Η Άλωση της Κων/πολης κατά τον ιστορικό Κριτόβουλο

on .

 Η 29η Μαΐου είναι μια θλιβερή επέτειος για τον ελληνισμό. Την αποφράδα αυτή ημέρα (Τρίτη, 29 Μαΐου 1453) έγινε η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους, η οποία οδήγησε στην κατάρρευση της χιλιόχρονης βυζαντινής αυτοκρατορίας και καταδίκασε ένα ολόκληρο έθνος, το ελληνικό, σε σκληρή δουλεία τετρακοσίων και πλέον ετών. Για το σημαντικότατο αυτό γεγονός, που άλλαξε τη ροή της ιστορίας σε ανατολή και δύση, έγραψαν πολλοί ιστορικοί της εποχής εκείνης, Έλληνες και ξένοι. Μεταξύ των σύγχρονων με την Άλωση ιστορικών ξεχωρίζει μια τετράδα Ελλήνων που φέρουν το όνομα «ιστορικοί της Αλώσεως». Είναι οι Δούκας, Κριτόβουλος, (Σ)Φραντζής και Χαλκοκονδύλης οι οποίοι κατέγραψαν εκτενώς εκείνα τα δραματικά γεγονότα.
Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το πρώτο βιβλίο της Ιστορίας του Κριτόβουλου και αναφέρεται στην τελευταία δραματική επίθεση του Μωάμεθ Β΄, στην εισβολή των Οθωμανών στην πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη και στις πρώτες φρικαλεότητές τους μετά την άλωσή της. Το παραθέτουμε μεταφρασμένο (με μετάφραση όσο γίνεται πιο κοντά στο πρωτότυπο).
Σημειώνουμε εδώ ότι ο Μιχαήλ Κριτόβουλος γεννήθηκε στην Ίμβρο γύρω στα 1410. Ήταν άνθρωπος λόγιος, γνώστης των αρχαίων Ελλήνων κλασικών αλλά και των δυτικών ρευμάτων γύρω από την κλασσική παιδεία και τον ανθρωπισμό. Ως ιστορικός μιμείται τον Θουκυδίδη και προσπαθεί να είναι σαφής και αμερόληπτος.
Δεν υπήρξε αυτόπτης των γεγονότων της Άλωσης, τα οποία εξιστορεί στο πρώτο βιβλίο του συγγράμματός του, αλλά τα πληροφορήθηκε από διάφορες πηγές, τα μελέτησε διεξοδικά και διαμόρφωσε την άποψη ότι οι Έλληνες έπρεπε να προσεγγίσουν τον ισχυρότατο νέο ηγέτη, για να αποφύγουν τις σφαγές, τους εξευτελισμούς και τον εξανδραποδισμό. Γι’ αυτό, ως ένα σημείο, στο έργο του, που περιλαμβάνει πέντε βιβλία, αφηγείται ουσιαστικά τα κατορθώματα δεκαεπτά χρόνων της βασιλείας του Πορθητή του οποίου προσπαθεί να αποσπάσει την ευμένεια.
Δεν φαίνεται να πέτυχε πλήρως ό,τι προσδοκούσε και τελείωσε τη ζωή του σε μοναστήρι ως απλός μοναχός.
Απόσπασμα από το πρώτο βιβλίο της Ιστορίας του Κριτόβουλου
Ο Ιουστίνος (Ιουστινιάνης) μαζί με τους δικούς του και οι Ρωμαίοι (οι Έλληνες) που ήταν σ’ αυτή τη θέση, αγωνιζόμενοι γενναία με μυτερά ξύλα, παλτά, ακόντια, μακρά δόρατα και μερικά τέτοια αγχέμαχα όπλα (γιατί η μάχη γινόταν με τα χέρια) κατέστελλαν την ορμή τους (των αντιπάλων) και τους εμπόδιζαν να περάσουν μέσα από το σταύρωμα (το περίφραγμα με πασσάλους). Ακουγόταν λοιπόν δυνατή κραυγή και από τους δύο αντιπάλους και υπήρχε βία ανάμεικτη (και από τα δύο μέρη) καθώς βλασφημούσαν, έβριζαν, απειλούσαν, έσπρωχναν, σπρώχνονταν, χτυπούσαν, χτυπιόνταν, σκότωναν, σκοτώνονταν και έκαναν όλα τα φοβερά με θυμό και οργή· και εδώ μπορούσε να δει κανείς να διεξάγεται κραταιά μάχη και μάλιστα εκ του συστάδην από άνδρες που μάχονταν γενναία με ακμαιότατο φρόνημα και για μέγιστα κατορθώματα, καθώς οι μεν αντιμάχονταν με όλες τους τις δυνάμεις για να εξοντώσουν βίαια αυτούς που αντιστέκονταν, να καταλάβουν το τείχος και να περάσουν μέσα στην πόλη με σκοπό να στραφούν εναντίον παιδιών και γυναικών και των πιο πολύτιμων, οι δε άλλοι αγωνίζονταν τον καλόν αγώνα για να τους απωθήσουν και να φυλάξουν τα υπάρχοντα αγαθά, αν και τελικά δεν μπόρεσαν να υπερισχύσουν και να τα σώσουν. Αλλά έπρεπε κάποτε και οι ταλαίπωροι Ρωμαίοι (Έλληνες) να υπαχθούν κάτω από τον ζυγό της δουλείας και να δοκιμάσουν τις δυσκολίες της. Διότι, ενώ ήδη πολεμούσαν με γενναιότητα και δεν υπολείπονταν σε τίποτε ως προς την προθυμία και την τόλμη κατά την διάρκεια του αγώνα, χτυπιέται καίρια ο Ιουστίνος με βέλος από αυτά που προέρχονταν από (πολεμική) μηχανή.
