Ο Αμβρόσιος, οι αφορισμοί και ο θρησκευτικός μεσαιωνισμός.

on .

 «Μεγάλο» αφορισμό για τον πρωθυπουργό της χώρας Κυριάκο Μητσοτάκη, την υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων Νίκη Κεραμέως και τον υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας κ. Χαρδαλιά, διάβασε το πρωί της Κυριακής, μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας στον Μητροπολιτικό Ναό Παναγίας Φανερωμένης Αιγίου ο Μητροπολίτης πρώην Καλαβρύτων κι Αιγιαλείας κ. Αμβρόσιος. Τους μεν δύο πρώτους για την απόφασή τους να κλείσουν (ύστερα βέβαια από εισήγηση της καθ΄ ύλην αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής) τις εκκλησίες, προκειμένου να περιοριστεί η διασπορά του κορωνοϊού, την δε κ. Κεραμέως  επειδή  ανέφερε πως ο ιός μεταδίδεται με το σάλιο, επομένως και διά της Θείας Μεταλήψεως. 

Η κίνηση του Μητροπολίτη επί της ουσίας καταδικάστηκε από την Ιερά Σύνοδο, η οποία διευκρίνισε πως μόνο η ίδια μπορεί να επιβάλλει αυτή την ποινή. Η είδηση η οποία πριν από έναν περίπου χρόνο ανακοινώθηκε από το σύνολο των ΜΜΕ, εκτός από την έκπληξη προκάλεσε και τη γενική θυμηδία. Έκπληξη γιατί είναι γνωστή η επίσημη θέση της Εκκλησίας για την αποδοχή των επιστημονικών θέσεων στο συγκεκριμένο πρόβλημα, αλλά και γενικότερα της επιστήμης. Ταυτόχρονα, όμως και θυμηδία γιατί ο συγκεκριμένος ιεράρχης με ακραίες κατά καιρούς θέσεις, μπερδεύοντας την Δεξιά του Κυρίου με τις ακροδεξιές παραφυάδες, καλλιεργώντας το φανατισμό και τη μισαλλοδοξία, αναβιώνει τον θρησκευτικό μεσαιωνισμό, ο οποίος δεν έχει θέση στους κόλπους της Εκκλησίας και στις αρχές μιας θρησκείας που πεμπτουσία της είναι η αγάπη και η ειρήνη. 
Αλλά ο συγκεκριμένος «πρώην» δεν σταμάτησε εδώ. Ξαναχτύπησε  αφορίζοντας πρόσφατα τον καθηγητή Πολιτικής της Υγείας, Ηλία Μόσιαλο, για ανάρτησή του και τον συγγραφέα, Χρήστο Χωμενίδη, για χριστουγεννιάτικο διήγημά του, κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας στον ιερό ναό Φανερωμένης Αιγίου. Έφτασε δε να χαρακτηρίσει τους εμβολιασμένους «τέκνα του διαβόλου»  και το εμβόλιο «σφραγίδα» του. Και αν ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση, λίγο το κακό. Δυστυχώς, και μια μερίδα  παρόμοιων «ταλιμπανοχριαστιανών»( επιτρέψτε μου τον νεολογισμό), αρθρογραφούντων (ιδίως στο διαδίκτυο) και μικροφωνούντων, κατασκευάζουν δίκην πρακτόρων CIA ή KGB σενάρια συνομωσίας προχωρημένης φαντασίας, καλλιεργώντας τον φανατισμό και το μίσος, τον τρόμο και την αβεβαιότητα. 
