Τα σημερινά debate και οι μονομαχίες του τότε!

on .

Ιδιαίτερα σε προεκλογικές περιόδους ένα θέμα που εισέρχεται δυναμικά στο κάδρο της επικαιρότητας είναι το debate. Αποδιδόμενο ελληνιστί ως τηλεοπτική «μονομαχία» ή τηλεμαχία, μονοπωλεί το ενδιαφέρον όλων (;) μας για μέρες. Το debate καθίσταται talk of the town μέχρι να προσδιοριστούν από τους ειδικούς οι «τεχνικές προδιαγραφές» που πρέπει να το διέπουν: Ποιοι πολιτικοί θα παρίστανται; Με τι κριτήρια θα γίνει η επιλογή των δημοσιογράφων που θα θέτουν τις ερωτήσεις; Πόσος χρόνος θα δοθεί στους «ανακρινόμενους» αρχηγούς κομμάτων; 

Όταν, με το καλό, η τηλεμαχία ολοκληρώνεται παίρνουν τη σκυτάλη στατιστικοί αναλυτές και επικοινωνιολόγοι για να δουν πού «βαρέσαν τα σμπάρα». Εξετάζεται αν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι από την όλη διαδικασία, πόσο επιτυχείς ήταν οι χρωματικές επιλογές στην ένδυση των συμμετεχόντων και συμμετεχουσών, αν τηρήθηκαν οι θεμελιώδεις αρχές και οι βέλτιστες πρακτικές της γλώσσας σώματος (body language) και τα τοιαύτα.
Σχεδόν σε πάσης φύσεως εκλογική αναμέτρηση τίθεται με σαιξπηρική δυναμική το δίλημμα: “to debate or not to debate”.
Όμως, πρέπει να λέμε «πάλι καλά», αν αναλογιστούμε ότι οι πολιτικοί πρόγονοί μας πριν από ένα-ενάμιση αιώνα έλυναν ενίοτε τις διαφορές τους με κανονικές μονομαχίες (εκτός εισαγωγικών τότε). Μονομαχίες μεταξύ υπουργών, βουλευτών αλλά και μονομαχίες σε επίπεδο «απλών» πολιτών-ψηφοφόρων. Μονομαχίες για ψύλλου πήδημα! Μια έντονη διαφωνία, μια δημόσια προσβολή μετ’ ολίγης υπερευθιξίας συνέθεταν ένα μείγμα υψηλής αναφλεξιμότητας, που πιθανότατα να οδηγούσε τα δύο εμπλεκόμενα μέρη εις το πεδίον της τιμής, όπου θα έπρεπε η ντροπή να ξεπλυθεί με αίμα και μόνον με αίμα…
Επρόκειτο για άλλο ένα ξενόφερτο έθιμο του οποίου οι φράγκικες ρίζες έφθαναν μέχρι τη μεσαιωνική κεντρική Ευρώπη και τους παρεξηγησιάρηδες σιδηρόφρακτους ιππότες της. Βέβαια, ο χρονογράφος Ιωάννης Κονδυλάκης - χωρίς να υποτιμά την ενδεχόμενη τραγικότητα των συνεπειών μιας μονομαχίας - αναφέρει ότι ο φόρος του αίματος λόγω αυτής της βάρβαρης συνήθειας δεν ήταν τόσο υψηλός στη χώρα μας. Όπως μας πληροφορεί με το απαράμιλλο ύφος του: «η μονομαχία παρ’ ημίν περιωρίζετο εις ανταλλαγήν σφαιρών χωρίς αποτέλεσμα και σπαθισμούς οίτινες μόνον τον αέραν κατέκοπτον […]» .
Σταχυολογώντας μια από τις πλέον γνωστές μονομαχίες μεταξύ επωνύμων, συναντάμε ως πρωταγωνιστές τον Γεώργιο Μπούμπουλη και τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Βρισκόμαστε στις αρχές του 1872 και η Κυβέρνηση που σχηματίζεται έχει ως Υπουργό των Ναυτικών τον παρορμητικό πλωτάρχη Γ. Μπούμπουλη. Χωρίς καμία χρονοτριβή ο Γορτυνιακής καταγωγής Θ. Δηλιγιάννης αρχίζει να δημοσιεύει άρθρα με αδιάσειστα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο Μπούμπουλης έχει παντελώς χρεοκοπήσει οικονομικά. «Πώς είναι δυνατόν να καταλαμβάνεται υπουργικός θώκος από κάποιον που έχει ρίξει “κανόνι”;» δεν σταματά να διερωτάται με σαρδόνιο ύφος, ο εκ Λαγκαδίων ορμώμενος πολιτικός ανήρ. Αμέσως ο Μπούμπουλης στέλνει πρόσκληση για μονομαχία. Στη συνέχεια εμπλέκεται στη διαμάχη το μισό υπουργικό συμβούλιο, ενώ το φλέγον και ακανθώδες θέμα απασχολεί τις εφημερίδες για καιρό. Τελικά, η έκβαση ήταν ευτυχώς αναίμακτη καθότι ο Αρκάς πολιτικός ούτε αποδέχθηκε ούτε απέρριψε επίσημα τη σχετική πρόσκληση. Σώφρον είναι να μην μας διαφεύγει ιστορικά ότι τα επόμενα χρόνια ο Δηλιγιάννης διετέλεσε συνολικά πέντε φορές πρωθυπουργός, ενώ ο Μπούμπουλης επτά φορές Υπουργός Ναυτικών!
Θεσμικά, η αυλαία στο άγριο αυτό έθιμο των μονομαχιών έπεσε το 1918 με τον νόμο 1592 που προέβλεπε αυστηρές ποινές για όλους τους μετέχοντες σε αυτές, χωρίς να αφήνει ατιμώρητους τους συναιτίους-συνεργούς, όπως μάρτυρες, ιατρούς και μέλη του «αρμοδίως προστρέχοντος» συμβουλίου τιμής.
Κλείνοντας, σημειώνεται ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα - με αφορμή την εκλογή νέου αρχηγού στο ιστορικό Σοσιαλιστικό Κίνημα - ήρθε πάλι εμφατικά στο προσκήνιο το δίλημμα “to debate or not to debate”.
Εν πάση περιπτώσει, ανεξαρτήτως τελικών αποτελεσμάτων και επί μέρους συμπερασμάτων, το διαχρονικό ζητούμενο παραμένει η ποιοτική αναβάθμιση της εγχώριας πολιτικής κουλτούρας σε όλα τα επίπεδα, από τη στιβαρή λαϊκή βάση των ανωνύμων πολιτών (και όχι υπηκόων!) μέχρι τα δυσπρόσιτα διοικητικά ρετιρέ της ημετέρας πατρίδος.