Η επιδημία στην αρχαία Αθήνα και οι ομοιότητες με το σήμερα...

on .

Αθήνα. 431 π.Χ. Αρχές καλοκαιριού. Ξεσπά ο μακροχρόνιος Πελοποννησιακός πόλεμος.

Ο Περικλής, βλέποντας ότι ο στρατός των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους που είχε συγκεντρωθεί στον Ισθμό ήταν έτοιμος να εισβάλει στην Αττική, μεταξύ των άλλων προέτρεψε τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο και τα χωριά τους στην Αττική και να έρθουν μαζί με τις οικογένειές τους και ότι άλλο από την οικοσκευή τους

μπορούσαν να μεταφέρουν μέσα στα μακρά τείχη. Πράγμα που έκαναν με μεγάλη δυσφορία, αφού πρώτη φορά στη ζωή τους συνέβαινε αυτό, να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και τα ιερά, τα οποία ανοικοδόμησαν μετά την ισοπέδωσή τους από τους Πέρσες.
Ελάχιστοι από τις χιλιάδες οικογένειες βρήκαν στέγη. Κάποιοι άλλοι φιλοξενήθηκαν από συγγενείς ή και φίλους. Οι πιο πολλοί κατασκήνωναν όπου μπορούσαν, κυρίως ενδιάμεσα των τειχών ή στους πύργους, ακόμα και μέσα στα ιερά, εκτός από την Ακρόπολη. Μπορεί να φανταστεί κάποιος τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, ιδιαίτερα μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού. Η αγανάκτηση και η οργή τους έγινε ακόμα πιο έντονη, όταν είδαν να λεηλατείται και να καταστρέφεται η περιουσία τους από την Ελευσίνα μέχρι τις Αχαρνές, αλλά και σε άλλους δήμους μεταξύ της Πάρνηθας και των Βριλλησίων.
Στις αψιμαχίες που έγιναν μεταξύ των εισβολέων και του Αθηναϊκού ιππικού σκοτώθηκαν μερικοί, τους οποίους η πόλη έθαψε δημοσίᾳ δαπάνῃ, κατά την οποίαν ταφή εκφώνησε ο Περικλής τον περίφημο επιτάφιο λόγο, τον οποίον μας παρέδωσε ο Θουκυδίδης και στον οποίον εκθειάζει το μεγαλείο της Αθήνας.
Λίγο μετά τον Επιτάφιο, ο Θουκυδίδης περιγράφει τον λοιμό, την επιδημία. Ο μεγάλος ιστορικός μας, ο οποίος όχι μόνον αρρώστησε και ο ίδιος, αλλά είδε και πολλούς άλλους που ασθένησαν, δίνει μια λεπτομερή και συγκλονιστική περιγραφή του λοιμού. Η σύγκριση μεταξύ αυτών που λέει ο Περικλής και των συνεπειών του λοιμού είναι αναπόφευκτη. Πρώτα θα αναφερθούμε στην περιγραφή της επιδημίας, όπως μας την περιγράφει ο ίδιος και, σε ένα δεύτερο μέρος, θα δούμε τις συνέπειες.
Στις αρχές του καλοκαιριού του δεύτερου έτους του πολέμου έγινε δεύτερη εισβολή των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους στην Αττική, και μετά από μερικές μέρες ξέσπασε στην Αθήνα ο λοιμός, η επιδημία. Οι εισβολείς έμειναν στην Αττική σαράντα μέρες, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τις περιουσίες των δημοτών και πυρπολώντας τις επαύλεις και τα σπίτια.
Η περιγραφή της είναι συγκλονιστική.
«Τέτοια φθορά ανθρώπων, τόσοι θάνατοι, ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξε», όπως μας λέει. «Το είδος αυτής της αρρώστιας είναι τέτοιο που δε μπορεί να περιγραφεί. Πρόσβαλλε τον καθένα με τρόπο πολύ πιο δύσκολο και πέραν της ανθρώπινης αντοχής. Ήταν φανερό ότι ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από τις συνήθεις αρρώστιες».*
Και ως απόδειξη αυτού του πρωτόγνωρου είναι η παρατήρηση ότι «Ακόμα και τα όρνεα και τα τετράποδα που τρώνε ανθρώπινες σάρκες, παρόλο που υπήρχαν πολλά άταφα πτώματα είτε δεν πλησίαζαν ή, αν έτρωγαν από αυτά, πέθαιναν. Παρατηρήθηκε σαφής απουσία τέτοιων πουλιών και δεν τα έβλεπε κανείς ούτε σε άλλο μέρος ούτε γύρω από τα πτώματα. Με τα σκυλιά πολύ περισσότερο γινόταν αυτό αισθητό, επειδή ζουν μαζί με τους ανθρώπους».
