Θύμησες από Κάλαντα…

on .

Πέρασαν τα Χριστούγεννα και πλησιάζει η Πρωτοχρονιά, όμως φέτος όλα είναι διαφορετικά. Δεν ήχησαν των παιδιών τα τρίγωνα, και δεν θα ψάλλουν ούτε τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς.
Μόνο τα δικά μας εγγόνια μέσα στο σπίτι γύρω από το δέντρο θα τα «πούνε» στους παππούδες, να πάρουν το χαρτζιλίκι και τα δώρα.
Η αλήθεια είναι ότι σε όποια ηλικία και να είμαστε μας έρχονται θύμησες από τα κάλαντα. Τα δικά μας, των χρόνων εκείνων. Βέβαια άλλα χρόνια εκείνα, τα δικά μας, φτωχικά, κι άλλες εποχές.

Έτσι λοιπόν περιμένοντας τις άγιες αυτές ημέρες, έβγαλα από το συρτάρι κάρτες με χριστουγεννιάτικες εικόνες, όπως τη φάτνη, τον Αϊ Βασίλη, στάθηκα και κοίταξα με προσοχή τον θαυμάσιο πίνακα του Νικηφόρου Λύτρα «Τα Κάλαντα». Νόμιζα ότι άκουγα τις χαρούμενες φωνούλες των παιδιών, που την άγια αυτή μέρα της Χριστιανοσύνης βγαίνουν στους δρόμους να ψάλλουν το πατροπαράδοτο «Καλημέρα, Να τα πούμε;».
Η συνηθισμένη αυτή ερώτηση φαίνεται ότι πήρε καταφατική απάντηση, αν κρίνει κανείς από το ότι τα πέντε παιδιά έχοντας ήδη αρχίσει να παίζουν, αλλά και από τη χαρούμενη έκφραση που παιχνιδίζει στα μάτια τους. Τα παιδιά ελπίζουν σε μερικά χρήματα ή λιχουδιές.
Η απεικόνιση είναι αριστοτεχνική. Όλα φορούν εθνικές ενδυμασίες, πράγμα που προδίδει ότι βρισκόμαστε σε χωριό, πριν πολλά χρόνια. Από τα σκουφάκια που φορούν καταλαβαίνουμε ότι η νύχτα δεν είναι και τόσο γλυκιά είναι κρύα χειμωνιάτικη.
Ένα παιδί παίζει φλογέρα, ένα άλλο τύμπανο και τα υπόλοιπα τρία τραγουδούν. Το σπίτι φαίνεται παλιό, όπως τα δικά μας τότε με ψηλό μαντρότοιχο και μια γλάστρα σ’ ένα περβάζι. Από το ύψος του τοίχου, δίπλα στα κλαδιά ενός δέντρου, με φόντο το ασημένιο φεγγάρι, προβάλλει ένα κεφάλι παιδικό. Τι να σημαίνει άραγε; Το πρόσωπό του ανέκφραστο δεν μας επιτρέπει να καταλάβουμε αν κοιτάζει τα παιδιά με ζήλεια ή παράπονο. Αν κοιτάζει με παράπονο, είναι φανερή η αιτία: Ή δεν βρήκε παρέα ή δεν είχε μουσικό όργανο για να πει κι αυτός τα κάλαντα. Στην εξώπορτα στέκεται η σπιτονοικοκυρά, το πρόσωπό της εκφράζει δυσφορία, χαρά συμπόνια; Άγνωστο. Ποιος ξέρει που να ταξίδευε η σκέψη της.
Θυμάμαι κάποτε τέτοια μέρα μια παρέα παιδιών που είχαν πάει στην Πόλη να πούνε τα κάλαντα για να βγάλουν μεγαλύτερο χαρτζιλίκι προκειμένου να πάρουν μια μπάλα δερμάτινη.
Γυρίζοντας ευχαριστημένα σούρουπο για τα σπίτια τους βλέπουν έναν γέρο ζητιάνο να γυρνά πίσω στο σπίτι του. Μπροστά ο γέρος πίσω τα παιδιά.
