Κι έγινε χρέος!

on .

Άρχισε εκείνο το καλοκαίρι στην Ελάτη Ζαγορίου. Μαθητής του Γυμνασίου Αρρένων στα Γιάννενα. Παιδικές κατασκηνώσεις του Υπουργείου Παιδείας στην Ελάτη Ζαγορίου. Αρχηγός για τα κορίτσια και τα αγόρια της μικτής κατασκήνωσης, ήτανε ο γκριζομάλλης δάσκαλος απ’ τους Ασπραγγέλους. Αλέξανδρο Κουμπάρο τον λέγανε. Σεβάσμιος, επιβλητικός ψηλός και λιγομίλητος, με εμφανείς  αξίες στην συμπεριφορά του. 
Πρώτος κοινοτάρχης ο Λευτέρης Παπαθανασίου, αναπληρωτής αρχηγός. Νεαρός δάσκαλος από την Ελάτη με την χαρακτηριστική ράβδο «υπό μάλης» θύμιζε με το αυστηρό του ύφος Άγγλο στρατηγό. Δεύτερος ο Θόδωρος Τσαμπής  δάσκαλος  με το μαντολίνο του. Εργαλείο για τις δύσκολες στιγμές, όπως αποδείχθηκε αργότερα. Από ημέρες προγραμματίζαμε την επίσκεψή μας στο πανηγύρι της Παναγίας στην Βίτσα για το Δεκαπενταύγουστο. Με επικεφαλής τον Θόδωρο Τσαμπή και το μαντολίνο του ξεκινήσαμε στις 14 Αυγούστου κατά τις 5 το απόγευμα από την Ελάτη για την Βίτσα. Έντεκα νεαροί ομαδάρχες έτοιμοι για περιπέτεια. Γεμάτοι νιάτα και ενθουσιασμό.
Ένα σακκίδιο στρατιωτικό γεμάτο τρόφημα, ένα καρπούζι 10 οκάδων στην αγκαλιά και στο ταμείο 110 δραχμές. Το καρπούζι λόγω βάρους φαγώθηκε στο δρόμο. Μέσα από ρεμματιές και λαγκάδια φτάσαμε κατά τις 10 το βράδυ στο Δίλοφο. Θερμή και εγκάρδια η υποδοχή απο την μεγάλη ηλικία.Τους βρήκαμε στο μεσοχώρι καθιστούς, πάνω στο πιοτό και στο τραγούδι. Πιάσαμε το χορό. Το νέο αίμα πότισε το γλέντι. Τα γηρατιά ξανάνειωσαν στου μαντολίνου τους ρυθμούς και παλικάρια γίναμε νιοί και ηλικιωμένοι. Όμορφα και αξέχαστα πούν’ της χαράς τα δώρα! 
Πικρός και άπονος ο χωρισμός... Το νιώσαμε καλά εκείνο το βράδυ. Και φάνηκε ακόμη μια φορά η σοφία των γερόντων και των νέων το ανέμελο. Κι ήτανε δίδαγμα ζωής εκείνες οι κουβέντες. «Στο Δίλοφο θάστε βασιλιάδες στην Βίτσα άγνωστοι», μας είπανε. Οι παρακλήσεις για να μείνουμε δεν μας  κρατήσανε. Δεν τ΄αψηφίσαμε, φύγαμε. Ενθουσιώδεις νέοι χωρίς.... σοφίας ρίζα. Τα ρολόγια δείχνανε μία η ώρα τα μεσάνυχτα. Ο δρόμος για την Βίτσα τραχύς και δύσκολος μα και παραμυθένιος μεσ’ της νυχτιάς τα κάλλη! Στο φως του φεγγαριού ακούραστοι βαδίζαμε στων μπαστουνιών μας το ρυθμό. Πολυχρωμία ιριδική φώτιζε τον δρόμο μας. Το γαύγισμα των τσοπανόσκυλων με την φλογέρα του τσοπάνου και το βέλασμα των προβάτων ήτανε για μας μυσταγωγία άγνωστη των μυστικών της νύχτας. 
