Το πολιτικό μας σύστημα…

on .

 Μέσα σ’ αυτή την πρωτοφανή για τα παγκόσμια δεδομένα λαίλαπα που έσπειρε ο κορωνοϊός, υπήρξαν και δυο ευχάριστες νότες που ήταν μια όαση στην απέραντη πολιτική έρημο της εποχής μας.

Στην πρώτη φάση της επιδρομής του κορωνοϊού που η εξέλιξή της ήταν ευνοϊκή για τον τόπο μας βγήκε ο Διονύσης Σαββόπουλος και κρίνοντας την εξέλιξη αυτή είπε, με το γνωστό του ύφος, ότι, επιτέλους, η γνώση μπήκε μπροστά από την πολιτική. Και πραγματικά αυτό είχε συμβεί. Αυτό όμως δεν είχε διάρκεια, καθώς η πολιτική δεν εννοεί να απαλλαγεί

από τις κακές της συνήθειες.
Τις τελευταίες μέρες που ζούμε σε παγκόσμια κλίμακα τη δεύτερη φάση αυτής της λαίλαπας και όλων οι σκέψεις στρέφονται στα διεθνή κέντρα της έρευνας και της επιστήμης για το αναμενόμενο σωτήριο εμβόλιο, ήρθε η δεύτερη -διπλή για τη χώρα μας- είδηση ότι η παρασκευή του πολυπόθητου εμβολίου βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο και αναμένεται σύντομα η προμήθειά του και ότι ο Διευθύνων Σύμβουλος και Πρόεδρος της παρασκευάστριας εταιρίας είναι Έλληνας, από εκείνους που διαπρέπουν στο εξωτερικό.
Σύντομα όμως από το ζενίθ της επιστήμης και της τέχνης επιστρέψαμε στο ναδίρ της πολιτικής πραγματικότητας που έφτασε στην κορύφωσή της με την τελευταία συζήτηση στη Βουλή γύρω από αυτό το σοβαρό πρόβλημα. Και το αποτέλεσμα ποιο ήταν; Ότι στη χώρα μας -βέβαια και σε πολλές άλλες χώρες-υπάρχει σοβαρό πολιτικό πρόβλημα στο οποίο οφείλεται η χρεοκοπία που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια στον οικονομικό τομέα -γιατί στον κοινωνικό, πολιτικό και πνευματικό τομέα το πρόβλημα είναι παλιό, αλλά κάνουμε πως δεν το καταλαβαίνουμε γιατί ξέρουμε ότι υπαίτιοι αυτού του συνθετικού προβλήματος είμαστε κι εμείς οι ίδιοι. Και αυτό, όσο κι αν στενοχωρεί κάποιους θέλω, με έμφαση, να το επισημάνω και να ξεκαθαρίσω ότι το πολιτικό πρόβλημα στη χώρα μας δεν είναι πρόβλημα των πολιτικών αλλά είναι πρόβλημα ημών των πολιτών. Και για όσους έχουν τυχόν απορία ή αμφισβητούν αυτή την εκδοχή υπάρχει από παλιά η ξεκαθαρισμένη άποψη του Γεώργιου Σκληρού, του πρωτοπόρου Έλληνα σοσιαλιστή επιστήμονα, ο οποίος μέσα από «Τα Σύγχρονα Προβλήματα του Ελληνισμού» μας έστειλε το μήνυμά του:
«Καλά, Λαέ, αυτά που λες είναι άγια, αλλά πώς συμβαίνει όλοι οι βουλευτές που εσύ ο ίδιος τους εκλέγεις, να είναι συμφεροντολόγοι, αριβίστες, ελαστικοί στις ιδέες και στα καθήκοντά τους; Από πού βγήκαν αυτοί; Πέσανε από τον ουρανό ή είναι σαρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστών σου; Γιατί φωνάζεις εναντίον τους και δεν φωνάζεις εναντίον του εαυτού σου; Δεν κατάλαβες ακόμα πως όλα τα ελαττώματα αυτά που αποδίδεις στους πολιτικούς σου, τα ’χεις και συ ο ίδιος όχι σε μικρότερο βαθμό;».
Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ο Κυριάκος, ο Αλέξης, η Φώφη, ο Βαρουφάκης και ο Βελόπουλος, είτε τους επαινούμε, είτε τους κατηγορούμε, είμαστε εμείς οι ίδιοι, ο Σπύρος, ο Κώστας, ο Γιώργος, η Αθηνά, η Ελένη, όσο κι αν κάνουμε ότι δεν το καταλαβαίνουμε.
Και μη νομίσετε ότι το θέμα είναι τωρινό και αφορά τη δική μας εποχή. Είναι παλιό και έχει τις ρίζες του στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του Ελληνικού Κράτους. Όσοι έχετε διαβάσει το Μακρυγιάννη ίσως να μην προσέξατε μια λεπτομέρεια που όμως έχει τη σημασία της: «Θέλουν τώρα -γράφει- άλλος να μας κάνει Άγγλους, άλλος Γάλλους κι άλλος Ρούσσους. Εγώ θέλω να τηράξω την πατρίδα οπού γεννήθηκα».
