Εκκλησία: Η κιβωτός του Έθνους στα χρόνια της δουλείας…

on .

Ο επίσημος εορτασμός των διακοσίων χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης των προγόνων μας του 1821, δίνει την ευκαιρία για κάποιους απολογισμούς, κάποιες εκτιμήσεις.

Το 1453, το Ελληνο-Βυζαντινό κράτος είχε καταστεί «κουφάρι» χάρη στις «φιλότιμες» προσπάθειες, που κατέβαλαν από τις 12 Απριλίου 1204 και συνέχεια τα εξ «Εσπερίας νέφη» του Βατικανού, ξεκινώντας με τους σταυροφόρους. Έτσι, προετοίμασαν την εύκολη κυριαρχία των Οθωμανών στην Ανατολή και η Βασιλίδα των πόλεων εάλω.

Μετά από αυτό, ο υπέροχος λαός του Ελληνοβυζαντινού κράτους έμεινε στο έλεος του κατακτητή. Ενός κατακτητή που δεν διακρίνονταν και τόσο από ανθρωπιστική συμπεριφορά. Έντρομος ο λαός αυτός για την τύχη του και απροστάτευτος, όπως οι νεοσσοί που μένουν χωρίς μητρική στοργή.
Την κρίσιμη εκείνη ώρα η Εκκλησία έγινε η κιβωτός του Έθνους στα χρόνια της δουλείας. Και η αλήθεια αυτή έχει την υπογραφή του μεγάλου Άγγλου ιστορικού Στήβεν Ράνσιμαν. Ένα από τα σημαντικότερα έργα του είναι: «Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία». Φυσικά, εννοεί την Ορθόδοξη Εκκλησία και τον Ελληνισμό στη διάρκεια της τουρκοκρατίας και γράφει: «Ο Ελληνισμός επέζησε γαλουχούμενος από την Εκκλησία, επειδή οι Έλληνες δεν έπαψαν ποτέ να ελπίζουν και να κάνουν σχέδια για την ημέρα που θα ανακτούσαν την ελευθερία τους…».
Ο κορυφαίος Έλληνας ιστορικός Κων/νος Παπαρρηγόπουλος στο μνημειώδες σύγγραμμά του «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» επιβεβαιώνει την αλήθεια αυτή με τα εξής λόγια: «Το Ελληνικόν Έθνος δεν διεσώθη, τουλάχιστον δεν διέσωσε την ιστορικήν αυτού αξίαν ειμή (=παρά μόνον) διά της μετά του Χριστιανισμού συμμαχίας…».
Δύο είναι οι λόγοι για τους οποίους ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ επέλεξε τον Γεννάδιο Πατριάρχη – Εθνάρχη των Ελλήνων: Πρώτος, για να επανέλθουν οι Έλληνες στην πόλη που ερημώθηκε μετά την άλωση και δεύτερο να μη υπάρξει περίπτωση να επέμβει ο Πάπας διότι ο Γεννάδιος ήταν ανθενωτικός.
Κατά την άλωση ο Γεννάδιος αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στην Αδριανούπολη. Για τους λόγους που είδαμε πιο πάνω ο Μωάμεθ τον εξέλεξε Πατριάρχη. Ως Πατριάρχης ήταν μία εξέχουσα προσωπικότητα εκκλησιαστική και εθνική. Χάρη στην προσωπικότητά του μπόρεσε να διατηρήσει άσβεστη τη φλόγα του Πατριαρχείου, το οποίο συν τω χρόνω δραστηριοποιήθηκε και αποτέλεσε την Κιβωτό του Γένους.
Το 1454 ίδρυσε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Αλλά αν ο Γεννάδιος με το κύρος του πέτυχε την ίδρυση και λειτουργία της Σχολής αυτής, στον υπόλοιπο Ελληνικό κόσμο τα πράγματα ήταν τραγικά. Θα το κατανοήσουμε αυτό αν λάβουμε υπόψη μερικά πράγματα: Οι Οθωμανοί Τούρκοι δεν έστησαν κράτος θεμελιωμένο σε οποιεσδήποτε αρχές. Δεν είχαν κράτος όπως το εννοούμε σήμερα.
Είχαν μία αυτοκρατορία αυθαιρεσίας, όπου ο κάθε Μπέης, κάθε Αγάς και Πασάς είχε το δικαίωμα να αδειάζει πάνω στους Γραικούς όλη τη βρώμα και την κακότητα της ψυχής του. Δεν υπήρχε νόμος που να απαγορεύει τη λειτουργία σχολείων. Υπήρχαν, όμως, οι Μπέηδες, οι Αγάδες και οι Πασάδες, οι οποίοι έκαναν, ό,τι ήθελαν στην περιοχή τους, χωρίς να δίνουν λόγο σε κανέναν. Η διδασκαλία ήταν κρυφή από τον Τούρκο δυνάστη όχι όμως από κάποιο νόμο.