Και η προφητεία του Δίλοφου, στην Βίτσα επαληθεύτηκε. Άγνωστοι στην μέθη του πανηγυριού και την πολυκοσμία. Απογοητευμένοι βρεθήκαμε στο μεσοχώρι στο Μονοδέντρι, μετά τρεις ώρες ύπνου γύρω από την φωτιά. Ημέρα της Παναγίας, Δεκαπενταύγουστο και πουθενά ψυχή.  Ώρα κρίσης. Τα τρόφιμά μας στο τέλος. 
Υπόλοιπα: 1 κουτί σαρδέλες, 1 ντομάτα και λίγες φέτες ψωμί για έντεκα άτομα. Οι δραχμές μας άχρηστες... υποτιμημένες.... λόγω γιορτής τα μαγαζιά κλειστά. Καθισμένοι κάτω από τον πλάτανο στο μεσοχώρι, σκεπτόμαστε το επόμενο βήμα. Πρός τα μπρός ή προς τα πίσω; Σχέδιο του κοινοτάρχη μας ο Βίκος και μετά η Μπάγια, οι σημερινοί Κήποι. Υπογράψαμε το «συμβόλαιο του θανάτου». Μιά κόλλα αναφοράς με σχεδιασμένα τα χιαστή κόκκαλα και στο μέσο η πειρατική νεκροκεφαλή. Από κάτω τα ονόματά μας και οι υπογραφές μας δίπλα. Αυτός ήτανε ο όρος για να επισκεφτούμε την χαράδρα του Βίκου με το Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής.
Έτσι απαλλάξαμε τον Θόδωρο Τσαμπή από την ευθύνη τυχόν ατυχήματος.
Η φύση σμίλεψε πετρώματα και έχτισε κορυφές. Έσκισε βουνά ανοίγοντας βαθιές χαράδρες και το φαράγγι έσκαψε τ’ ονομαστό του Βίκου. Κατακόρυφες οι πλαγιές με την άγρια ομορφιά. Ίλιγγος και δέος για όποιον το κοιτάζει από ψηλά. Ψυχρό το ρεύμα της αβύσσου διαπέρασε το κορμί μου ατενίζοντας τις ατέλειωτες διαστάσεις του φαραγγιού. 
Όσο περισσότερο κοιτούσαμε προς τα κάτω τόσο και πιό εντυπωσιακές γινόντουσαν οι διαστάσεις, τόσο και πιό βαθιά βουτούσαμε στα μυστικά τους. 
Ο αυγουστιάτικος ήλιος δυνάμωνε την εικόνα της ψευδαίσθησης και έκανε ατέλειωτη την μαγεία του φαραγγιού με το γκρίζο της πέτρας, το πράσινο της βλάστησης και το γαλάζιο τ’ ουρανού.
Το πέταγμα του γύπα και του χρυσαετού πάνω στο άνοιγμά του, το σκαρφάλωμα του αγριόγιδου στα γκρίζα βράχια, είναι ομορφιά μυστηριακή, άγνωστη, για τον πολύ τον κόσμο. Πετράδι πολύτιμο στο μωσαϊκό της δημιουργίας. Φύση του Θείου πλάση!
Εδώ στην άκρη του γκρεμού έχτισε ο άνθρωπος αετοφωλιά, της Αγίας Παρασκευής το Μοναστήρι. Από τον εξώστη, στηριγμένον σε απλή λιθοδομή απολαμβάναμε το ατέλειωτο. Γονατίσαμε ευλαβικά μπροστά στην εικόνα της. Ητανε το ευχαριστώ γι’ αυτό που μας δώρισε!
Ξαπλώσαμε στις ζεστές πλάκες της αυλής γύρω από το πηγάδι για να ξεχάσουμε την πείνα... Δεν υπήρχε ελπίδα και όμως περιμέναμε...με μιας ελπίδας δόση που έδινε τροφή στην αγωνία μας. Θα έρθει άραγε; Αναρωτιόμαστε. Γιατί αυτή η εξαίρεση Θεέ μου, γιατί μόνο για τους Εβραίους...όπως εκεί στην έρημο; Και μεσ’ του ύπνου την παρηγοριά ο αντίλαλος μιας μελωδίας ήχησε στο φαράγγι. Κάτι σαν λεβέντικο.... σαν ηπειρώτικο. Μια ομάδα Σαρακατσαναίων γυρνώντας από το πανηγύρι φάνηκε στην αυλόπορτα του μοναστηριού. Ο κοινοτάρχης μας γνώστης των εθίμων του Ζαγοριού  λόγω καταγωγής, το μαντολίνοτ’ άρπαξε και μέσα στου μεσημεριού την ζέστη τραγούδι αντήχησε  ηπειρώτικο.
