Μία από τις ιστορίες του Εμφυλίου…

on .

Ποιος θα μου δώσει εμένα πίσω τα παιδικά μου χρόνια; Ποιος; Κανένας. Κανένας δεν μπορεί να γυρίσει το χρόνο πίσω, να γίνω ξανά παιδί, να ξαναζήσω εκείνα -κι ας ήταν πέτρινα χρόνια- που έζησα με τους δικούς μου. Μόνο η ιστορία, λένε μερικοί. Όμως δεν ξέρω αν κι’ αυτή είναι ικανή να αναβιώσει τα χρόνια εκείνα, τα χρόνια που έζησα μέσα στον όλεθρο των πολέμων. Ίσως βρεθούν κι άλλοι ιστορικοί «τύπου Ρεπούση» να μεταφέρουν στα βιβλία εκείνα τα χρόνια. Αυτό αναρωτιέται και μονολογεί ο «περασμένος» σε ηλικία τώρα πια μπάρμπα-Φώτης, καταβεβλημένος απ’ τα τόσα βάσανα και τις κακουχίες που πέρασε εκείνα τα χρόνια, γεννημένος πριν το ‘ 40. Θυμάται τον πατέρα του που τον φέρανε πάνω σε «σανίδες» τραυματία απ’ τα βουνά της Αλβανίας, σαν τον «Αι- Γιώργη μ’ ένα σύννεφο στον ώμο». Δεν άντεξε πολύ και «χάθηκε». Το χωριό του κοντά στα σύνορα στη Βόρεια Ελλάδα. Δεν πρόκανε να σχολάσει ο πόλεμος με τους Γερμανούς και ήρθε η διχόνοια -ίδιον του Έλληνα. Αρχισε να μαίνεται ο εμφύλιος, μεταξύ των ετών 46 – 49.
Μέσα σ’ αυτόν τον χαλασμό που κανείς δεν ήξερε με ποιού το μέρος είναι, αναγκαστική η φυγή –με τη βία για τους περισσότερους– στις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ. Οικογένειες αποδεκατισμένες οι περισσότερες, δεν γνώριζαν πού ν’ ακουμπήσουν, «από αίσθημα αδυναμίας, μοιρολατρίας ή μίμησης» δεν προέβαλαν καμία ιδιαίτερη αντίσταση. Άλλα παιδιά επιστρατεύτηκαν δια της βίας, αλλά και γυναίκες που έστελναν τα παιδιά τους κρυφά σε χωριά ελεγχόμενα από κυβερνητικές δυνάμεις, ώστε να μην μετακινηθούν. Παιδομάζωμα ή παιδοσώσιμο; Κανένας δεν ξέρει με σιγουριά την απάντηση. Το παραπέτασμα ή οι Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης; «Το ένα κακό χερόβολο και τ’ άλλο κακό δεμάτι».
Ο μικρός ο Φώτης λοιπόν βρέθηκε σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και χάθηκε απ’ τους δικούς του. Δηλαδή μόνο απ’ τ’ αδέρφια του· ούτε μέσω Ερυθρού Σταυρού που τους αναζήτησε δεν κατάφερε να τους εντοπίσει. Ποιος ξέρει πού σκορπιστήκαν. Έτσι αμυδρά θυμάται, σαν όνειρο, τα πρόσωπα των δικών του, τα μόνα που δεν ξέχασε ήταν το όνομα του χωριού του –ίσως τώρα να άλλαξε– και το «τζουλμπένι» (φυλαχτό) που πρόφτασε να του δώσει η μάνα του να το φοράει κατάσαρκα, να τον φιλάει καθώς τον τραβούσαν δια της βίας να τον ανεβάσουν στο φορτηγό. Κλαίγοντας γοερά και φωνάζοντας τη μάνα, γύρισε το κεφάλι και την είδε να πέφτει κατάχαμα από βόλι που δέχτηκε, «απ’ αδερφού χέρι κι όχι από εχθρού».
Τα σκλαβωμένα της ξεχείλισαν μαλλιά απ’ το μαύρο της μαντήλι κι η χειμωνιάτικη αντηλιά τα χάιδευε στο στερνό χάδι πάνω στη γη. Έτσι, χλωμή από την πείνα όπως την έβλεπε σαν απ’ αρρώστου αχνό καντήλι, το πρόσωπό της ναι, το θυμάται ακόμα κι ας πέρασαν τόσα χρόνια, ένα πρόσωπο ρεμβώδες, μελαγχολικό, παρόμοιο με αυτά που βλέπεις στα μισογκρεμισμένα ερημοκλήσια. «Θλιμμένες Παναγίες και χλωμές εικόνες Αγίων». Όχι, δεν ξεχνιούνται αυτές οι στιγμές, είναι βαθιά χαραγμένες μέσα του στην καρδιά του σαν το φυλαχτό που φοράει.
Δεν χώνεψε ποτέ τον φόνο της μάνας του και ότι τον πήραν με τη βία από το χωριό του και τον στρατολόγησαν να βολοδέρνει από κράτος σε κράτος βιώνοντας την ανθρώπινη βία στο κορμάκι του. Δεν μπόρεσε να στεριώσει κάπου, ούτε σε δουλειά, αλλά ούτε και οικογένεια έκανε. Οι θύμισες αυτές τον έκαναν θηρίο ανήμερο, σωστό αγρίμι. Δεν ερχόταν γι’ αυτόν άνοιξη ποτέ, με τα πουλιά, τα χελιδόνια, τα λουλούδια, τα χρώματα και την ευωδιά της. Η σκέψη του και ο λογισμός του ήταν εκεί. Άραγε την μάνα του την σκέπασε ταφόπετρα, την λυπήθηκε κανείς χριστιανός; Κι η σκέψη αυτή του «έτρωγε» την καρδιά. Στην πένθιμη την κάμαρα μόνος θρηνεί με παράπονο κι εκεί μέσα στο σκοτάδι στοχάζεται κι η σκέψη του ξυπνά απ’ τη λήθη αυτά που πέρασε σαν ονείρατα παλιά. Δεν ήρθε βάλσαμο γλυκό για να σκεπάσει Τη λήθη, τον πόθο του, που κρυφοτρώγει του μπάρμπα-Φώτη τα στήθη, τα σωθικά του. Κι όσο περνούσαν τα χρόνια του έγινε σαράκι ο καημός και λαχτάρα ο πόνος και γιγάντωνε ο πόθος να επιστρέψει στα χώματα που γεννήθηκε. Μέσα βαθιά στην ψυχή του ρίζωνε μια ακοίμητη ελπίδα, μαράζι τον κατατρώει, να βρει το θάνατο στην μακρινή πατρίδα, στο χωριό του.
Έτσι, λοιπόν, έφτασε η πολυπόθητη αυτή ώρα και παίρνει ταχιά ο γέροντας το δρόμο του γυρισμού και η χαρά ισιώνει τους κυρτωμένους ώμους. Φτάνει στο χωριό του, αγνώριστο από τότε, με άλλη ονομασία και αντικρίζει ξανά με δακρυσμένα μάτια, τα γύρω βουνά, τα πεύκα, τις πηγές, εκεί όπου έτρεχε παιδάκι στα μονοπάτια. Σήκωσε το βλέμμα του εκεί ψηλά όπως έκανε τότε και αντίκρισε το πάλευκο εκκλησάκι που το θυμόταν σαν ιερό σύμβολο. Πέφτει στο γόνατο ο μπάρμπα-Φώτης κι έσκυψε και φίλησε το χώμα ακριβώς εκεί όπου έπεσε η μάνα του, το θυμάται, εκεί ήταν, τρυφερά το χάιδεψε, λες και το ζήτησε για στρώμα. Σαν ροδομαβί ξημέρωμα φτάνουν στην καρδιά του τα όνειρα που ζήταγε και τα βρήκε εκεί στο χώμα.
Και ήταν τόση η ανείπωτη η χαρά του, που σε όλη του τη ζωή δεν είχε ξανανιώσει, του γέμισε τα στήθη και τα μάτια του δάκρυσαν. Δεν άντεξε άλλο και τα βλέφαρά του κλείσαν· κλείσαν για πάντα. Ένα αχνό χαμογέλιο ζωγραφίστηκε στα χείλη του και μια ιλαρότητα και γαλήνη στο πρόσωπό του. Ευτυχώς η επιθυμία του έγινε πραγματικότητα. Ίσως τώρα στα στερνά του επιτέλους η ζωή του έδειξε το καλό της πρόσωπο. Άλλωστε, του το χρώσταγε γιατί μόνο του έπαιρνε, και ποτέ δεν του έδινε. Ας ελπίσουμε ότι αυτοί που αδικήθηκαν σε αυτή την ζωή θα δικαιωθούν στην άλλη.
(Μέτσοβο)