Μια δομή χωρίς υποδομή στο Ζαγόρι!

on .

Το Ζαγόρι είναι ένας τόπος πίσω από τα βουνά και τον πολύβουο πολιτισμό τους, που απλόχερα το χέρι του Θεού σκόρπισε ομορφιές κι απλόχερα και σπάταλα το χέρι του ανθρώπου τον ζωγράφισε.

Τον έντυσε, τον στόλισε με πετρόκτιστα σπίτια, εκκλησιές και μοναστήρια περίτεχνα και μεγαλόπρεπα σχολεία πραγματικά σεράγια, βρύσες, σκάλες και γεφύρια ξακουστά απαράμιλλης αρχιτεκτονικής κι ανάμεσά τους συναντάς μια αρμαθιά από 46 αρχοντοχώρια, τα ξακουστά Ζαγοροχώρια με τον ιδιαίτερο πολιτισμό τους.
Το άγονο και φτωχό έδαφός του όμως δεν κρατούσε

τους ανθρώπους του, που από πολύ παλιά, απ’ το 1431 άρχισαν να ξενιτεύονται.
Γνωστά και χιλιοτραγουδισμένα τα καραβάνια του Ρόβα που μετέφεραν τους Ζαγορίσους σ’ όλα τα Βαλκάνια κι ακόμη παραπέρα σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, σε ξένους κι άγνωστους τόπους με χίλιους κινδύνους.
Την γεύτηκαν την ξενιτιά οι Ζαγορίσιοι, την ξέρουν καλά, αφού τίποτε δεν μισήθηκε περισσότερο από τις πίκρες της και τίποτε δεν αγαπήθηκε περισσότερο απ’ τα καλά της. Κι απόμειναν ως τα σήμερα τα «κλαψοχώραφα» οι τόποι του αποχωρισμού για το ταξίδι που μπορεί να μην είχε γυρισμό…
Και ρίζωσαν -η ψυχή τους ξέρει πώς- κι έγιναν από δούλοι αφεντάδες κι άρχοντες με την τιμιότητα, την εργατικότητα, την οικονομία και ευεργέτησαν την μητριά πατρίδα που τους φιλοξένησε, αλλά και την άλλη, τη δική του, που τους καρτερούσε να γυρίζουν, μάνα, γυναίκα, αδελφή, παιδιά…
Και σκέφτηκε εκείνη η θαυμαστή, άριστη κοινωνία, να κάνει σε κάθε χωριό το «Αμε’λκο», ξενώνα θα τον λέγαμε σήμερα, να μη μένει κανένας ξένος, περαστικός, πραματευτής «όξω στο μεσοχώρι» αλλά να βρίσκει δωρεάν κατάλυμα γι’ αυτόν και το «ζωντανό» του.
Έτσι έγινε το θαυμαστό Ζαγόρι με της ξενιτιάς τον πόνο και τον καημό… Και αργότερα πάλι ξένοι, μόνοι κι έρημοι στις στοές της Γερμανίας.
Επομένως ξέρουν πολύ καλά τι θα πει μετανάστης, άγνωστος, ξένος, μόνος, σε ξένη χώρα με ένα βαλιτσάκι στο χέρι και της μάνας την ευχή… Γιατί δεν υπήρξε ποτέ αφιλόξενο το Ζαγόρι. Λογάριαζε, συμπονούσε, φρόντιζε όποιον έρχονταν «στην πόρτα του».
Κι επειδή ο καιρός έχει γυρίσματα, ας θυμηθούμε την εποχή που άνοιξαν τα σύνορα με την Αλβανία. Τότε που μαζί με τους κατατρεγμένους και βασανισμένους Έλληνες Βορειοηπειρώτες, πλήθος Αλβανών ξυπόλητων, βρήκαν ανοιχτή την πόρτα της Ελλάδας.