Αυτή τη λεπτομέρεια υπενθύμισε προς τους Ακαδημαϊκούς της χώρας μας, κατά την επίσημη ανακήρυξή του ως επίτιμου μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, ο Μίκης Θεοδωράκης, προς τους οποίους υπενθύμισε: «Πιστεύω πως η ελευθερία που μας παρέδωσαν οι αγωνιστές του 1821 δεν κατόρθωσε επί δύο σχεδόν αιώνες να στεφθεί με την απόκτηση της πλήρους Εθνικής Ανεξαρτησίας και μας έχει καταντήσει λαό ανάπηρο και ανίκανο να εκμεταλλευθεί και να αναδείξει όχι μόνον τον φυσικό μας πλούτο, αλλά κυρίως τον ανθρώπινο στους κρίσιμους τομείς της Κοινωνίας και του Πνεύματος. Για τον λόγο αυτό συμφωνώ με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο που επισημαίνει πως η σύγχρονη Ελλάδα έγινε από τις εξαιρέσεις της». Αυτήν την κατάσταση ακόμα και ο μέσος Έλλην τη γνωρίζει και όμως την ανέχεται ή κάνει πως δεν την καταλαβαίνει και γίνεται ένα με αυτήν. Δεν υπακούει στη λογική, υπακούει στα πάθη του.
Και η αιτία; Απλούστατα, ο ραγιαδισμός τεσσάρων αιώνων είναι ένας ιός που δεν αποβάλλεται εύκολα. Και, όπως ξέρουμε, του ραγιαδισμού κύριο γνώρισμα είναι η ευτέλεια προς τον κρατούντα και αυτή η ευτέλεια σπάνια μετατρέπεται σε αντίδραση. Εδώ την απάντηση την έχουν δώσει οι ψυχολόγοι: Η ιδιότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου να δημιουργεί συνήθειες -μας λένε- είναι όπως η τεχνολογία και είναι στη δική μας διάκριση να τις μετατρέπουμε σε δημιουργικές ή καταστροφικές. Να τις αλλάξουμε όμως εκ των υστέρων, αν δεν είναι αδύνατο, είναι οπωσδήποτε δύσκολο. Τέτοιου είδους συνήθεια είναι ο ραγιαδισμός που μας κληροδότησε η τουρκοκρατία. Και από αυτή μεν απαλλαχθήκαμε πριν από διακόσια χρόνια, όμως αυτή διατηρήθηκε γιατί τα χρόνια που τη δημιούργησαν ήταν τετρακόσια, εκεί δε που ήταν πεντακόσια εξακολουθεί να μας διαφεντεύει ακόμα.
Από τη μάστιγα του ραγιαδισμού εύκολα προσβάλλεται κάποιος, ιδιαίτερα εκείνοι που θητεύουν στην πολιτική, όταν βέβαια την αντιμετωπίζουν όχι ως λειτούργημα για να προσφέρουν, αλλά ως επάγγελμα για να ζήσουν και να απολαύσουν. Κι αν ο σουλτάνος που τον έχει προκαλέσει έχει εκλείψει, τη θέση του την έχει πάρει η εξουσία. Αυτή είναι για τους πολιτικούς ηγέτες πιο βασανιστική και από το σουλτάνο, με συνέπεια, όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τους πολίτες, να βασανίζεται πρώτα ο ίδιος προκειμένου με κάθε μέσο να την από αποκτήσει και να τη διατηρήσει και στη συνέχεια να βασανίζει τους πολίτες προκειμένου να ικανοποιήσει τις δικές τους επιθυμίες αφού από αυτούς εξαρτάται η δική του εξουσία. Και ενός κακού ηγουμένου μύρια έπονται. Τέτοιου είδους κακό στην αρχαιότητα ήταν η δημαγωγία και σήμερα τη θέση την έχει πάρει ο λαϊκισμός. Μορφή ραγιαδισμού -πιο οδυνηρή ακόμη- γιατί έχει χτυπήσει ανελέητα πολιτικούς και πολίτες, οπότε με αγαστή συνεργασία οδηγούν τους λαούς και τα Έθνη στη κατάσταση που βρίσκονται σήμερα.
Αυτή την κατάσταση, σε ό,τι αφορά τον τόπο μας διεκτραγωδεί στα «Δημόσια και Ιδιωτικά» ο Ελύτης καθώς άκουγε στο ραδιόφωνο, λόγο πολιτικού αρχηγού έναν «λόγο χωρίς την απαιτούμενη δομή, άλλ’ αντ´ άλλων, φτήνια και μακρηγορίες, χωρίς αντίκρισμα». Κάτι παρόμοιο δηλαδή με αυτά που ακούμε κι εμείς από τους πολιτικούς μας αρχηγούς κατά τις «συζητήσεις» τους στη Βουλή ή από τους βουλευτές μας στις πρωινές τηλεοπτικές εμφανίσεις τους. Και αντί όλοι να αγανακτούμε, άλλοι ευχαριστιούνται ή δυσαρεστούνται, ανάλογα με τις κομματικές τους πεποιθήσεις και έτσι το πολιτικό πρόβλημα διαιωνίζεται.