Δεν απαγορεύτηκε με νόμο ούτε η λειτουργία της εκκλησίας, αλλά ο Γραικός πήγαινε στην εκκλησία του με τον τρόμο να του σφίγγει την καρδιά.
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι αν το σχολείο ήταν κρυφό ή φανερό στους αγάδες, που δεν επέτρεπαν τίποτε χωρίς αφόρητες και ταπεινωτικές ανταποδόσεις, χωρίς ανταλλάγματα. Το ζήτημα είναι ότι η Εκκλησία κράτησε μέσα στον νάρθηκα ακοίμητη λαμπάδα τη γλώσσα την ελληνική. Η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία στους χαλεπούς ιστορικούς χρόνους ήταν αυτή που διέσωσε την ελληνική γλώσσα, την πνευματική κληρονομιά των αρχαίων ενδόξων προγόνων.
Βοήθησε τον Ελληνικό λαό «επισυνάγουσα τους χειμαζομένους πιστούς, ον τρόπον επισυνάγει όρνις τα εαυτής νοσσία υπό τας πτέρυγάς της» (συγκεντρώνοντας τους πιστούς που υπέφεραν, όπως συγκεντρώνει η όρνιθα τους νεοσσούς της (τα πουλάκια της) κάτω από τις φτερούγες της).
Ήταν αδύνατο να διασωθεί η ελληνική γλώσσα χωρίς την Εκκλησία. Στα πέτρινα εκείνα χρόνια, ο παπάς μάθαινε τα παιδιά γράμματα με το Ψαλτήρι. Το Ψαλτήρι είχε μεγάλη απήχηση στην ψυχή του υπόδουλου Έλληνα, διότι «μερικοί από τους ψαλμούς είχαν αλληγορική σημασία για τους Έλληνες, λες και ήταν επίτηδες γραμμένοι γι’ αυτούς». Η οκτώηχος επίσης πολύ σημαντική βοήθεια πρόσφερε στο θέμα της γλώσσας.
Ο Κοσμάς ο Αιτωλός και ο Νεκτάριος Τέρπος δύο πράγματα δίδασκαν: Ορθοδοξία και γλώσσα…
Ο Νίκος Σβορώνος (αριστερός) στο σύγγραμμά του «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», έκδοση Θεμέλιο, 1999, σελίδες 48-49, γράφει: «Η Εκκλησία, όταν πέρασε το πρώτο χτύπημα της κατάκτησης, θα συνεχίσει το έργο της ανασυγκρότησης της πνευματικής ζωής των Ελλήνων… Η Εκκλησία παραμένει σ’ όλη την περίοδο, από τον ΙΕ (15ο) ως το τέλος του ΙΖ (17ου) αιώνα, η κατευθυντήρια δύναμη του Έθνους. Επικεφαλής της εθνικής αντίστασης σ’ όλες τις μορφές της, εργαζομένη για το σταμάτημα των εξισλαμισμών, συμμετέχοντας σ’ όλες τις εξεγέρσεις, ακόμα και διευθύνοντάς τες (έχει να δείξει μεγάλο αριθμό νεομαρτύρων, που είναι σύγχρονα και ήρωες της χριστιανικής πίστης και της εθνικής αντίστασης), ρυθμίζει επίσης την πνευματική ζωή».
Στις 9-9-1945, δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» άρθρο του Νίκου Ζαχαριάδη με τον τίτλο «Ορθοδοξία» και αναδημοσιεύτηκε στο «Ποντίκι» στις 31-8-2000.
Ανάμεσα στα τόσα άλλα γράφει: «Η Ορθόδοξη ανατολική Εκκλησία και η Χριστιανική Θρησκεία γενικότερα, όπως την εκφράζει η Εκκλησία αυτή παίξαν, όχι μόνο στη Ρωσία, μα και στα Βαλκάνια, έναν προοδευτικό ρόλο, τόσο σαν παράγοντας που διευκόλυνε και επιτάχυνε την εθνική διαμόρφωση συσπείρωση και ανάπτυξη, παρέχοντας ενιαία ιδεολογικά πλαίσια, όσο σαν στοιχείο, που στα χρόνια του εξανδραποδισμού και της σκλαβιάς, κάτω από την Οθωμανική τυραννία, συνέτεινε σημαντικά και ουσιαστικά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Είναι αναρίθμητα τα παραδείγματα, που δείχνουν, ότι Ταγοί και απλοί στρατευόμενοι της εκκλησιαστικής ιεραρχίας πάλαιψαν με το τουφέκι στο χέρι, στο πλευρό του λαού και ότι μοναστήρια και μοναστήρια είχαν μεταβληθεί σε μπαρουταποθήκες και λαϊκά φρούρια!..». Νομίζει κανείς ότι διαβάζει Μακρυγιάννη…
Τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση κάποιοι μιλούσαν άπρεπα για τον κλήρο. Τότε ο Μακρυγιάννης έγραψε στα «Απομνημονεύματά» του: «…Και είπαν οι άθρησκοι λόγια άπρεπα διά τους παπάδες. Εμείς με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν ολούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Και αυτός ο Σταυρός μας έδωκε την νίκη και έχασε τον άπιστον Τούρκον. Τόση μικρότη (μικρότητα) στον Σταυρό, τον σωτήρα μας!