Και τους δεχτήκαμε κι ας ήταν εχθροί κι ας υπέφεραν απ’ αυτούς οι δικοί μας στα μπουντρούμια. Τους ανοίξαμε τα σπίτια μας τους ντύσαμε, τους «ποδέσαμε», τους ταΐσαμε μ’ ό,τι είχε ο καθένας, γιατί στα σκαμμένα πρόσωπά τους βλέπαμε όχι τον εχθρό ή τον ξένο αλλά τον ΑΝΘΡΩΠΟ, που σ’ όλους τους καιρούς έχει τις ανάγκες του.
Κι εγκαταστάθηκαν αρκετοί στα χωριά μας και δούλεψαν σκληρά και μας βοήθησαν.
Τότε που τα χωριά μας ήταν γεμάτα κόσμο, με σχολεία και δασκάλους, με εκκλησίες και παπάδες, με μαγαζιά και καφενεία, με καθημερινή συγκοινωνία, με κοινοτικό ιατρείο, με ΝΕΟΥΣ ανθρώπους, με ΖΩΗ…
Ιδιαίτερα στα Άνω Πεδινά λειτουργούσε εκείνη την εποχή η Λαμπριάδειος Οικοκυρική Σχολή οργανωμένη και στελεχωμένη άριστα από τον τότε πρόεδρο Γεώργιο Δούβλη και το άξιο συμβούλιό του. Λειτουργούσε επίσης υποδειγματικά το μοναστήρι της Ευαγγελίστριας με την τότε μοναχική κοινότητα την ηγουμένη Ιερωνύμη και τον πατέρα Ηλία. Άνοιξαν και οι δύο πόρτες κι αγκαλιές να δεχτούν χωρίς διάκριση. Βορειοηπειρώτισσες Ελληνικής καταγωγής και Αλβανίδες από 12 χρόνων και άνω.
Και θα μου μείνει αξέχαστη η περίπτωση δύο Αλβανίδων αδελφών που βρέθηκαν μισοπαγωμένες στην Ελληνική μεθόριο και βρήκαν στη σχολή στοργή και περιποίηση και έμαθαν τέχνες και ζουν με τις οικογένειές τους στα μέρη μας.
Κι οργανώθηκαν σεμινάρια διάφορα και διδάχτηκαν την Ελληνική γλώσσα από δασκάλους με ιδιαίτερη κατάρτιση, έμαθαν τη μαγειρική, τους χορούς, τα τραγούδια μας και οικιακή οικονομία.
Αλλά το σπουδαιότερο, έμαθαν μια τέχνη της αρεσκείας τους στα άριστα οργανωμένα εργαστήρια της Σχολής, ταπητουργία, αργαλειό, ραπτική, κέντημα, εφόδια για τη ζωή τους. Γιατί η Σχολή διέθετε ΥΠΟΔΟΜΗ.
Και θυμάμαι με συγκίνηση την ημέρα της ομαδικής βάφτισης 12 Αλβανίδων στο μοναστήρι της Ευαγγελίστριας. Ντυμένες στα λευκά οι έφηβες έμπαιναν στο μεγάλο βαρέλι με την βοήθεια της ηγουμένης που χρησίμευε για κολυμβήθρα και έβγαιναν με χριστιανικό όνομα.
Κυρίες από τα Γιάννενα, αλλά και το χωριό πρόθυμα έγιναν «νουνές». Μαζί τους κι εγώ που έδωσα το όνομα της μητέρας μου Βασιλικής στην Κλοτίλντα που σήμερα ζει κι εργάζεται με την οικογένειά της σε νησί των Κυκλάδων και καμαρώνω που με φωνάζει «νουνά». Νουνά έγινε κι η σημερινή πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων κ. Πιπίτσα Δούνια δίνοντας το όνομα της πρόωρα χαμένης αδελφής της Αγγελικής.