«Αυτής, λοιπόν, της αρρώστιας, αφού παραλείψω και άλλα πολλά από τα παράδοξά της, όπως έτυχε να προσβάλλει με ξεχωριστό τρόπο τον καθένα, τέτοια ήταν η μορφή της γενικά. Τίποτε άλλο από τα συνηθισμένα νοσήματα δε στενοχωρούσε εκείνη την περίοδο».
«Αν τυχόν παρουσιαζόταν άλλο νόσημα, κατέληγε σε αυτή την αρρώστια».*
«Οι ιατροί δε μπορούσαν να θεραπεύσουν τους ασθενείς, αφού δε γνώριζαν την αιτία που την προκαλούσε και επειδή πρώτη φορά αντιμετώπιζαν κάτι τέτοιο. Και όσοι επιχειρούσαν να θεραπεύσουν τους ασθενείς, προσβάλλονταν και οι ίδιοι από αυτήν την αρρώστια και πέθαιναν».*
Όπως συμβαίνει σε πολύ κρίσιμες για τη ζωή και τον θάνατο καταστάσεις, όσοι είναι πιστοί προσπαθούν να βρουν καταφύγιο και σωτηρία με την επίκληση του Θείου. «Όσοι, όμως, πιστοί ζητούσαν με ικεσίες ή με άλλους παρόμοιους τρόπους να θεραπευτούν, απογοητεύονταν γρήγορα και εγκατέλειπαν τις προσπάθειές τους».
Το ερώτημα που απασχολούσε και ιατρούς και απλούς πολίτες ήταν, «Από πού ξεκίνησε η επιδημία».* Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη η επιδημία λέγεται ότι άρχισε από την Αιθιοπία, μεταδόθηκε στην Αίγυπτο και τη Λιβύη (δηλ. την Αφρική πλην της Αιγύπτου), στην Περσική αυτοκρατορία, και εμφανίστηκε ξαφνικά πρώτα στον Πειραιά και αμέσως μετά στην ίδια την Αθήνα. Δεν περιορίστηκε, όμως, στην Αθήνα, αλλά μεταδόθηκε και στις πιο πολυάνθρωπες πόλεις.
Όπως και σήμερα, έτσι και τότε «Άρχισαν οι διάφορες φήμες:* ότι οι Λακεδαιμόνιοι έριξαν δηλητήριο στις πηγές του νερού, άλλοι –απλοί άνθρωποι και ιατροί– ο καθένας έλεγε διάφορες άλλες εκδοχές». Οι παλαιότεροι στην ηλικία θυμήθηκαν ένα στίχο, πιθανότατα χρησμό, που έλεγε ότι θα έρθει «Δωρικός πόλεμος μαζί με λ(ο)ιμό» και ότι τότε άλλοι έλεγαν ότι πρόκειται για «λοιμόν», δηλαδή επιδημία, και άλλοι ότι επρόκειτο για «λιμόν», δηλαδή πείνα. Στη τωρινή περίπτωση έδιναν όλη τη σημασία της επιδημίας.
Όπως έχει ειπωθεί, «Αν κάποιος ήταν ήδη άρρωστος, η αρρώστια του εξελισσόταν σε επιδημική νόσο.* Όλους τους άλλους τους κτυπούσε χωρίς καμιά αιτία εντελώς ξαφνικά, παρόλο που ήταν υγιείς».
Ποια ήταν τα συμπτώματα; «Πρώτα τους έπιανε υψηλός πυρετός στο κεφάλι* και κοκκίνισμα και φλόγωση στα μάτια. Εσωτερικά, τόσο ο φάρυγγας όσο και η γλώσσα κοκκίνιζαν αμέσως σαν αίμα. Η ανάσα τους βρωμούσε ασυνήθιστα. Μετά τους έπιανε φτάρνισμα και βραχνάδα. Πολύ σύντομα ο πόνος κατέβαινε στα στήθη και συνοδευόταν από πολύ δυνατό βήχα.* Όσες φορές έφτανε στο στομάχι, το ανακάτωνε, και ακολουθούσαν έμετοι της χολής όλων των ειδών, όσα οι γιατροί έχουν ονομάσει, και αυτοί γίνονταν με μεγάλη ταλαιπωρία. Τους περισσότερους τους έπιανε λόξυγκας χωρίς εμετό, ο οποίος λόξυγκας προκαλούσε πολύ δυνατό σπασμό, που σε άλλους σταματούσε αμέσως μετά, ενώ σε άλλους μετά από πολύ χρόνο».