Και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, οπού τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους. Εμείς τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Όχι μόνον διά να ευλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας ωσάν λεοντάρια. Ντροπή Έλληνες!».
Εις τον αγώνα της πατρίδος συνεχίζει ο Μακρυγιάννης στα μοναστήρια γινότανε τα μυστικοσυμβούλια, συνάζονταν τα λίγα αναγκαία του πολέμου και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι οι περέτες (=υπηρέτες) των μοναστηριών και των εκκλησιών. ΤΡΙΑΝΤΑ ΙΕΡΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕ ΜΕΝΑ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟΙ ΕΞΩ ΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥΣ και εις το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήνα…».
Επομένως, εύκολα μπορεί να βγάλει κανείς το συμπέρασμα, όταν γράφει ο Μακρυγιάννης ότι μαζί του σκοτώθηκαν τριάντα ιερείς. Μπορούμε να υπολογίζουμε τι έγινε σε όλα τα σώματα στη διάρκεια εννέα χρόνων που κράτησε η Επανάσταση!..
Οι ιστορικοί με συγκεντρωμένα όλα τα στοιχεία αναφέρουν, ότι την ελευθερία μας τη χρωστάμε, εκτός από τους χιλιάδες ήρωες πολεμιστές και στους 10 πατριάρχες, τους 100 επισκόπους, τους έξι χιλιάδες (6.000) ιερείς που θυσιάστηκαν στην Τουρκοκρατία και στην Επανάσταση, όπως παραδέχεται ο τότε Γάλλος Πρόξενος στην Πάτρα Πουκεβίλ…
Τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Κλήρου στην Επανάσταση του 1821, τον παραδέχονται και Τούρκοι ιστορικοί. Ο ιστορικός Μώραλη Μελίκ Μπέης γράφει για την ταχεία εξάπλωση της Επανάστασης του 1821 στην Πελοπόννησο: «Ενταύθα τον λαόν υπεκίνησαν οι προεστώτες (κοτζαμπάσιδες) και κυρίως οι Μητροπολίται και γενικώς οι ανήκοντες εις τον Κλήρον, δηλαδή οι πραγματικοί ηγέτες του Έθνους, ενώ εις την Ρούμελην έγινε το εναντίον. Δηλαδή πρώτοι εκινήθησαν οι πλοίαρχοι και ο λαός, εξαναγκάσαντες αυτοί τους αρχηγούς του Έθνους να συμμετάσχουν…».
Ο Τούρκος Πασάς και ιστορικός Τζεβεντέτ στο σύγγραμμά του «Ιστορία της Τουρκίας από της Συνθήκης του Κ. Καϊναρτζή (1774) μέχρι της καταστροφής των Γενιτσάρων (1826), γράφει και για την Επανάσταση του 1821 (τόμος 11ος, σελ. 61 και εξής): «Η προς επανάστασιν ροπή των Ελλήνων είναι υπόθεσις παλαιά. Όταν ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’, ο πορθητής, εκυρίευσε την Κων/πολιν, ήταν φυσικόν ότι εις τις καρδιές των ηττηθέντων και υποταγέντων Ελλήνων έμεινεν ο προς επανάκτησιν της ανεξαρτησίας και κρατικής εξουσίας πόθος. Κατόπιν, όμως, διενοήθησαν να μείνουν ανεξάρτητοι και επανεστάτησαν (…). Καθήκον των τότε κυβερνώντων την Τουρκίαν ήταν να διδάξουν εις τους Έλληνες την τουρκικήν γλώσσαν και φιλολογίαν, να συνηθίζουν αυτούς εις τα ωραία μουσουλμανικά ήθη και έθιμα…
Από όσα αναφέρονται πιο πάνω φαίνεται καθαρά ο εθνοσωτήριος ρόλος της Εκκλησίας τόσο στη διάρκεια της φοβερής δουλείας, όσο και στον μεγάλο αγώνα της Επανάστασης. Αυτά για όσους βλέπουν το 1821 με τις κομματικές ιδεοληψίες που παραμορφώνουν την αλήθεια και δεν αποδίδεται η οφειλόμενη τιμή σ’ εκείνους που θυσιάστηκαν για να ζούμε σήμερα ελεύθεροι.