Στο Μονοδέντρι η Ριζάρειος Σχολή δέχτηκε και εκπαίδευσε για χρόνια Αλβανίδες μαθήτριες. Τις συναντάμε και θυμούνται με συγκίνηση εκείνα τα δύσκολα χρόνια και υπάρχει αγάπη μεταξύ μας και δεσμοί φιλίας.
Σήμερα συνεχίζουν να ζουν μόνιμα εγκατεστημένοι Αλβανοί που ανδρώθηκαν στα χωριά μας, εγκαταστάθηκαν στα κλειστά σπίτια και μας βοηθούν. Μας είναι απαραίτητοι, τους νιώθουμε παιδιά μας, δουλεύουν σκληρά κι έκαναν περιουσίες. Και στο Τσεπέλοβο ο τότε Δήμαρχος κ. Σπύρου εγκατέστησε στο κτίριο της Μαθητικής Εστίας μετανάστες που ποτέ δεν ενσωματώθηκαν. Έτσι το Ζαγόρι στου καιρού το πέρασμα για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες έχει αποδείξει ότι έγινε ΠΑΤΡΙΔΑ κι όχι Δομή, πέρασμα, σταθμός.
Σήμερα το Ζαγόρι ερήμωσε. Οι γέροντες έφυγαν γι’ άλλους ουρανούς κι οι νέοι μαγεύτηκαν απ’ της πολιτείας τα κάλλη. Μετρημένοι στα δάχτυλα των χεριών οι ήρωες κάτοικοι, γέροντες οι περισσότεροι. Λίγοι οι νέοι που επιμένουν να αντιστέκονται, να ελπίζουν. Πουθενά φωνή! Ο τόπος αγρίεψε. Από πουθενά βοήθεια. Ερημιά…
Και ξαφνικά κι ανεπάντεχα ξεφύτρωσε στο Ζαγόρι ΔΟΜΗ. Και μάλιστα δομή ανήλικων κι ασυνόδευτων προσφυγόπουλων αγοριών από 12 ετών και πάνω. Η «δομή» εγκαταστάθηκε από ιδιώτη στο ξενοδοχείο Δοβρά 300 μέτρα από την κοινότητα των Ασπραγγέλων όπου στεγάζεται και το Δημαρχείο του Δήμου.
Και το παράδοξο κι εξοργιστικό, πέρα από κάθε λογική και δεοντολογία είναι ότι η δομή φύτρωσε χωρίς την έγκριση του Δημάρχου κ. Σουκουβέλου και του Δημοτικού Συμβουλίου κατ’ εξοχήν αρμόδιου και υπεύθυνου για το Ζαγόρι!.. Και παρά την αντίθεση των λιγοστών ηλικιωμένων κατοίκων του χωριού.
Η δυναμικότητα της δομής σύμφωνα με την απόφαση του Γενικού Γραμματέα Μετανάστευσης και Ασύλου προώρισται να φιλοξενήσει 40 άτομα ηλικίας άνω των 12 ετών, σε χώρο δυναμικότητας 10 δωματίων και 23 κλινών. Μια δομή – ξενοδοχείο στο πουθενά… Στον έρημο δρόμο που οδηγεί στα ολιγάνθρωπα Ζαγοροχώρια που αργοσβήνουν, σε υψόμετρο από 900-1.400 μ. Χωρίς καμιά υποδομή, γιατρός δεν υπάρχει, κανενός είδους κατάστημα αγοράς αγαθών, λεωφορείο δεν περνά τακτικά και τα Ι.Χ. προσπερνούν αδιάφορα. Το χειμώνα το μαρτυρικό Ροντοβάνι γίνεται αδιάβατο από το χιόνι και την παγωνιά…
Και τους μετρημένους γέροντες – ήρωες που φυλάν Θερμοπύλες ποιος τους σκέφτηκε; Καθώς καρτερούν ξάγρυπνοι στα παραθύρια «πότε θα φέξει». Ούτε και τα εγγόνια τους που περιμένουν μερίδιο από την συνταξούλα τους… Κι ο κορωνοϊός παραμονεύει στις οξώπορτες…
Δίπλα σε μικρή απόσταση το Πάρκο Β. Πίνδου πληροφορεί τους ξένους για το Ζαγόρι.
