Κάλλιον το προλαμβάνειν ή το… θεραπεύειν;

on .

Στις αρχές του έτους, όταν η ανθρωπότητα βρέθηκε αντιμέτωπη με τον COVΙD-19 και την απροθυμία της κομμουνιστικής Κίνας να δώσει στην δημοσιότητα όσα στοιχεία είχε στη διάθεσή της, οι κυβερνήσεις των χωρών του βορείου ημισφαιρίου και κυρίως της Ευρώπης και της Αμερικής βρέθηκαν ανέτοιμες και απόλυτα αιφνιδιασμένες.

Οι συνέπειες είναι γνωστές και το δράμα που εξελίχθηκε αρχικά στην Ιταλία και στη συνέχεια στην Ισπανία και τη Γαλλία, δεν έχει όρια. Κι απ’ ότι φαίνεται, ούτε και τελειωμό!

Το πρόβλημα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση, ήταν πιο σύνθετο σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, καθότι παρουσιάστηκε η πανδημία σε μια περίοδο που η οικονομία της χώρας βρίσκεται στα κακά της τα χάλια και όλες οι υποδομές και πλουτοπαραγωγικές πηγές της είναι υποθηκευμένες με απεχθέστατους όρους στους δανειστές, για σχεδόν εκατό χρόνια. Από την άλλη, ο ελληνικός λαός που κλήθηκε να πληρώνει επί μία δεκαετία την άφρονα διαχείριση της εξουσίας και την ανεπάρκεια όλων ανεξαιρέτως των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης, βρέθηκε αντιμέτωπος με τις συνέπειες μιας πανδημίας, βαθιά απογοητευμένος και ανήσυχος για το μέλλον του και το μέλλον της Ελλάδας, βλέποντας τα παιδιά του να φεύγουν κατά εκατοντάδες χιλιάδες στο εξωτερικό προς αναζήτηση ευκαιριών και αξιοπρεπούς βίου.
Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση, πέραν της άγνωστης συμπεριφοράς του ιού και της κατάστασης της οικονομίας, είχε να αντιμετωπίσει: 1ον Μια αδίστακτη και μικρόψυχη αντιπολίτευση -και αυτό αποδεικνύεται σήμερα περίτρανα με τον διχαστικό λόγο που προβάλλει- η οποία ήταν έτοιμη από την πρώτη στιγμή να την κατηγορήσει ότι δεν έλαβε πολύ αυστηρά μέτρα, στέλνοντας τον λαό στο θάνατο και στη δυστυχία προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου. 2ον Ένα ανεπαρκές σύστημα υγείας που παρέλαβε από τους προηγούμενους. 3ον Έναν λαό με «μεσογειακές» εξάρσεις στη συμπεριφορά του, ο οποίος δεν είναι συνηθισμένος στον έλεγχο και την εφαρμογή του νόμου. 4ον Τον υψηλό μέσο όρο της ηλικίας των πολιτών με ότι αυτό συνεπάγεται.
Παρά το περίπλοκο του προβλήματος η κυβέρνηση, όπως αναγνωρίστηκε διεθνώς, στην πρώτη φάση κατόρθωσε να επιτύχει το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τις δυνατότητες του συστήματος υγείας προς όφελος των πολιτών.
Ωστόσο, όταν έχεις να αντιμετωπίσεις τέτοιες καταστάσεις δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν επιπτώσεις και να μην απαιτηθούν συμβιβασμοί. Οι επιπτώσεις αφορούν κυρίως τους δείκτες της οικονομίας και οι συμβιβασμοί στην πολιτική σκοπιμότητα που ακολουθήθηκε, η οποία είχε δυστυχώς αρνητικό αντίκτυπο κυρίως προς την επιστημονική ομάδα, της οποίας οι προτάσεις έδειξαν ανακολουθία και προβλημάτισαν μια μερίδα του ελληνικού λαού που κακώς, κάκιστα, χαρακτηρίστηκαν ως «ψεκασμένοι».
Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να αποφευχθούν οι τοποθετήσεις των επιστημόνων για τη χρησιμότητα ή όχι της μάσκας, η οποία δεν επηρεάζεται από τα χαρακτηριστικά και τις μεταλλάξεις του ιού. Η μάσκα ή προστατεύει ή δεν προστατεύει. Δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η επιστήμη υποτάχθηκε στην πολιτική διότι αρχικά όταν υπήρχε έλλειψη στην αγορά δαιμονοποιήθηκαν οι μάσκες, ενώ στη συνέχεια, όταν δημιουργήθηκε επάρκεια, η μάσκα χαρακτηρίσθηκε ως απαραίτητη για την προστασία από τον ιό!
Φτάνοντας στο «δια ταύτα», δυστυχώς με το δεύτερο κύμα, η εικόνα που έχουμε σήμερα αναφορικά με το ποσοστό των κρουσμάτων σε πανελλήνιο επίπεδο, δεν είναι τόσο καθαρή όσο θα έπρεπε. Αυτό συμβαίνει γιατί απλούστατα τα στοιχεία με τα οποία τροφοδοτείται το μαθηματικό μοντέλο που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις προτάσεις της επιτροπής (αλήθεια έχει ψυχολόγους στη σύνθεσή της;) και συνεπώς τις αποφάσεις της κυβέρνησης, δεν είναι όσο θα έπρεπε ακριβή. Για να είναι ακριβή τα στοιχεία, θα πρέπει το δείγμα (όσοι υποβάλλονται στο COVID τεστ) να είναι τυχαίο και αντιπροσωπευτικό. Επιπλέον, να γίνεται ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια. Παρουσιάζεται το φαινόμενο σε μία Περιφέρεια να γίνονται πολλοί έλεγχοι και σε γειτονική της σχεδόν καθόλου.
Και γίνομαι πιο σαφής. Με το να βγάζουμε κάποια συνεργεία στις πλατείες και να εξετάζουμε όσους προσέρχονται εθελοντικά, απλώς κάνουμε μία ανίχνευση. Δεν εκμεταλλευόμαστε τη δειγματοληψία η οποία ακολουθώντας τον νόμο των πιθανοτήτων θα μας οδηγούσε σε ασφαλή συμπεράσματα όπως θα έπρεπε. Οδηγούμαστε μόνο σε επισφαλείς εκτιμήσεις.
Αν για να έχουμε τυχαίο και αντιπροσωπευτικό δείγμα απαιτείται νομοθετική ρύθμιση, η πολιτεία είναι υποχρεωμένη να το πράξει αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο πολιτικό κόστος, καθότι αν μας βρει και τρίτο κύμα χωρίς να έχουμε δειγματοληψία που να παράγει αποτελέσματα κοντά στην πραγματικότητα, να γνωρίζουμε επιτέλους το ποσοστό των κρουσμάτων τουλάχιστον κατά περιοχή, είναι πολύ πιθανό να οδηγηθούμε σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.