Μαθητής στο Γυμνάσιο Βοστίνας την πρώτη ημέρα του Πολέμου…

on .

Είκοσι έξι Οκτωβρίου 1940, Σάββατο, εορτή του Αγίου Δημητρίου, γιόρταζα… Κυριακή 27 Οκτωβρίου, μετά τον εκκλησιασμό και τις ευχές, στο προαύλιο της εκκλησίας, οι συζητήσεις στρέφονταν στο φάσμα του πολέμου: Οι μετακινήσεις των Ιταλικών στρατευμάτων προς τα σύνορα γίνονταν πλέον προκλητικά, απροκάλυπτα!

Τα εκστρατευτικά σώματα των Ιταλών συγκεντρώνονταν κατά μήκος των συνόρων. Κύριος στόχος να σπάσουν την αντίσταση των Ελλήνων στη διάβαση του Καλπακίου προς τα Γιάννενα. Το απόγευμα της Κυριακής πέρασα νωχελικά, με σκεπτικισμό και φόβο, χωρίς διάθεση για διάβασμα.
Δευτέρα 28 Οκτωβρίου, ώρα πέντε παρά λίγο, ξύπνησα ανόρεχτα. Πήγα στην τουαλέτα και γύρισα στο κρεβάτι τρέμοντας από το κρύο. Τυλίχτηκα στη βελέντζα, άνοιξα το βιβλίο της φυσικής κι άρχισα να διαβάζω. Όμως ακούω ομοβροντίες. Νόμισα πως ήταν αστραπές!
Όλη την εβδομάδα έβρεχε. Ωστόσο, έσβησα την πετρελαιολάμπα. Άνοιξα το παράθυρο, έβγαλα το κεφάλι μου έξω και ψιχάλες δρόσισαν το μέτωπό μου. Διαπιστώνω πως οι ομοβροντίες ήταν από την έκρηξη όλμων και χειροβομβίδων. Ταυτόχρονα, ακούω κροταλίσματα πολυβόλων και ατομικών όπλων. Σημεία που επιβεβαίωναν την έναρξη του πολέμου…
- Γιώργο, φωνάζω, ξύπνα, δεν ακούς! Πόλεμος, άρχισε ο πόλεμος. Πάμε, πάμε στο σχολείο να δούμε τι θ’ απογίνουμε!
Φθάσαμε από τους πρώτους. Ούτε ο Γυμνασιάρχης, ούτε κάποιος καθηγητής βρίσκονταν εκεί! Σε δευτερόλεπτα φάνηκε ο κ. Λύβας, ο Γυμναστής μας. Ψυχωμένος άντρας, παρά το μικρό του μπόι! Μας ηρέμησε και μας συνέστησε να περιμένουμε τον Γυμνασιάρχη. Η συνάθροιση συνεχίζονταν με γοργό ρυθμό. Ο Γυμνασιάρχης δεν εμφανίζονταν! Ήταν στο τηλεγραφείο καθηλωμένος στο τηλέφωνο και περίμενε οδηγίες από το κέντρο.
Στην αναστάτωση και την αναμπουμπούλα έχασα τον Γιώργο. Ανταμώσαμε μετά από 18 χρόνια σ’ ένα σχολείο του Ζαγορίου. Εκείνος Δάσκαλος κι εγώ Σχολίατρος. Το ίδιο έντονη ήταν η χαρά μου όταν, μετά τον ξεσηκωμό των Αλβανών και το άνοιγμα των συρματοπλεγμάτων, αντάμωσα με τους Βορειοηπειρώτες συμμαθητές μου, Δημήτρη Τούλιο, Θανάση Τρίχα, Μενέλαο Δαλιάνη και πολλούς άλλους. Πολίχνη η Πωγωνιανή (Βοστίνα), κολλητή στα σύνορα, δίνει την ευκαιρία στα Βορειοηπειρωτόπουλα να σπουδάζουν.
Με την ευκαιρία, οφείλω να τονίσω ότι η εκπαίδευση ήταν πολύ ανώτερη και αποδοτικότερη, πολλών άλλων εκπαιδευτηρίων της εποχής. Σ’ αυτό συνέβαλλαν η άρτια μόρφωση των εκπαιδευτικών, η συνέπεια και ο ζήλος να εκπαιδεύουν. Μεταξύ καθηγητών και μαθητών επικρατούσαν ο σεβασμός, η εκτίμηση, η κατανόηση και κυρίως η αγάπη, ο ζήλος και η διάθεση για αποδοτικότερο έργο!
Σε δύο χρόνια κλείνω τα εκατό! Δεν τους λησμονώ και ούτε παύω να τους μνημονεύω. Πώς να ξεχάσω τον συναινετικό, πράο και συμβουλευτικό Γυμνασιάρχη μας Παπαγεωργίου. Πώς είναι δυνατόν να μην θυμάμαι τους πολυμαθείς φιλόλογους Κορδά και Βασιλά, τον καθηγητή της φυσικής Τσακαλώτο, τον θεολόγο Καραβασίλη, που του άρεσε το κρασάκι, τον μαθηματικό Παπαϊωάννου, τον καθηγητή των Γαλλικών Λαμπρίδη, τον απίθανο γυμναστή μας Λύβα, που μας τάραζε στις ασκήσεις και τις καρπαζιές! Μεγάλη είχε μανία να φυτεύουμε δέντρα. Πηγαίνοντας τώρα στην Πωγωνιανή, στέκομαι τ’ ατενίζω, πανύψηλα πλέον, τα καμαρώνω και υπερηφανεύομαι!
Ξεχάστηκα στις αναμνήσεις μου…
Επανέρχομαι στην πρώτη μέρα της επίθεσης των Ιταλών. Στο προαύλιο το Γυμνασίου επικρατούσε αναμπουμπούλα, σύγχυση, αμηχανία και απορία. Κανείς δεν έπαιρνε κάποια πρωτοβουλία. Οι Στρατιώτες εγκατέλειπαν τα φυλάκια στα σύνορα. Η κατάληψη της Πωγωνιανής αναμένονταν από στιγμή σε στιγμή. Δεμένος με τους δικούς μου, ψημένος στις ταλαιπωρίες πήρα την απόφαση να πάω σπίτι μου.
Μια μεγάλη ομάδα μαθητών ξεκινούσε για τα Γιάννενα. Η ώρα ήταν δέκα. Χωρίς δισταγμό ακολούθησα. Ανάμεσά τους και ο συμμαθητής μου, ο Χρήστος Πρίντζης, από το χωριό Βασιλικό. Στην παράκαμψη για το χωριό Δολό αφήσαμε τους Γιαννιώτες. Τραβήξαμε για το Βασιλικό. Μόλις φθάσαμε στην παράκαμψη προς τη Βήσσανη, με εγκαταλείπει ο Χρήστος. Προτίμησε να μείνει στο σπίτι ενός θείου του!
Έμεινα μόνος! Δεν είχα περάσει ποτέ απ’ αυτούς τους δρόμους. Ωστόσο, δεν έχασα το κουράγιο μου. Οδοιπορώντας επί δέκα και πλέον ώρες, παράπλευρα των συνόρων, κάτω από το διαπεραστικό σύριγμα οβίδων, διαβαίνοντας ποριές και συστάδες δέντρων και θάμνων, περνώντας χειμάρρους και ποτάμια έφθασα σπίτι μου.
Μπαίνοντας στο μαγειριό κατά τις 9 το βράδυ, αντίκρισα τους δικούς μου καθισμένους ολόγυρα στο τραπέζι. Γύρισαν το βλέμμα τους προς την πόρτα, με ατένιζαν έκπληκτοι. Άφωνοι, έδειχναν μάλλον πως έβλεπαν φάντασμα!