Ποιος το σκέφτηκε αλήθεια το Ζαγόρι, στα πρόθυρα της ένταξής του στην UNESCO; Ποιο μέλλον του εξασφαλίζει η δομή;..
Σίγουρα την απόλυτη ερήμωση. Κι έτσι θα καταντήσει ο πανέμορφος τόπος, τόπος ερειπίων και οι τουρίστες θα το επισκέπτονται σαν τα ερείπια του Μυστρά.
Κι εκείνο που με εξοργίζει και με στενοχωρεί περισσότερο απ’ όλα είναι τα ίδια τα ασυνόδευτα τα ανήλικα προσφυγόπουλα και οι άνθρωποι που χειρίζονται και σχεδιάζουν την ζωή τους από μακριά με ψυχρή λογική με «ασκήσεις επί χάρτου». Μια ζωή εκπαιδευτικός δεν χωράει το μυαλό μου πώς σκέπτονται οι εγκέφαλοι των υπηρεσιών; Με ποια κριτήρια αποφασίζουν για τη ζωή και το μέλλον των δυστυχισμένων εφήβων;
Και είναι να απορεί κανείς πώς μπορείς να εγκαταστήσεις ένα παντέρημο παιδί σ’ έναν παντέρημο τόπο! Αληθινή απομόνωση, εξασφαλίζοντάς του ένα πιάτο φαγητό κι ένα κρεβάτι. Και πώς δεν έρχονται στη θέση τους;
Δεν φυλακίζονται κύριοι ακόμη και σε χρυσό κλουβί τα εφηβικά όνειρα. Το αίμα τους βράζει και η ζωή απλώνεται μπροστά τους. Και θέλουν να παλέψουν να τη ζήσουν, να την κατακτήσουν, να κατασταλάξουν κάπου, όπου τους ρίξει της ζωής το κύμα και στο Ζαγόρι δεν έχουν καμιά ελπίδα. Πού να πάνε και τι να κάνουν τα φυλακισμένα κορμιά; Τι να ονειρευτούν και τι να σχεδιάσουν καθισμένα στον κήπο του ξενοδοχείου, ατενίζοντας τον έρημο δρόμο και το γυμνό βουνό;
Ποιος θα τους δώσει κουράγιο, ποιος θα μερώσει τον καημό της μοναξιάς;
Η μοναξιά δεν παλεύεται με τη μοναξιά. Και το χωματένιο έστω σπίτι και η μάνα έρχονται και ξανάρχονται στο νου. Και καλείται η ΔΟΜΗ να δημιουργήσει πρώτα ΥΠΟΔΟΜΗ. Να δώσει διέξοδο στην ορμή τους σε τόπους με ευκαιρίες, με εργαστήρια, με ενδιαφέροντα, με προοπτική. Κι αυτά δεν τα διαθέτει το Ζαγόρι, δυστυχώς…
Και καταντά έτσι η δομή των Ασπραγγέλων «σταθμός μεταφόρτωσης» και μόνο, που εξυπηρετεί αυτούς που τα μεθοδεύουν κι όχι τα κουρασμένα κορμιά και τις πληγωμένες ψυχές που θα κουβαλούν σ’ όλη τη ζωή τους ανεξίτηλο το στίγμα της μοναξιάς και της αδιαφορίας και του αβέβαιου μέλλοντος. Γιατί είναι άχρηστη η Δομή χωρίς Υποδομή.
**
Ας σεβαστούμε τουλάχιστον τους εφήβους και, αντί να τους προσφέρουμε απλώς ένα πιάτο φαΐ και ένα κρεβάτι, ας φροντίσουμε να τους ανοίξουμε δρόμους στη ζωή τους…