40 χρόνια Ευρωπαίοι…

on .

Η ένταξη της χώρας μας, πριν από 40 χρόνια, στην τότε ΕΟΚ, σήμερα Ευρωπαϊκή Ένωση, με τα πολιτιστικά δεδομένα διαμορφωμένα ήδη από την αρχαιότητα και με βάση τα πολιτικά δεδομένα, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί, ιδιαίτερα μετά την εφτάχρονη -ξενοκίνητη- δικτατορία του 1967, ήταν μονόδρομος για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων. Υπήρχαν μάλιστα στην Ευρώπη εκείνης της εποχής ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες, όπως ήταν ο Μιτεράν, ο Ντελόρ, ο Βιλλυ Μπραντ παλιότερα, ο Σμιτ και ο Κολ που ενέπνεαν εμπιστοσύνη στους πολίτες.
Στο πολιτικό σκηνικό πρωτοστατούσαν δυο γνωστές προσωπικότητες της πολιτικής ζωής: Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με το επαναλαμβανόμενο δόγμα του «ανήκομεν εις την Δύσιν», ο οποίος -λέγεται πως- όταν υπέγραψε τη συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, δήλωσε ότι «εγώ σας έριξα στη θάλασσα, μάθετε κολύμπι να επιπλεύσετε». Στον αντίποδα ο υπό εκκόλαψη πρωθυπουργός είχε την άποψη πως «δεν θα γίνουμε γκαρσόνια της Ευρώπης», σε όλο δε το χώρο της αντιπολίτευσης κυριαρχούσε το γνωστό μέχρι σήμερα σλόγκαν «ΕΟΚ ΚΑΙ ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο».
Στην πορεία διαπιστώθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο πως άρχισαν σιγά – σιγά να εκλείπουν οραματιστές τύπου Ντελόρ και πως στην Ευρώπη ηγέτες αναστήματος άρχισαν να αποτελούν είδος πολυτελείας εν ανεπαρκεία, είτε διότι δεν είχαν επαρκή γνώση των εθνικών και των διεθνών ζητημάτων, είτε διότι δεν ήταν διατεθειμένοι, σε σοβαρά ζητήματα, να τραβήξουν το σχοινί πέρα από το σημείο που να διακινδυνεύουν τα δικά τους συμφέροντα, για τα οποία κυρίως ενδιαφέρονται. Δεν ξέρω π.Χ. αν θυμάστε κάποιον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ονόματι Βαν Ρόμπαϊ ή κάποια βαρωνη Άστον που υποτίθεται ότι ήταν υπεύθυνη για την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική.
Ούτε πάλι, για να έρθουμε στις μέρες μας, θα είστε ικανοποιημένοι από τη στάση του σημερινού προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, ο οποίος ανέχθηκε, στρογγυλοκαθισμένος στη πολυθρόνα δίπλα στον Ερντογάν σκόπιμα να ευτελίζει στο πρόσωπο της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τους ευρωπαικούς θεσμούς και πάνω απ’ όλα, όταν κάθε τόσο ακούτε τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε τόσο, να εξαγγέλλουν μέτρα εναντίον της παραπαίουσας Τουρκίας, τα οποία όμως, στο βωμό των δικών τους συμφερόντων και των χωρών τους, να μην εφαρμόζονται.
Σε εθνικό πάλι επίπεδο τα πράγματα δεν είχαν την εξέλιξη που έπρεπε να έχουν με το τολμηρό αυτό πράγματι εγχείρημα. Ούτε «κολύμπι μάθαμε», όπως μας συμβούλευσε ο Καραμανλής για να «επιπλεύσουμε» σε ένα τόσο ανταγωνιστικό περιβάλλον, ούτε την απαιτούμενη προσπάθεια καταβάλαμε, με την εντύπωση ότι η Ευρώπη θα μας λύσει τα προβλήματα που μας απασχολούν. Παρασυρθήκαμε μάλιστα από κάποιες ευρωπαϊκές διευκολύνσεις -τα γνωστά ευρωπαϊκά προγράμματα, τα οποία, σε μεγάλο βαθμό σπαταλήσαμε άσκοπα στις γνωστές καταναλωτικές μας συνήθειες και φίλο-λαϊκίστικες παροχές των διαχειριστών τους χωρίς κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα.