Το βέλος τον βρήκε στο στέρνο και δημιούργησε διαμπερές τραύμα δια μέσου του θώρακα. Αμέσως μετά το χτύπημα, πέφτει κάτω στο σημείο που πολεμούσε και τον μεταφέρουν σε κακή κατάσταση στη σκηνή του. Όμως διαλύονται και όλοι όσοι ήταν μαζί του έχοντας χάσει το θάρρος τους από το ατύχημά του· και εγκαταλείψαντες το σταύρωμα και το τείχος όπου πολεμούσαν, σε ένα μόνον απέβλεπαν, να τον μεταφέρουν μακριά στα πλοία και να μεταφερθούν και οι ίδιοι σώοι, αν και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τους παρακαλούσε θερμά και τους είχε υποσχεθεί ότι θα παρέμεναν λίγο χρόνο έως ότου κοπάσει ο πόλεμος. Όμως αυτοί δεν το δέχτηκαν, αλλά πήραν τον αρχηγό τους και προχωρούσαν οπλισμένοι προς τα πλοία τρέχοντας γρήγορα χωρίς να νοιάζονται για τίποτε άλλο.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εξασθενημένος από τη στέρηση των οπλιτών και μην έχοντας καθόλου τι να κάνει (γιατί δεν είχε άλλους άντρες για να γεμίσει τις εγκαταλειφθείσες θέσεις και τα τμήματα αυτών που είχαν φύγει αμέσως, ενώ ταυτόχρονα ο πόλεμος συνεχιζόταν με σφοδρότητα και όλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους και αγωνίζονταν στα δικά τους τμήματα και τις δικές τους θέσεις), όμως μαζί με τους Ρωμαίους (τους Έλληνες) που είχαν μείνει στη θέση αυτή και τους δικούς του (πολύ λίγους αριθμητικά) στάθηκε μπροστά στο σταύρωμα και πολεμούσε γενναία.
Ο βασιλιάς Μεχέμετις (ο Μωάμεθ), μόλις κατάλαβε ότι το σταύρωμα και το άλλο γκρεμισμένο τμήμα του τείχους ήταν άδειο από άντρες και έρημο από αυτούς που μάχονταν στην πρώτη γραμμή (γιατί συνέβαινε να αγωνίζεται κάπου εκεί κοντά), κι ακόμα ότι οι άντρες έφευγαν κρυφά, ενώ αυτοί που έμεναν στις θέσεις τους πολεμούσαν χωρίς σθένος λόγω του μικρού αριθμού τους, ήταν πλέον σίγουρος από την παραπάνω εικόνα τόσο για τη φυγή των στρατιωτών όσο και για την εγκατάλειψη του τείχους. Αμέσως τότε φώναξε πολύ δυνατά: «Έχουμε, φίλοι μου, είπε, την πόλη, την έχουμε πια· μας φοβούνται και φεύγουν οι άντρες· δε μπορούν πλέον να παραμένουν· το τείχος είναι γυμνό από τους προμάχους· το έργο μας χρειάζεται λίγο ακόμα κόπο και η πόλη αλώθηκε. Λοιπόν μη δείξετε αδυναμία και δειλία, αλλά προχωράτε με θάρρος στη μάχη και φανείτε άντρες γενναίοι. Κι εγώ είμαι μαζί σας».