Ξαφνικά ο γέρος μπαίνει σε ένα καλυβόσπιτο. Για μια στιγμή ακούστηκαν φωνές, μετά όμως ακούστηκαν κλάματα. Η παιδική περιέργεια νίκησε το φόβο και έχωσαν τα κεφάλια τους στην πόρτα. Είδαν μια νέα γυναίκα στο κρεβάτι του πόνου, γιατί ήταν χλωμή, ένα παιδάκι και τον γεροζητιάνο. Τα κέρματα που μάζεψαν και που αντιπροσώπευαν τη μπάλα που θελαν να αγοράσουν τα έριξαν σε ένα μαντήλι. Χτύπησαν την πόρτα του γέρου άφησαν κάτω το μαντήλι και έφυγαν τρέχοντας. Τα παιδιά γύριζαν πίσω λέγοντας:
Νιώθω σαν τον Βαλτάσαρ λέει ο ένας
Εγώ σαν τον Μελχιορ
Κι εγώ σαν τον Γκάσπαρ.
Πήρα τα μάτια μου από την κάρτα κι αγνάντεψα πέρα ψηλά τα βουνά που τα ακρόκορφά τους σκεπάζει το πρώτο χιόνι. Η μνήμη με ταξιδεύει στα παιδικά μου χρόνια, στο χωριό μου, που παραμονές Χριστουγέννων πηγαίναμε με τη μάνα στο νταμάρι και διάλεγε μια μαυρόπλακα που θα την έβαζε πάνω στην πυροστιά να κάνει τα σπάργανα του Χριστού.
Την άλλη μέρα θα πηγαίναμε με τον αχώριστό μου φίλο να πούμε τα κάλαντα. Θα έρχονταν χαράματα να με ξυπνήσει, αψηφώντας το αγιάζι τα σκυλιά και τα παγανά «καλικάντζαροι». Έπαιρνε να χαράξει την ώρα που σφιχταγκαλιάζονται το φως με το σκοτάδι ξεκινούσαμε να «πούμε» τα κάλαντα. Η αμοιβή μας ήταν δεκάρες, εικοσάρες, πενηνταράκια, ζαχαρικά, κανένα αβγό.
Ανταμώναμε και με άλλα παιδιά και μας ειδοποιούσαν ότι στο τάδε σπίτι δίνουν καλό χαρτζιλίκι, στο άλλο μην πάτε δεν ανοίγουν, χαμένος κόπος.
Τα σπίτια τότε στα χωριά ήταν αραιοκατοικημένα και να πάς από το ένα στο άλλο ήθελες πολύ περπάτημα.
Τι ωραία χρόνια κι εκείνα, δεν ξεχνιούνται κι ας μην είχαμε στολισμένα δέντρα, λαμπιόνια κι ας μην αλλάζαμε δώρα και ας μην γευόμαστε τόσες λιχουδιές; Καταΐφι, μπακλαβά, μελομακάρονα κουραμπιέδες όπως σήμερα μόνο ελπίδες για ένα καινούργιο και ευτυχισμένο χρόνο.
Αλλά κι αυτά τα φετινά Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά μέσα στην πανδημία μόνο θλίψη μας φέρνουν. Γι’ αυτό ας απευθυνθούμε στον καινούργιο χρόνο με ένα ποίημα πολύ επίκαιρο:
Καινούργιε χρόνε, φέρε μας
ξανά το παραμύθι
κι άναψε δυνατή φωτιά στο τζάκι το σβησμένο.
Φέρε μας πάλι στην καρδιά το γέλιο της ελπίδας
την όμορφη απαντοχή για κείνα που θα ρθούνε.
Κάποιο παιχνίδι, ένα πουλί, που να μιλά για Αγάπη
Μια κούκλα σαν Βασίλισσα, φέρε την στολισμένη
τ’ όμορφο τ’ αρχοντόπουλο, καβάλα στ’ άλογό του.
Καινούργιε χρόνε τ’ όνειρο, που οι καιροί το πήραν
κάνε απόψε να φανεί για μια στιγμή μπροστά μας.
Κι’ αν δεν μπορείς σ’ όλα αυτά τίποτα να μας φέρεις
που την ψυχή μας τη
βαριά μια νύχτα ν’ αλαφρώσει
λυπήσου χρόνε τα παιδιά και μη τα ξεγελάσεις
σου τραγουδούν χαρούμενα και σε καλωσορίζουν,
Αρχιμηνιά κι’ αρχή χρονιά κι’ αρχή καλός μας Χρόνος…

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
Μέτσοβο