«Το σώμα, αν το άγγιζες εξωτερικά, δεν ήταν πολύ ζεστό. Και το χρώμα του δεν ήταν χλωμό, αλλά είχε χρώμα υπέρυθρο, κιτρινωπό, με εξανθήματα από μικρές φουσκάλες και έλκη. Το εσωτερικό, όμως, καιγόταν τόσο πολύ από τον πυρετό, ώστε δεν ανεχόταν ο ασθενής ούτε τα πιο λεπτά ρούχα ή σεντόνια ούτε άλλο οτιδήποτε. Οι άρρωστοι προτιμούσαν να είναι γυμνοί, και με μεγάλη ευχαρίστηση θα ρίχνονταν σε παγωμένο νερό. Πολλοί από τους αρρώστους που ήταν παραμελημένοι έπεφταν στα φρεάτια, επειδή υπέφεραν από ακατάπαυστη δίψα. Το ίδιο, όμως, αποτέλεσμα είχε, αν έπινε κάποιος λίγο ή πολύ νερό».
«Σε όλη τη διάρκεια του νοσήματος ο άρρωστος δε μπορούσε να ησυχάσει και βασανιζόταν από αϋπνία. Το σώμα, όσο η αρρώστια βρισκόταν στην ακμή της, δε μαραινόταν από εξάντληση, αλλά απρόσμενα άντεχε την ταλαιπωρία. Οι περισσότεροι πέθαιναν την ένατη ή την έβδομη μέρα από τον εσωτερικό πυρετό, διατηρώντας ακόμα σε ένα βαθμό τις δυνάμεις τους. Αν γλύτωναν από αυτό, το νόσημα κατέβαινε στην κοιλιά, προκαλούσε ένα ισχυρό έλκος και συγχρόνως μια ακατάσχετη διάρροια, εξ αιτίας της οποίας πέθαιναν οι περισσότεροι από εξασθένηση».
«Η αρρώστια αυτή περνούσε από όλο το σώμα αρχίζοντας από το κεφάλι.* Αν κάποιος γλύτωνε από τα χειρότερα, κτυπούσε τα άκρα του αφήνοντας πάντοτε τα σημάδια της. Κτυπούσε τα γεννητικά όργανα, τα άκρα των χεριών και των ποδιών, και πολλοί γλύτωσαν χάνοντας τα χέρια ή τα πόδια, ακόμα και τα μάτια σε άλλες περιπτώσεις».
«Επιπλέον, καταλαμβάνονταν, μόλις περνούσε η αρρώστια, από γενική αμνησία, δε μπορούσαν να θυμηθούν ούτε ποιοι ήταν οι ίδιοι ούτε αναγνώριζαν τους συγγενείς τους».
Όσο για τη φροντίδα που είχαν, «Άλλοι πέθαιναν παραμελημένοι, άλλοι παρόλο που τύχαιναν πολύ καλής φροντίδας».*
Αναφορικά με τη θεραπευτική μέθοδο, «Κανένα απολύτως θεραπευτικό μέσο δε βρέθηκε που να το προσφέρει κάποιος στους ασθενείς και να τους ωφελήσει. Ένα φάρμακο που ωφελούσε τον ένα, έβλαπτε τον άλλον».*
Μήπως πέθαιναν μόνον οι αδύναμοι και εξασθενημένοι σωματικά; «Κανένα σώμα δεν αποδείχτηκε αύταρκες στο να αντιδράσει στη νόσο, είτε ήταν ρωμαλέο είτε ήταν αδύναμο, αλλά η αρρώστια κατέβαλλε όλα τα σώματα, ακόμα και αυτά που ακολουθούσαν την πιο υγιεινή δίαιτα».
Ποια ψυχική διάθεση είχαν οι πολίτες που προσβάλλονταν από τη νόσο; «Το πιο φοβερό, ωστόσο, από όλη αυτή την αρρώστια ήταν η απελπισία* που έπιανε αυτούς που αντιλαμβάνονταν ότι προσβλήθηκαν από αυτήν, επειδή αμέσως πίστευαν ότι δεν είχαν καμιά ελπίδα σωτηρίας, εγκατέλειπαν τον εαυτό τους στη μοίρα τους και δεν είχαν καμιά δύναμη αντίστασης».
Ήταν μεταδοτική η αρρώστια; Όπως ειπώθηκε, θεράποντες ιατροί προσβάλλονταν από τη νόσο και πέθαιναν. Μεταδιδόταν, όμως, ακόμα από «το γεγονός ότι, προσπαθώντας ο ένας να θεραπεύσει τον άλλον, προσβάλλονταν από την αρρώστια* και πέθαιναν σαν τα πρόβατα. Και αυτό ακριβώς προκαλούσε και τη μεγαλύτερη φθορά».