Το πρόσφατο  φαινόμενο του ιδεοληπτικού γεροντισμού στο Άγιο  Όρος με τις ιδεοληψίες και τον απαράδεκτο προσηλυτισμό προσκυνητών στο αντιεμβολιαστικό κίνημα, παρότι ο κορωνοϊός στην κυριολεξία «θερίζει» στον συγκεκριμένο χώρο, καθώς και τα «οράματα» Γερόντων για «ανάσταση του Ιωάννη Βατάτζη», «ανακατάληψη της Πόλης» και άλλα φαιδρά (κάθε εβδομάδα και μια γεροντική... προφητεία), είναι μια ακόμη επιβεβαίωση ενός υφέρποντος  θρησκευτικού μεσαιωνισμού. 
Προσεγγίζοντας τώρα την έννοια του αφορισμού μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί εκκλησιαστική ποινή με την οποία μέλος ενός χριστιανικού δόγματος αποκλείεται εντελώς από τη χριστιανική κοινότητα, ως τιμωρία για πολύ σοβαρά αμαρτήματα στα οποία περιέπεσε. Διακρίνεται δε σε «μεγάλο», με το πρόσωπο που αφορίζεται να αποκλείεται εντελώς και μονίμως από την χριστιανική κοινότητα, και σε «μικρό», όταν καθίσταται δυνατή η επανένταξή του στους κόλπους της Εκκλησίας. Η Βιβλική βάση του αφορισμού ή της αποκοπής από το σώμα της εκκλησίας είναι το ανάθεμα. Οι σχετικές αναφορές βρίσκονται τόσο στην Επιστολή Προς Γαλάτας 1:8 «Αλλά κι αν εμείς ή ακόμη κι ένας άγγελος από τον ουρανό σάς κηρύξει ένα ευαγγέλιο διαφορετικό από το ευαγγέλιο που σας κηρύξαμε, αυτός να είναι ανάθεμα!», όσο και στην Α΄ Επιστολή προς Κορινθίους (16:22): «όποιος δεν αγαπά τον Κύριο Ιησού Χριστό ας είναι χωρισμένος από το σώμα της εκκλησίας».
Ιστορικά, ως τιμωρητική πρακτική ο αφορισμός δεν είναι ασυνήθης. Χαρακτηριστικός  όσο και αξιοκατάκριτος είναι ο αφορισμός του επαναστατικού κινήματος του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδαβία και Βλαχία από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄, ο οποίος καυστηριάστηκε από τον ανώνυμο συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας με βαρύτατους χαρακτηρισμούς. Στα νεότερα χρόνια αξιοσημείωτος, επίσης, είναι ο αναθεματισμός του Ελευθερίου Βενιζέλου. Πριν κερδίσει την υστεροφημία του σπουδαίου πολιτικού άνδρα, ο Βενιζέλος υπήρξε για μια μεγάλη μερίδα Ελλήνων (κυρίως Αθηναίων!) ένας "προδότης και πουλημένος τράγος". Το 1916 σε μια άκρως ταραγμένη χρονιά για την πατρίδα μας, του διχασμού και των δύο κυβερνήσεων, ο βασιλιάς, ο Μεταξάς κι ο Βενιζέλος, σχημάτιζαν ένα περίεργο όσο και εύφλεκτο μείγμα χωρίς σωστό και λάθος, η Εκκλησία δεν είχε κανένα λόγο να πάρει μονομερή θέση σ' αυτό. Πόσο μάλλον να αφορίσει το Βενιζέλο καλώντας τους πιστούς να ρίξουν πέτρες στο ομοίωμά του και εκφωνώντας κατάρες για: "...τα εξανθήματα του Ιώβ, το κήτος του Ιωνά, τη λέπρα του Ιεχωβά, το τρέμουλο των ψυχορραγούντων" και άλλα τέτοια γραφικά. 
Ανάλογου ενδιαφέροντος είναι και οι αφορισμοί τριών σημαντικών εκπροσώπων της λογοτεχνίας μας: του Εμμανουήλ Ροΐδη (ο οποίος μάλιστα ονομάστηκε «αναθεματισμένος» για το βιβλίο του «Η πάπισσα Ιωάννα», στην οποία διέπραξε το... αμάρτημα να ψέξει τον παραλογισμό, τις υπερβολές, τις  αδικίες και τις δολοπλοκίες της Εκκλησίας, του Ανδρέα Λασκαράτου (παρόμοια κατάσταση με το Ροΐδη: Κι αυτός καυστικός, προκλητικός, σαρκαστικός, με τη δικιά του "Πάπισσα" να ονομάζεται: "Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς". Οπότε, φαπ! Ανάθεμα και τούτος, και μάλιστα όχι ένα αλλά δύο! Πρώτα στην Κεφαλονιά, απ' την οποία κυνηγιέται και καταφεύγει στη Ζάκυνθο. Κι εκεί, αρπάζει ακόμα έναν) και του Νίκου Καζαντζάκη (ο αφορισμός του επαπειλούμενος) για τα έργα του «Ο τελευταίος πειρασμός», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Ο Καπετάν Μιχάλης», κατηγορηθείς ως «ιερόσυλος», ως «προσβάλλων τα χρηστά ήθη» και ως «ευτελίζων τα ιερά και τα όσια του έθνους». Ταυτόχρονα η Ι. Σύνοδος, δίκην μεσαιωνικού Index (“Κατάλογος Απαγορευμένων Βιβλίων”) αποφάσισε την απαγόρευση της κυκλοφορίας των εν λόγω βιβλίων, ο δε μητροπολίτης Καντιώτης απειλούσε ότι θα εμπόδιζε την κηδεία του.
Η απάντησή του, όμως, με δημόσια επιστολή του ήταν αποστομωτική: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ΄ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ΄στε  τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Το ότι τα βιβλία του συγκεκριμένου συγγραφέα στοχοποιήθηκαν από την εφτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών «ως διακινούντα τα κομμουνιστικά ιδεώδη», καταδεικνύει, αν δεν αποδεικνύει, τον πραγματικό λόγο της δίωξης, με την «προσβολή των χριστιανικών ηθών» να είναι το πρόσχημα. Δεν αποτελεί σύμπτωση, άλλωστε, ούτε το γνωστό σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», ούτε η δίκην επιφανών γιατρών συνταγογράφηση του γνωστού «φαρμάκου» (διά πάσαν νόσον) «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», τρεις φορές την ημέρα -πρωί, μεσημέρι, βράδυ, ένα κουτάλι της σούπας- με την καπηλεία τόσο της πατρίδας, όσο της θρησκείας και της οικογένειας να είναι εμφανέστατη. Το ίδιο αποστομωτική ήταν και η απάντηση του Εμμανουήλ Ροΐδη στην αρχή της «Ιωάννας» του (παίρνοντας δανεική τη φράση του Πασκάλ): «Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο να γελοιοποιεί κανείς τη θρησκεία και στο περιπαίζει εκείνους που τη βεβηλώνουν με τις παράδοξες  γνώμες τους».
Η διαχρονική συμπόρευση του Ιερατείου με την εκάστοτε εξουσία δεν τιμά το ρόλο της ως ακραιφνώς πνευματικού οργανισμού, ούτε βεβαίως, τη βούληση της συντριπτικής  πλειονότητας του ποιμνίου απηχεί. Είναι, για τούτο, καθήκον, της μεν επίσημης Εκκλησίας και των φωτισμένων εκπροσώπων της σε όλους τους βαθμούς της ιεροσύνης, να καταδικάζουν άμεσα και απερίφραστα κάθε φαινόμενο θρησκευτικού «ταλιμπανισμού», των δε πιστών, πιστοί στις κορυφαίες αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας: της αγάπης και της ειρήνης, της μετριοπάθειας και της συνδιαλλαγής, να αφίστανται του θρησκευτικού φανατισμού και των μισαλλόδοξων συμπεριφορών, έχοντας πάντοτε κατά νου πως ο δικός τους Θεός είναι ο Θεός των άλλων με διαφορετικό όνομα.