Τηγανίτες στην πλάκα…

on .

Ό πως ενθυμούμαι εδώ και πολλά χρόνια το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων σχεδόν όλες οι οικογένειες των χωριών έφτιαχναν τηγανίτες στην πλάκα.
Το πρόβλημα των περισσοτέρων οικογενειών ήταν η εξεύρεση πλάκας. Όσες μεν είχαν τακτοποιήσει την πλάκα της προηγούμενης χρονιάς δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα. Οι άλλες τη βδομάδα προ των Χριστουγέννων μεριμνούσαν να βρουν πλάκα. Η πλάκα αυτή ήταν μαυρόπλακα διαστάσεων περίπου 50Χ40 εκατοστών και όχι τελείως ορθογώνια και το πάχος γύρω στα 5 εκατοστά και από τη μια όψη της λεία και τούτο για να γυρίζουν εύκολα τις τηγανίτες ώστε να ψηθούν και από τις δύο πλευρές.
Αφού την εύρισκαν έφτιαχναν καλή φωτιά από πουρναρίσια ξύλα και την έβαζαν πάνω στην πυροστιά για να «καεί» καλά, γιατί υπήρχε το ενδεχόμενο να σπάσει ή να ραγιστεί. Μετά την έβαζαν σε κάποια θέση να μην υπάρχει κίνδυνος να τη σπάσει κάποιος.
Το πρωί της παραμονής την έβαζαν όρθια στην άκρη της γωνιάς κοντά στη φωτιά για να ζεσταθεί, να προθερμανθεί.
Με το σούρουπο η νοικοκυρά ετοίμαζε τη ζύμη, στην οποία έριχνε και λίγη μαγιά για να φουσκώσει ώστε οι τηγανίτες να γίνουν στερίκοβες όπως τις έλεγαν. Το αλεύρι έπρεπε να είναι «καθάριο» όπως έλεγαν το σταρένιο και αλεσμένο σε νερόμυλο. Ανακάτωναν τη ζύμη με ξύλινη κουτάλα, που έμοιαζε με μεγάλο κουτάλι.
Στη συνέχεια μαζεύονταν όλη η οικογένεια γύρω από τη γωνιά, έβαζαν την πλάκα στην πυροστιά και αφού ζεσταίνονταν, καίγονταν καλά, ήταν έτοιμη και η ζύμη, η μάνα ή η βάβω άρχιζε με την κουτάλα να ρίχνει πάνω στην πλάκα με προσοχή τόσες τηγανίτες όσες χωρούσε η πλάκα. Η κάθε τηγανίτα ήταν περίπου ίδια με τη σημερινή πίτα, με την οποία σήμερα στις ψησταριές τυλίγουν τα σουβλάκια και το γύρο, αλλά πιο λεπτή.
Αφού ψήνονταν καλά από τη μία πλευρά, τις γύριζαν με την ξύστρα και από την άλλη πλευρά. Μετά ψημένες τις έβγαζε και τις έβαζε σε ένα ταψάκι. Στο τέλος έριχναν καναδυό πολύ μεγάλες, για να αντιπροσωπεύουν τα σπάργανα του Ιησού Χριστού. Τέλος έβγαζαν την πλάκα στην αυλή.
Ηρεμούσαν για λίγο και η μάνα έβαζε μερικές σε ένα ταψάκι, έπαιρνε το τηγάνι, έριχνε ανάλογο νερό και αν είχαν μέλι έριχνε στο τηγάνι όσο χρειάζονταν, αν δεν είχε μέλι έριχνε ζάχαρη. Έβαζε το τηγάνι στη φωτιά και αφού ζεσταίνονταν καλά το νερό και έλειωνε το περιεχόμενο, μέλι ή ζάχαρη, το έριχνε στις τηγανίτες που είχε βάλει στο ταψάκι, τις μέλωνε. Μάλιστα, τις σκέπαζε με μεγαλύτερο ταψί να μελώσουν γρήγορα, να γλυκάνουν.
Αφού κρύωναν οι τηγανίτες τις μοίραζε σε πιάτα και ο καθένας έπαιρνε το δικό τους. Έκαναν το σταυρό τους, έλεγαν «Χρόνια Πολλά» και άρχιζαν το φαγητό.
Υπήρχαν και φαμελιές που δεν έφτιαχναν τηγανίτες στην πλάκα, αλλά στο τηγάνι με λάδι.
Κατά τη βδομάδα από τα Χριστούγεννα μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στους επισκέπτες, που πήγαιναν σε διάφορα σπίτια το κέρασμά τους ήταν κάποιο ποτό, που για μεζέ συνοδεύονταν με μελωμένες τηγανίτες ή του τηγανιού, αν η οικογένεια εκείνη δεν είχε φτιάξει της πλάκας.
Στις πόλεις καθώς και κάποιες οικογένειες στα χωριά έφτιαχναν τηγανίτες στο τηγάνι με λάδι, κάτι που και σήμερα συνηθίζουν σε διάφορα χρονικά διαστήματα να φτιάχνουν πολλές οικογένειες.