Πώς αντιδρούσαν οι απλοί πολίτες στη νόσο έναντι των άλλων συμπολιτών τους και έναντι των δικών τους ανθρώπων που νοσούσαν; «Από φόβο οι υγιείς δεν πλησίαζαν ο ένας τον άλλον* και έτσι οι άρρωστοι πέθαιναν μόνοι τους αβοήθητοι. Πολλά σπίτια ερημώθηκαν, επειδή κανένας δε βρέθηκε, για να τους θεραπεύσει. Είτε πέθαιναν, επειδή πλησίαζαν ο ένας τον άλλον,* και μάλιστα όσοι ήθελαν να δείξουν την αρετή τους. Από ντροπή δε λογάριαζαν τον εαυτό τους και έμπαιναν στα σπίτια των φίλων, για να τους περιποιηθούν. Στο τέλος, ακόμα και οι δικοί τους σταμάτησαν να κλαίνε τους νεκρούς τους,* ηττημένοι από τη μεγάλη συμφορά που τους βρήκε». Πολύ περισσότερο, όσοι ξέφυγαν τον κίνδυνο, συμπονούσαν και αυτόν που πέθαινε και αυτόν που υπέφερε, επειδή γνώριζαν και οι ίδιοι από δική τους εμπειρία και επειδή ήξεραν ότι πια δεν κινδύνευαν.
Αποκτούσε ανοσία όποιος επιβίωνε; «Η αρρώστια δεν πρόσβαλλε δυο φορές το ίδιο άτομο, τουλάχιστον για να του προκαλέσει τον θάνατο. Και θεωρούνταν ευτυχείς από τους άλλους, αλλά και οι ίδιοι από τη χαρά για τη σωτηρία τους και από την κούφια ελπίδα που είχαν ότι και στο μέλλον δεν επρόκειτο να προσβληθούν από οποιαδήποτε αρρώστια».
Η κοσμοσυρροή στο άστυ συνέτεινε στην εξάπλωση και επιδείνωση της νόσου; «Περισσότερο και από την ταλαιπωρία που προκαλούσε η αρρώστια, πίεζε τους Αθηναίους η συρροή του πληθυσμού από τους αγρούς στη πόλη, και πολύ περισσότερο βέβαια τους ίδιους τους ανθρώπους που ήρθαν απέξω. Επειδή δεν υπήρχαν αρκετά σπίτια και οι άνθρωποι έμειναν σε καλύβια αποπνικτικά μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, ο θάνατος γινόταν χωρίς καμιά τάξη. Οι νεκροί κείτονταν ο ένας πάνω στον άλλον και άλλοι μισοπεθαμένοι κυλιόνταν στους δρόμους γύρω από όλες τις κρήνες λόγω της ακατάπαυστης δίψας που είχαν».
Και η στάση των πολιτών έναντι των ιερών και οσίων; Και αναφορικά με τα παραδοσιακά ταφικά έθιμα; «Τα ιερά, μέσα στα οποία είχαν κατασκηνώσει, είχαν γεμίσει με πτώματα ανθρώπων που πέθαιναν μέσα σε αυτά. Επειδή η συμφορά ήταν τόσο μεγάλη που οι άνθρωποι, μη γνωρίζοντας τί θα γίνουν, αδιαφορούσαν το ίδιο και για τα ιερά και τα όσια».
«Όλα τα έθιμα που χρησιμοποιούσαν πρωτύτερα για τις ταφές, παραβιάστηκαν.* Ο καθένας έθαβε τους νεκρούς του, όπως μπορούσε. Πολλοί, από έλλειψη των αναγκαίων μέσων, επειδή ήδη είχαν θάψει πολλούς άλλους, χρησιμοποίησαν ακόμα και αναίσχυντες μεθόδους. Μερικοί προλάβαιναν και τοποθετούσαν τον νεκρό τους πάνω σε ξένες πυρές ανάβοντάς τες, και άλλοι, ενώ καιγόταν κάποιος άλλος νεκρός στην πυρά, έριχναν και τον δικό τους από πάνω και έφευγαν».
Στο μυαλό μας έρχεται πάλι η ρήση του μεγάλου μας ιστορικού, ότι όσο η ανθρώπινη φύση είναι η ίδια, τα ίδια και παρόμοια πράγματα θα συμβαίνουν!

Σημ.: με αστερίσκο επισημαίνω τα κοινά σημεία μεταξύ εκείνης της πανδημίας και αυτής που πλήττει την ανθρωπότητα αυτή την εποχή. Περισσότερα για τις επιδημίες στην αρχαία Ελλάδα, καθώς και την ιατρική επιστήμη, μπορεί κάποιος να δει στο βιβλίο μου «Η Αρχαία Ελληνική Ιατρική», Θεσσαλονίκη 2017, εκδόσεις University Studio Press.