Μετά τα λόγια αυτά, μπήκε πρώτος και οδηγούσε ο ίδιος το στράτευμα. Τότε οι στρατιώτες τρέχοντας με αλαλαγμούς και με φρικαλέα κραυγή προλαβαίνουν τον βασιλιά και προχωρούν εναντίον του σταυρώματος· εκεί έγινε τρομερή μάχη για αρκετό χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα να τρέπονται σε φυγή οι Ρωμαίοι (Έλληνες) που ήταν στη θέση αυτή και οι εχθροί να ανεβαίνουν βίαια επάνω στο σταύρωμα· και έτσι άλλους μεν από αυτούς τους ρίχνουν στο χαράκωμα που ήταν ανάμεσα στο μεγάλο τείχος και στο σταύρωμα, βαθύ και δύσβατο, και όλους αυτού τους κατασφάζουν, άλλους δε τους σπρώχνουν μέσ’ από τη μικρή πόρτα του Ιουστίνου (Ιουστινιάνη), που αυτός είχε ανοίξει στο μεγάλο τείχος για να περνάει πρόχειρα προς το σταύρωμα. Και γίνεται εδώ σπρώξιμο και μεγάλη σφαγή από τους (Τούρκους) οπλίτες αυτών που τυχαία βρέθηκαν, αφού είχαν τρέξει μαζί άτακτα και άλλοι από πολλά σημεία, όχι λίγοι, προς το μέρος που ακουγόταν η βοή· όπου πέφτει νεκρός και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος πολεμώντας γενναία μαζί με τους δικούς του.
Εν τω μεταξύ οι οπλίτες (Τούρκοι) χύνονταν μέσα από τη μικρή πόρτα εναντίον της πόλης, ενώ άλλοι εισορμούσαν και δια μέσου του γκρεμισμένου μεγάλου τείχους· ολόκληρο δε το άλλο στράτευμα, που ακολουθούσε, με σπρωξίδι και βία εισορμούσε φανερά πλέον σκορπιζόμενο σε ολόκληρη την πόλη.
Από τη μεριά του ο βασιλιάς (ο Μωάμεθ) στεκόταν μπροστά στο μεγάλο τείχος, όπου ήταν η μεγάλη σημαία και το «σύνθημα», παρακολουθώντας τα διαδραματιζόμενα· γιατί ήδη είχε αρχίσει και να ξημερώνει. Εκεί έσφαξαν πολλούς από αυτούς που βρέθηκαν μπροστά τους, καθώς άλλοι ήταν στον δρόμο (γιατί μερικοί είχαν βγει ήδη από τα σπίτια τους τρέχοντας προς το μέρος της βοής και χωρίς να το περιμένουν έπεφταν νεκροί από τα ξίφη των στρατιωτών), άλλοι πάλι (βρίσκονταν) μέσα στα ίδια τους τα σπίτια όπου έμπαιναν βίαια οι γενίτσαροι και οι άλλοι στρατιώτες χωρίς καμιά ευπρέπεια και περίσκεψη, ενώ κάποιοι (πολίτες) είχαν το σθένος και να αντισταθούν. Ήταν όμως και αυτοί που είχαν καταφύγει στους ναούς και ικέτευαν: άντρες, γυναίκες, παιδιά, όλοι γενικά χωρίς να υπάρχει (από τους εχθρούς) καμία λύπηση. Οπωσδήποτε ο σκοπός τους ήταν να φοβίσουν με δυνατές φωνές, να τρομοκρατήσουν τα πάντα και να υποδουλώσουν με τις σφαγές.
Και όταν χόρτασαν από τη σφαγή και η πόλη ήδη είχε υποδουλωθεί, άλλοι κατευθύνονται στα σπίτια των ισχυρών κατά συμμορίες, συνωμοσίες και τμήματα για να αρπάξουν και να καταστρέψουν, άλλοι για να συλήσουν τους ναούς, ενώ πολλοί διασκορπίζονται στα κοινά σπίτια των ιδιωτών αρπάζοντας, σκυλεύοντας, ληστεύοντας, σκοτώνοντας, βρίζοντας, παίρνοντας αιχμαλώτους άντρες, γυναίκες, παιδιά, γέροντες, νέους, ιερείς, μοναχούς, απλά ανθρώπους κάθε ηλικίας και τάξης.