Ο κύκλος στήθηκε γύρω απ το πηγάδι και το θαύμα έγινε.... το μάννα έπεσε κι εδώ στο Βίκο! Ταγάρια ανοίξανε. Παρηγοριά γέμισε το σακκίδιό μας. Τυριά, ντομάτες και σιταρίσιο μπόλικο των Σαρακατσαναίων η αμοιβή. Ο δρόμος πρός στην Μπάγια άνοιξε. Κουραστική, αλλά αξέχαστη η διαδρομή. Φτερά τα πόδια γίνανε. Παλληκάρια γεμάτα ζωή τότε, βλέπετε. Τριτοποδώντας στην στήριξη των μπαστουνιών πετάγαμε σε βουνοπλαγιές και μονοπάτια αφήνοντας πίσω μας την δροσιά της πετρόχτιστης βρύσης στο Κουκούλι και κατηφορίζοντας προς την Μπάγια. Γεφύρια πέτρινα, σημάδια θυσίας και αγάπης για τον τόπο, αφήναμε στο πέρασμά μας,  δώρα της προκοπής προγόνων αποδήμων. Μηδενικές οι αποστάσεις. Παιχνίδι για τους καλικαντζαραίους σαν και μας. Φτάσαμε. Δροσιστήκαμε στις κρυστάλλινες οβίρες της Μπάγιας. Σκληρή η δοκιμασία της αντοχής μεσ’ τα νερά τα κρύα. Αποκαμωμένοι ξαπλώσαμε στα ζεστά βότσαλα της ποταμιάς, μια σπιθαμή μακρυά από τις κατασκηνώσεις του Υπουργείου Προνοίας. Πλούσιο το τραπέζι της φιλοξενίας. Το επιδόρπιο γνωστό. Με τον αέρα του βουνού ο μπακλαβάς, την ομορφιά του Ζαγοριού γαρνιρισμένο το καταϊφι! 
Το βράδυ των Ινδιάνων γύρω από την φωτιά, χαρακτηριστικό της ζωής των κατασκηνώσεων, πέρασε συζητώντας και τραγουδώντας. Απολαυστική η φιλοξενία. Η φιλία ζεστή άνοιξε τον δρόμο και της δικής μας πρόσκλησης στον τόπο τον δικό μας, στην Ελάτη.
Στις 16 Αυγούστου πότε πεζοπορώντας και πότε στην καρότσα ενός φορτηγού που βρέθηκε στον δρόμο μας τυχαία, δόξα σοι ο Θεός, φτάσαμε στην Ελάτη. Η επιστροφή των ασώτων  γιορτάστηκε από μικρούς και μεγάλους. Βλέπετε την εποχή εκείνη η τηλεφωνική επικοινωνία ήτανε είδος σπάνιο.... πολυτέλεια. 
Γεμάτοι περηφάνεια μιλούσαμε για τις περιπέτειές μας με τους  μικρούς των σκηνών μας, που δεν κλείσανε μάτι όλη την νύχτα. Πολλά τα ερωτήματα, μακρές οι διηγήσεις γι’ αυτά που ζήσαμε. Κατασκήνωση, μια μικρή αλλά οργανωμένη κοινωνία, που εμπνέει αγάπη για τον τόπο και το περιβάλλον, διδάσκει την ομόνοια, την πειθάρχια, το νοικοκυριό. Μεγάλο το κέρδος για την ζωή. Χρέος και γι’ αυτά που μας  χάρισε ο τόπος και δεν πρέπει να ξεχνάμε.
Τα χρόνια πέρασαν κι ο καθένας από εμάς έγινε αυτό που έγινε, το χρέος όμως έμεινε και το βιβλίο που γράφτηκε είναι ένας καινούργιος δρόμος για την ανάπτυξη του Ζαγοριού! 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΣΩΝΙΤΗΣ