Το μέλλον της Δημοκρατίας…

on .

Η 46η επέτειος της Αποκατάστασης της Δημοκρατίας γιορτάστηκε, τις προάλλες,  κατά τα ειωθότα, στο Προεδρικό Μέγαρο.

Και είναι πράγματι σημαντική για την Πατρίδα μας αυτή η μέρα, αρκεί όμως τέτοιες ημέρες να μην προσφέρονται μόνο για πανηγυρικές εκδηλώσεις ή και για απλή αποτίμηση φόρου τιμής προς τους πρωτεργάτες της, αλλά να αποτελούν μια ευκαιρία και μια αφορμή για τους πολίτες και για τους πολιτικούς να αναλογιστούμε αν πράγματι έχουμε κατανοήσει την ουσία του γεγονότος το οποίο γιορτάζουμε και αν βαδίσαμε από τότε, με συνέπεια, το δρόμο που υπαγορεύει αυτό το γεγονός, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση, το δρόμο της Δημοκρατίας.

Μιλώντας κατά τη δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ενώπιον της πολιτικής ηγεσίας του τόπου και των λοιπών προσκεκλημένων, επισήμανε: «Η ακλόνητη πίστη μας στη Δημοκρατία είναι αυτή που μας επιτρέπει να σχεδιάζουμε το μέλλον μας, να ξεπερνάμε κάθε δυσκολία και να προχωράμε στην ιστορία μας».
Κάτι παρόμοιο, απ’ ότι θυμάμαι, έλεγαν για τη Δημοκρατία και το σεβασμό της, οι τρεις προηγούμενοι Πρόεδροι της Δημοκρατίας. Άλλο όμως να το λες και να το απευθύνεις ως συμβουλή στους άλλους και άλλο να το εφαρμόζεις ο ίδιος. Ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο συμπεριφορές υπάρχει τεράστια διαφορά, καθώς επιβεβαιώνεται η άποψη των αρχαίων σύμφωνα με την οποία: «ο άνθρωπος με τα λόγια δείχνει αυτό που πιστεύει ή που θέλει οι άλλοι να πιστεύουν γι’ αυτόν, ενώ με τα έργα δείχνει αυτό που αξίζει».
Τι είναι όμως Δημοκρατία, πώς ο πολίτης και ο πολιτικός -εδώ συμπεριλαμβάνεται και ο «πρώτος πολίτης» που είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας- δείχνει την «ακλόνητη πίστη» του σ ’αυτή;
Δημοκρατία, κατά την άποψη του Νorberto Bobbiο (γνωστού ανά τον κόσμο φιλόσοφου του Δικαίου και της Πολιτικής, ενεργού πολίτη, πανεπιστημιακού δασκάλου και ισόβιου μέλους της Ιταλικής Γερουσίας), διατυπωμένη στο περισπούδαστο έργο του «Το μέλλον της Δημοκρατίας», είναι: «η μορφή διακυβέρνησης που στηρίζεται στους θεσμούς, δηλαδή στο Σύνταγμα και στους νόμους που συμφωνούν με αυτό. Όταν ένα δημοκρατικό καθεστώς -συνεχίζει ο Bobbio- χάνει από τα μάτια του αυτή τη βασική εμπνέουσα αρχή, μετατρέπεται σε μια από τις τόσες μορφές αυταρχικής εξουσίας που βρίθουν στις διηγήσεις των ιστορικών και στους στοχασμούς των πολιτικών συγγραφέων». Άποψη που κανένας μέχρι σήμερα δεν έχει αμφισβητήσει.
Αυτό ακριβώς διαπιστώσαμε, εδώ στα Γιάννινα, ύστερα από αντικειμενική έρευνα, κάποιοι πολίτες: Ότι δηλαδή στον ευαίσθητο τομέα της διοίκησης και διαχείρισης των Κληροδοτημάτων με τις τεράστιες περιουσίες τους που προορίζονταν από τους ευεργέτες μας για κοινωφελείς σκοπούς, δεν εφαρμόζεται το Σύνταγμα και οι νόμοι που συμφωνούν με αυτό, αλλά αντισυνταγματικά διατάγματα των τριών φασιστικών καθεστώτων (Παγκάλου, Μεταξά και χούντας), που διατήρησαν σε ισχύ το καθεστώς της τουρκοκρατίας και τα φιρμάνια του σουλτάνου, που είχε καταργήσει σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα ο νόμος 2508/1920 του Ελευθ. Βενιζέλου.
Από «ακλόνητη δε πίστη στη Δημοκρατία» -την οποία μας συνέστησε και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας- και με βάση τη συνταγματική παρακαταθήκη του άρθρου 120, σύμφωνα με την οποία «ο σεβασμός στο Σύνταγμα και στους νόμους που συμφωνούν με αυτό αποτελεί υποχρέωση όλων των Ελλήνων», ξεκινήσαμε το 1983, αρχικά από το Δήμο, και αργότερα από μαζικούς φορείς της Ηπείρου, τον αγώνα για την εξάλειψη αυτού του αντισυνταγματικού καθεστώτος και στα Γιάννινα.
Απευθυνθήκαμε, ακολουθώντας τη νόμιμη οδό, στην πολιτική ηγεσία της χώρας, η οποία, προς στιγμή, έδειξε ότι είναι πρόθυμη να προβεί στην απαραίτητη ρύθμιση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και στα Γιάννινα, η οποία, στην υπόλοιπη Ελλάδα είχε αποκατασταθεί από το 1974. Γρήγορα όμως έδειξε ότι ήταν -όπως είναι και μέχρι σήμερα- γερά δεμένη στα πλοκάμια της διαπλοκής με την εκκλησιαστική ηγεσία της χώρας, για χάρη της οποίας καταπατούσε- και καταπατεί μέχρι σήμερα- τους βασικούς θεσμούς, χωρίς την εφαρμογή των οποίων δεν υπάρχει Δημοκρατία.
Απευθυνθήκαμε τότε στους τρείς Προέδρους της Δημοκρατίας οι οποίοι ορκίζονταν αναλαμβάνοντας το αξίωμά τους «να τηρούν και να επιβλέπουν την τήρηση του Συντάγματος» και ζητήσαμε την παρέμβασή τους στην πολιτική ηγεσία να συμμορφωθεί με τον όρκο που και αυτή έδινε και δεν τηρούσε. Και οι τρεις, ο Στεφανόπουλος, ο Παπούλιας και ο Παυλόπουλος, έμειναν παγερά αδιάφοροι, και αποδείχτηκαν επιλήσμονες του όρκου που έδωσαν αναλαμβάνοντας το ύπατο αξίωμα του πρώτου πολίτη της χώρας.
Και δε φτάνει μόνο αυτό. Όταν το 2013 η τότε «εκσυγχρονιστική» κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου θέλησε να «εκσυγχρονίσει» το μεταξικό νόμο για τα Κληροδοτήματα, με το αρχικό νομοσχέδιο εξάλειψε αυτό το καθεστώς. Στη συνέχεια, «με αδιαφανείς παρασκηνιακές παρεμβάσεις», όπως δημόσια κατήγγειλε ο πρώην Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, Απόστολος Κακλαμάνης (αυτές τις παρεμβάσεις τις γνωρίζει καλά ο τότε αναπληρωτής υπουργός και σήμερα υπουργός Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρας, γιατί αυτός τις υπέστη), ευτελίζοντας κάθε έννοια διαδικασίας θέσπισης νόμων και προσβάλλοντας βάναυσα τη Δημοκρατία και τους θεσμούς της, συμπεριέλαβε μεταβατική διάταξη στο άρθρο 82 του νόμου 4182/2013, η οποία ορίζει ότι: «Κοινωφελή Ιδρύματα που έχουν εξαιρεθεί με ειδικές διατάξεις του Α.Ν.2039/1939 εξακολουθούν να εξαιρούνται του παρόντος Κώδικα και της εποπτείας της αρμόδιας αρχής». Δηλαδή: Το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά επικύρωσε με τον Α.Ν.2039/1939 τα αντισυνταγματικά διατάγματα του φασιστικού καθεστώτος του Παγκάλου με τα οποία αναβίωνε στην πόλη μας το καθεστώς της τουρκοκρατίας- δηλαδή ο σκοτεινός μεσαίωνας- και η «Κοινοβουλευτική Δημοκρατία» του 2013 -που πριν λίγους μήνες είχε γιορτάσει στο Προεδρικό Μέγαρο τα 39 χρόνια της «αποκατάστασής» της- επιβράβευε τα δυο φασιστικά καθεστώτα και μας γύριζε στα σκοτεινά χρόνια της τουρκοκρατίας.