Και ήταν ένα θέαμα φοβερό και ελεεινό και πέρα από κάθε τραγωδία να το βλέπει κανείς: γυναίκες δηλαδή νέες, φρόνιμες, ευγενείς, από καλές οικογένειες που ως επί το πλείστον έμεναν στα σπίτια τους και δεν είχαν περάσει ούτε την πόρτα της αυλής τους· και κόρες σεμνές, ωραίες και ηθικές από λαμπρά σπίτια που μέχρι τότε δεν τις είχαν αγγίξει καθόλου αντρικά μάτια, άλλες να σέρνονται με τη βία έξω από τις κρεβατοκάμαρες με ωμότητα και συγχρόνως να αρπάζονται με αναίδεια, ενώ για άλλες που κοιμόνταν ακόμα ήταν ένα κακό όνειρο να στέκονται πάνω από τα κεφάλια τους άντρες με ξίφη, με ματωμένα τα χέρια τους από τη σφαγή, βγάζοντας θυμό, αιμοχαρείς, μιλώντας ακατάληπτα, που δεν είχαν νιώσει ντροπή για όλα τα χείριστα […] Και τι φοβερό δεν έκαναν! Λένε μάλιστα ότι πολλές από αυτές τις κόρες και μόνο που είδαν την τρομερή τους όψη και τους άκουσαν, παρά λίγο να χάσουν τη ζωή τους.
Αλλά και έντιμους γέροντες τους τραβούσαν από την άσπρη γενειάδα και τους χτυπούσαν ανελέητα· ακόμα παρθένες μοναχές σεμνές, κλεισμένες εντελώς (στα μοναστήρια) που ήταν αφοσιωμένες και ζούσαν μόνο για τον Θεό, στον οποίο αφιέρωσαν τον εαυτό τους, άλλες τις έβγαζαν βίαια από τα δωμάτια σέρνοντάς τες, άλλες τις αποσπούσαν από τους ναούς στους οποίους κατέφευγαν, αρπάζοντάς τες με ύβρεις και ατιμίες, ενώ αυτές έσκιζαν τα μάγουλά τους με οιμωγές και θρήνους και έκλαιγαν πικρά. Επίσης παιδιά μικρά τα αποσπούσαν σκληρά από τις μητέρες τους και κόρες τις χώριζαν ελεεινά από τους νιόπαντρους άντρες τους· και μύρια άλλα δεινά είχαν κάνει….
***
Oι εικόνες που περιγράφει ο Κριτόβουλος στο παραπάνω απόσπασμα, τις πρώτες ημέρες της Άλωσης, είναι πραγματικά εφιαλτικές. Δείχνουν τη βαρβαρότητα του κατακτητή που ξεπέρασε κάθε όριο και συγχρόνως προδιαγράφουν τα δεινά που επρόκειτο να ακολουθήσουν. Και η μαρτυρία αυτή έχει μεγαλύτερη σημασία δεδομένου ότι προέρχεται από τον Κριτόβουλο που ήταν υπέρ της συνεννόησης με τους Τούρκους. Ωστόσο η ιστορία ακολούθησε τον δρόμο της. Ο τουρκοκρατούμενος ελληνισμός στη διάρκεια των επόμενων τεσσάρων αιώνων ποτέ δεν πίστεψε ότι η κατάσταση που βίωνε θα ήταν μόνιμη. Ήλπιζε και περίμενε κρατώντας με νύχια και με δόντια τη γλώσσα του, τη θρησκεία του, τις εθνικές μνήμες και παραδόσεις του, τα ήθη και έθιμά του. Και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, επαναστάτησε για να απαλλαγεί από τα δεσμά του. Η απόφασή του ήταν: ελευθερία ή θάνατος.
H ελληνική επανάσταση του 1821 υπήρξε κοσμοϊστορικό γεγονός. Συντάραξε τους λαούς της Ευρώπης, δημιούργησε ένα μεγάλο ρεύμα φιλελληνισμού με τους ηρωικούς αγώνες και το γενναίο φρόνημα των Ελλήνων και οδήγησε, ύστερα από πολλές αντιξοότητες, στη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους, μικρού στην αρχή, αλλά αποφασισμένου να μεγαλώσει, ώσπου, ύστερα από πολλούς είναι αλήθεια κραδασμούς, νέους πολέμους και πολλές θυσίες έφθασε στη σημερινή του μορφή.
Εφέτος γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης. Στην επετειακή αυτή χρονιά έχουμε όλοι χρέος, εκτός από τις πολύμορφες εκδηλώσεις, να γυρίσουμε στο παρελθόν, να το μελετήσουμε, να δούμε με πνεύμα καθαρό πώς πορευτήκαμε αυτά τα κρίσιμα χρόνια ως έθνος και ως κράτος. Αυτό θα μας βοηθήσει να πάρουμε κατά το δυνατόν σωστές αποφάσεις και να ατενίσουμε ενωμένοι με πίστη και αισιοδοξία το μέλλον που δεν προμηνύεται εύκολο για την πατρίδα μας.