Τα πρώτα μάλιστα σημάδια αυτής της αλόγιστης και ανεξέλεγκτης τακτικής έκαναν την εμφάνιση τους ήδη από το 1985, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου έβαλε το Σημίτη να νοικοκυρέψει την οικονομία και έκανε την περίφημη δήλωση ότι «ή το Έθνος θα εξαφανίσει το χρέος, ήτο χρέος θα εξαφανίσει το Έθνος». Και τελικά, ύστερα από μια επίπλαστη ευημερία και καταναλωτική παραζάλη, χρεοκοπήσαμε και το Έθνος περιήλθε στη δίνη μιας πολύπλευρης κρίσης, η οποία δεν ήταν μόνο κρίση οικονομική, αλλά ήταν κρίση πνευματική, κοινωνική και πάνω απ’ όλα κρίση πολιτική.
Δηλαδή, για να συνειδητοποιήσουμε την κατάσταση, όπως τη ζήσαμε τα τελευταία δέκα πέντε χρόνια, είναι ανάγκη να παραδεχτούμε και να έχουμε το θάρρος να ομολογήσουμε ότι η εθνική -πολιτική- πορεία που ακολουθήσαμε ,όχι μόνο στον τομέα της πολιτικής ηγεσίας, αλλά και στον τομέα της πολιτικής ζωής -ένα μεγάλο μέρος της οποίας αφορά και εμάς τους πολίτες- ήταν παρόμοια με αυτήν που ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Δε χρειάζονται προς τούτο πολλά παραδείγματα γιατί τα πράγματα τα ζήσαμε και τα συνδιαμορφώσαμε. Πάντως, διαψεύσαμε τον Ανδρέα Παπανδρέου που αποφάνθηκε ότι «δεν θα γίνουμε γκαρσόνια της Ευρώπης» και τελικά τέτοια γίναμε σε μεγάλο βαθμό και περιμένουμε κάθε χρόνο τους τουρίστες για να επιβιώσουμε κι αυτό γιατί καταστήσαμε τον τουρισμό το κύριο όπλο της παραγωγικής μας διαδικασίας και επιβίωσης με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η εμφάνιση του κορωνοϊού το επιβεβαιώνει κατά τρόπο τραγικό.
Ένα μόνο γεγονός θα αναφέρω που τα λέει όλα. Όπως δημοσιεύτηκε στον ευρωπαϊκό τύπο, πριν μερικά χρόνια, με αφορμή την επίσκεψη ενός Έλληνα πρωθυπουργού στη Γερμανία, δημοσιογράφοι ζήτησαν από τη Μέρκελ να τους πει τις εντυπώσεις της από τους Έλληνες πρωθυπουργούς με τους οποίους συνεργάστηκε, από το 2005 που ανέλαβε καγκελάριος και εκείνη απάντησε: Γνώρισα και συνεργάστηκα με όλους τους Έλληνες πρωθυπουργούς. Ήταν όλοι τους καλά παιδιά.
Όταν διάβασα στο διαδίκτυο τη δήλωση της Μέρκελ, θυμήθηκα το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει ένα από τα μαθήματα που οργανώνονταν, κάθε Τετάρτη στο θέατρο «ΑΘΗΝΑΙΟΝ», όταν ήμουν φοιτητής. Το θέμα που απασχόλησε τους συμμετέχοντες στο «Στρογγυλό Τραπέζι» τους συνομιλητές ήταν ερωτηματικό: Αν δηλαδή ένας Λαός οικονομικά εξαρτημένος μπορεί να είναι εθνικά ανεξάρτητος. Και η απάντηση -συμπερασματικά- στο ερώτημα ήταν αρνητική.
Αργότερα που ασχολήθηκα με τους Εθνικούς μας Ευεργέτες, με εντυπωσίασε ένα παρόμοιο μήνυμα που έστειλε προς όλους τους Έλληνες ο εμπνευστής και συν-δημιουργός του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Νικόλαος Στουρνάρης, με τούτη την αξιοπρόσεκτη φράση: «Παν Κράτος καταναλίσκον, ως η Ελλάς, περισσότερα παρ’ όσα παράγει, δεν δύναται να ορθοποδήση επί πολύ και αποβαίνει δέσμιον ενός άλλου οικονομικού Κράτους».
Παρ’ όλα αυτά είμαστε, εδώ και 40 χρόνια, Ευρωπαίοι -και θα παραμείνουμε- γιατί η παραμονή μας αυτή, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν είναι απλώς «μια κάποια λύση», όπως τυχόν θα επαναλάμβανε, αν ζούσε σήμερα ο Καβάφης, αλλά είναι η μόνη λύση.