Πρόκειται για πραγματικό «έγκλημα καθοσιώσεως», όπως θα το ονόμαζε ο Ρισελιέ, το οποίο ανέχτηκαν δυο Πρόεδροι της Δημοκρατίας, και το οποίο εξακολουθεί να διαπράττεται και σήμερα. Και το μέγεθος του εγκλήματος δε βρίσκεται μόνο στην αντισυνταγματική εξαίρεση των Κληροδοτημάτων των Ιωαννίνων, ως προς τη διοίκηση και διαχείρισή τους, αλλά- αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή- και στην εξαίρεση «της εποπτείας της αρμόδιας αρχής», γιατί αυτοί που έκαναν τις -κατά Κακλαμάνη- «αδιαφανείς παρασκηνιακές παρεμβάσεις» ή ήξεραν -όπως ξέρουμε όλοι σήμερα- ότι ο τότε μητροπολίτης με την ανεξέλεγκτη, ανεύθυνη και αλόγιστη διαχείριση των Κληροδοτημάτων, τα είχε οδηγήσει σε χρεοκοπία και ακολουθώντας τη μέθοδο της «εμπορίας των μετοχών» των Ευεργετών μας, τα είχε υποθηκεύσει με ένα υπέρογκο δάνειο, το οποίο, όπως γράφει ο σημερινός μητροπολίτης στο έγγραφό του προς το Δήμο, «ούτε εξυπηρετήθηκε, ούτε δύναται να εξυπηρετηθεί».
Με δεδομένο το πολιτικό σκηνικό της χώρας μας, απομένει να στηρίξουμε τη μόνη ελπίδα στη νέα Πρόεδρο της Δημοκρατίας η οποία, μόλις προχθές, μας κάλεσε να δείξουμε «ακλόνητη πίστη στη Δημοκρατία μας, που μας επιτρέπει να σχεδιάζουμε το μέλλον μας και να προχωράμε στην ιστορία μας». Θα ισχυριστεί κάποιος -δικαιολογημένα- ότι το θέμα δεν το γνωρίζει. Γρήγορα όμως θα το μάθει και θέλω να πιστεύω ότι δε θα ακολουθήσει τα χνάρια των προκατόχων της. Αν -ο μη γένοιτο- συμβεί αυτό, τότε θα έχουμε το δικαίωμα αλλά και το καθήκον ως ελεύθεροι και υπεύθυνοι πολίτες, «με ακλόνητη πίστη στη Δημοκρατία μας», για «το μέλλον της Δημοκρατίας μας το οποίο σχεδιάζουμε», καθώς αυτή θα «θα έχει χάσει από τα μάτια της τη βασική εμπνέουσα αρχή» που είναι η εφαρμογή για όλους τους Έλληνες του Συντάγματος και των νόμων που συμφωνούν με αυτό, θα είναι αυτό που έχει προβλέψει στο βιβλίο του ο Norberto Bobbiο, δηλαδή: «Μια από τις τόσες μορφές αυταρχικής εξουσίας....» σαν αυτή που ψήφισε το άρθρο 82 του νόμου 4182/2013, και τις άλλες που την ακολούθησαν μέχρι σήμερα και τις ζούμε εμείς εδώ στην Ήπειρο, 107 χρόνια από την «απελευθέρωση» της πόλης από τον τουρκικό ζυγό και 46 από την «Αποκατάσταση» της Δημοκρατίας.
Η δε «ιστορία στην οποία θα προχωρήσουμε», κατά τη φράση της Προέδρου, θα είναι αυτή που διεκτραγωδεί στο βιβλίο του «Διακηρύξεις Ανεξαρτησίας» ο γνωστός στους ανά τον κόσμο εκπροσώπους της ιστορικής επιστήμης και της κριτικής σκέψης αγωνιστής της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της γνήσιας Δημοκρατίας του Αμερικανικού λαού, ο δάσκαλος που έδινε έμπνευση με φωνή σοφίας και φωτεινό παράδειγμα αξιοπρέπειας και ακεραιότητας, ο Χάουαρντ Ζιν ο οποίος επισημαίνει ότι η ιστορία γίνεται συχνά «μέσο διαιώνισης μιας νοσηρής πραγματικότητας και όχι εργαλείο μεταβολής της κοινωνίας και επίτευξης της κοινωνικής προόδου». Περιμένουμε για να κρίνουμε.