διαδικασία, δεδομένου ότι ενέχει το στοιχείο του ελέγχου. Αλλά ούτε και αυτοσκοπός και πανάκεια είναι η αξιολόγηση του προσωπικού για όλα τα ζητήματα της εκπαίδευσης. Συνιστά, ωστόσο, έναν θεσμό που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε όλους τους κοινωνικούς οργανισμούς, επομένως και στην εκπαίδευση με τη οποία είναι άρρηκτα και παιδαγωγικά συνδεδεμένος.
Κλείνοντας, είναι ανάγκη να κατανοήσει και η εκπαιδευτική κοινότητα, ότι, όπως σε όλα τα επαγγέλματα, έτσι και στους εκπαιδευτικούς θα υπάρχουν μειοψηφίες που δεν ανταποκρίνονται, στον προσδοκώμενο βαθμό, στον ρόλο τους. Γι’ αυτούς τους εκπαιδευτικούς είναι απαραίτητος, μέσω της αξιολόγησης, ο εντοπισμός των αδυναμιών και των ελλείψεών τους και, συνεπώς, η λήψη μέτρων επιμόρφωσης, διόρθωσης και βελτίωσης, προς όφελος της εκπαίδευσης, των μαθητών και, βεβαίως, του κλάδου των εκπαιδευτικών.
Ως κατακλείδα, η μεγάλη ευθύνη ανήκει στην ηγεσία του ΥΠΑΙΘ, η οποία είναι ανάγκη να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη που είναι ζητούμενο στις σχέσεις της με τους εκπαιδευτικούς και να καταβάλει ειλικρινείς και πειστικές προσπάθειες άρσης της δυσπιστίας και της καχυποψίας τους. Αλλά και οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι ο δογματικός αρνητισμός και, μάλιστα, εκ προοιμίου, δεν είναι συστατικό στοιχείο μιας παιδαγωγικής και δημοκρατικής στάσης και συμπεριφοράς για θέματα που αποσκοπούν στην ανατροφοδοτική και βελτιωτική λειτουργία της εκπαίδευσης.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, υπάρχουν ακόμη περιθώρια βελτίωσης του νομοσχεδίου για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, μέσα από έναν εποικοδομητικό και ειλικρινή διάλογο μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων πλευρών, με γνώμονα την παιδαγωγική αξιοποίηση του θεσμού της αξιολόγησης και, συνεπώς, την αρτιότερη λειτουργία της εκπαίδευσης.

*Ο Χαράλαμπος Κωνσταντίνου είναι Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων-Αντιπρόεδρος Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος