Η διπλή ανάγνωση των εξοπλισμών…

on .

Ο Ιστορικός Γ. Β. Δερτιλής στο βιβλίο «Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις, 1821-2016» αποδεικνύει ότι «μεταξύ των κρατών με τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (το ΑΕΠ), η Ελλάδα κατείχε συνεχώς μια από τις τέσσερις πρώτες θέσεις στον κόσμο. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μάλιστα, μοιραζόταν συνεχώς με την Τουρκία μια από τις δύο πρώτες θέσεις». Τούτο επιβεβαιώνεται και από τα επίσημα στοιχεία όπου φαίνεται ότι οι σημαντικές χώρες του ΝΑΤΟ και της Ευρώπης μεταξύ του 1960 και 2000 να δαπανούν 2% - 3% του ΑΕΠ, ενώ τα ποσοστά της Τουρκίας και της Ελλάδας είναι διπλάσια ή και υπερδιπλάσια των άλλων!

Πρόκειται για μια αληθινή πραγματικότητα και για τους δύο λαούς. Δυστυχώς, η πατρίδα μας από τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους συνεχώς ξοδεύει για στρατιωτικές δαπάνες και πάντα βρίσκεται μπροστά σε κίνδυνο πολέμου. Τούτο για μια φορά ακόμη το βιώνουμε αυτή την περίοδο εξαιτίας της επιθετικής πολιτικής του Ερντογάν. Ο Σουλτάνος βάλθηκε να γίνει Χαλίφης και να αποκτήσει περιφερειακή ηγεμονία. Και εμείς είμαστε αναγκασμένοι να αυξάνουμε τις αμυντικές δαπάνες, γιατί μόνο με αξιόμαχες Ένοπλες Δυνάμεις θα μπορέσουμε να προστατέψουμε τα εθνικά μας κυριαρχικά δικαιώματα.
Έτσι η τουρκική προκλητικότητα, έμπρακτη και ρητορική, ανάγκασε την κυβέρνηση να συμφωνήσει με τη Γαλλία την αγορά υπερσύγχρονων 18 αεροπλάνων Rafale και τεσσάρων φρεγατών. Μια κίνηση απολύτως αναγκαία και αποτελεσματική για την αποτρεπτική ισχύ των Ενόπλων Δυνάμεων. Σχεδόν όλες οι πολιτικές δυνάμεις και το σύνολο των πολιτών έκριναν θετικά αυτή την επιλογή της κυβέρνησης.
Και είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο λαός, ενώ δοκιμάζεται βαριά από τη δεκάχρονη οικονομική κρίση και από την πανδημία, δεν αντιδρά στο εξοπλιστικό πρόγραμμα, το οποίο στην πράξη σημαίνει και άλλες επιβαρύνσεις στη ζωή του καθενός. Τούτο φανερώνει πως ο κόσμος και αντιλαμβάνεται το μέγεθος των απειλών της Τουρκίας και είναι αποφασισμένος με κάθε κόστος να υπερασπίσει τη χώρα του.
Αυτή η στάση των πολιτών είναι η πρώτη ανάγνωση των εξοπλισμών, δηλαδή αποδοχή της αναγκαιότητας για την προστασία των εθνικών μας δικαιωμάτων και της ασφάλειας όλων. Αλλά ας έχουμε κατά νου και την άποψη του Θουκυδίδη, ο οποίος έγραψε: «Ο πόλεμος δεν είναι υπόθεση όπλων όσο οικονομικών μέσων… Ας τα βρούμε λοιπόν πρώτα αυτά και ας μην παρασυρόμαστε πρόωρα από τα λόγια των συμμάχων».
Και γεννιέται το ερώτημα: Και ο Ερντογάν θα προχωρήσει σε νέες αγορές, οπότε πάλι θα αναγκαστούμε για νέες αγορές, χωρίς να τελειώνει ποτέ η οικονομική μας αφαίμαξη; Άρα χρειάζεται και κάτι διαφορετικό για να έχουμε ασφάλεια, ειρήνη και σεβασμό στα δίκια μας.
Εδώ βρίσκεται η άλλη, η δεύτερη ανάγνωση. Τα όπλα δε φτάνουν και ο εξοπλιστικός ανταγωνισμός δεν αρκεί. Η Ελλάδα οφείλει να διαμορφώσει μια άλλη πολιτική, η οποία θα προσφέρει στη χώρα και άλλα πλεονεκτήματα, ικανά για την εθνική μας ασφάλεια. Η εξωτερική μας πολιτική θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από μια δυναμική κινητικότητα, πολύπλευρη και πολυδιάστατη. Μπορεί η Ελλάδα να χτίσει συμμαχίες ισχυρές με χώρες και σημαντικές και γειτονικές, που απειλούνται από την Τουρκία. Τούτο φαίνεται στις σχέσεις που η κυβέρνηση ανέπτυξε με τη Γαλλία, γεγονός που διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στις εξελίξεις.
Αλλά το πιο αποτελεσματικό όπλο για τη στήριξη των εθνικών μας δικαίων είναι το βάθεμα της ενοποίησης της Ευρώπης, με ενιαία εξωτερική και αμυντική πολιτική. Μόνο ένας Ευρωπαϊκός Στρατός μπορεί να σταματήσει την Τουρκία και να περιορίσει τις στρατιωτικές μας δαπάνες.
Ωστόσο, οι πολιτικοί μας ας έχουν στη σκέψη τους ότι ο πόλεμος ως «πατήρ πάντων» αποφεύγεται με εθνική ομοψυχία, αλλά και με τη δημιουργία καλών σχέσεων με τους γείτονες, καθότι οι εξοπλισμοί είναι μαμή της βίας.