Αποκορύφωμα η άρνηση της τιμής που πρέπει στη θυσία του εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’. Με τη θυσία του έσωσε τον Ελληνικό λαό από τη γενική σφαγή που ετοιμάζονταν να διατάξει ο Σουλτάνος. Όταν έμαθε την επανάσταση του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, ορκίστηκε στην ιερή σημαία του προφήτη να λυτρώσει το Ισλάμ με γενική σφαγή, του ελληνικού γένους σε όλο το Δοβλέτι, για να ησυχάσει για πάντα από το ενοχλητικό γένος των απίστων Γκιαούρηδων. Για να γίνει όμως αυτό έπρεπε να κηρύξει ιερό πόλεμο κατά των απίστων «εναντίον αυτών των ταπεινών ερπετών, που επιχείρησαν να δαγκάσουν το χέρι του αφέντη τους», όπως έλεγε ο Σουλτάνος…
Στις 8 Μαρτίου 1821, αναγνώστηκε σε όλα τα τζαμιά της Κων/πολης φιρμάνι με το οποίο ζητούσε από τους πιστούς του προφήτη να είναι έτοιμοι και άγρυπνοι να χτυπήσουν, όταν τους δοθεί εντολή, τους εντός του Κράτους ευρισκομένους εχθρούς.
Για να πραγματοποιηθεί, όμως, αυτό και να είναι σύμφωνο με τα προστάγματα του Κορανίου από τη μια, αλλά και να φανατισθεί ο λαός τόσο πολύ, έπρεπε να εκδώσει φετφάν (=διάταγμα) για την κήρυξη ιερού πολέμου ο Σεϊχουλισλάμ, δηλ. ο θρησκευτικός ηγέτης των Μωαμεθανών.
Ευτυχώς, ο τότε Σεϊχουλισλάμ, ο Χατζή Χαλήλ ήταν άνθρωπος με αγαθά αισθήματα, ανθρωπιστής πραγματικός. Όταν τον κάλεσε ο Σουλτάνος και του ζήτησε να εκδώσει τον φετφάν, ο Χατζή Χαλήλ του ζήτησε λίγο χρόνο, για να το σκεφθεί.
Ο Οικουμ. Πατριάρχης πληροφορήθηκε όλα αυτά και έτρεξε στην κατοικία του Σεϊχουλισλάμ. Ο Γρηγόριος τον εξώρκισε εν ονόματι του Θεού και του ανθρωπίνου δικαίου να αποτρέψει την άδικη γενική σφαγή.
Ο Σεϊχουλισλάμ του απήντησε: Μην αμφιβάλλετε για την φιλανθρωπία μου και την ειλικρίνεια του χαρακτήρα μου. Αλλά, αποδείξατέ μου ότι η επανάστασις αυτή (στη Μολδαβία) δεν έχει γενικόν χαρακτήρα, δηλώσατέ μου ότι η πλειονότης του έθνους σας δεν είναι ένοχος, για να έχω κάπου να στηρίξω την απόφασή μου.
Ο Πατριάρχης υποσχέθηκε αυτή την επίσημη απόδειξη. Με την πεποίθηση πλέον ότι η Δαμόκλειος σπάθη κρέμονταν από μια κλωστή πάνω από τα κεφάλια όλων των Ελλήνων, αποφάσισε την έκδοση αφορισμού (των επιτιμίων) κατά του Υψηλάντη και των συνεργατών του.
Πάνω στα έγγραφα αυτά στηρίχτηκε την άλλη μέρα ο Σεϊχουλισλάμ όταν παρουσιάστηκε στο Σουλτάνο και προσπάθησε να τον μεταπείσει από την στυγερή απόφασή του. Ο Σουλτάνος όμως επέμενε και τότε ο μωαμεθανός ιεράρχης αρνήθηκε κατηγορηματικά την έκδοση του φετφά…
Η γενική σφαγή των Ελλήνων αποφεύκτηκε. Αλλά, ο Σεϊχουλισλάμ επλήρωσε τα γενναία του αισθήματα με τη ζωή του. Εξωρίστηκε αμέσως και καθ’ οδόν δολοφονήθηκε από τους ανθρώπους που τον συνώδευαν, με εντολή του Σουλτάνου.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες και την απειλή του αφανισμού του ελληνικού στοιχείου, η τυχόν άρνηση του Γρηγορίου να εκδώσει τον αφορισμό, θα ισοδυναμούσε με το μεγαλύτερο έγκλημα κατά του Ελληνικού Γένους.