Το «παραμύθι» της προοδευτικότητας…

on .

Πριν από κάποια χρόνια η διάκριση των κομμάτων σε «προοδευτικά» και σε «συντηρητικά» είχε περιεχόμενο και στη θεωρία και στην πράξη.

Αυτό σήμαινε ότι πολίτες και πολιτικοί που στήριζαν το υπάρχον πολιτικό και οικονομικό σύστημα θεωρούνταν συντηρητικοί, ενώ όσοι στόχευαν στην ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης χαρακτηρίζονταν Προοδευτικοί – Αριστεροί. Και σ’ αυτό το πλαίσιο η πολιτική αντιπαράθεση είχε νόημα και σοβαρή αναφορά στη στάση και στα συμφέροντα της κοινωνίας.

Βεβαίως εκείνα τα χρόνια στην πράξη υπήρξαν πολιτικές προτάσεις και αποφάσεις που έδειξαν τη διαφορά του προοδευτικού από τον συντηρητικό. Για παράδειγμα, δηλωτικοί ήταν αυτού του πνεύματος οι νόμοι που αναφέρονταν στην αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, η άμεση εκλογή των αιρετών της Τ.Α., το ΑΣΕΠ, η ενίσχυση της δημόσιας υγείας και παιδείας, η προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων κ.ά.
Όμως εκτιμώ πως η ιδεολογική και η κυβερνητική πρακτική, εδώ και αρκετά χρόνια έχασαν το στίγμα τους σε επίπεδο αξιών, αρχών και στόχων. Και έτσι η λαϊκή ρήση που λέει ότι «όλοι είναι ίδιοι», αποκαλύπτει την πολιτική και κομματική πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας. Και αυτό το στοιχείο χαρακτηρίζει κόμματα, φορείς και πολίτες.
Και πράγματι, ποια διαφορά σε επίπεδο ιδεολογίας και αξιών μπορεί ένας νουνεχής πολίτης να διαπιστώσει στα κόμματα που συμμετείχαν σε κυβερνητικά σχήματα τα τελευταία τριάντα χρόνια; Μήπως όλες οι κυβερνήσεις δεν αποδέχτηκαν το κοινωνικό μας σύστημα και δεν εφάρμοσαν πολιτικές που αναπαράγουν το οικονομικό οικοδόμημα με τις ανισότητες των δικαιωμάτων και με τα προνόμια των ισχυρών σε βάρος των πολλών;
Ή μήπως αμφισβήτησαν την ένταξη της χώρας στην Ευρώπη, στο ΝΑΤΟ και γενικότερα στον στρατηγικό σχεδιασμό των Μεγάλων Δυνάμεων – Συμμάχων; Ευτυχώς οι διακηρύξεις παλιά του ΣΥΡΙΖΑ και οι ρητορικές κορόνες του Τσίπρα, ικανοποιούν τις ιδεοληψίες κάποιων παραπλανημένων!
Βέβαια τα κόμματα επιμένουν ότι το καθένα έχει την ιδεολογική του ταυτότητα και ότι είναι το πιο ικανό και αξιόπιστο να διαχειρίζεται τα προβλήματα της χώρας και τις ανάγκες των πολιτών. Προσωπικά έχω αποδεχτεί ότι οι κομματικές ιδεολογίες βρίσκονται ερμητικά κλεισμένες στα συρτάρια τους και προβάλλοντας υποκριτικά στη βιτρίνα της ρητορικής αντιπαράθεσης. Και γι’ αυτό εκτιμώ ότι οι πολίτες στις εκλογές τους ακολουθούν κριτήρια όχι ιδεολογικά, καθότι το ιδεολογικό στοιχείο δεν μπορεί να διαμορφώνει τη σχέση μας με τα κόμματα, μια και αυτά δεν είναι φορείς ούτε ιδεών ούτε συγκεκριμένων κοινωνικών συμφερόντων.
Αυτός είναι και ο λόγος που η συνεχής αναφορά του Τσίπρα για μελλοντική προοδευτική κυβέρνηση ακούγεται ως μύθος και προσφέρει παραμυθία σε ελαχίστους φανατισμένους ακροατές του. Σ’ αυτό το «αριστερό» σύνθημα τίθενται δύο καίρια ερωτήματα: α) Ο ΣΥΡΙΖΑ στη βάση ποιας προοδευτικής ιδεολογίας συγκυβέρνησε με τον Καμμένο;
β) Πώς θα συγκυβερνήσει με το ΠΑΣΟΚ, όταν ο ίδιος και οι σύντροφοί του έχουν χαρακτηρίσει όλα τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ «Γερμανοτσολιάδες και δοσίλογους»;
Εύκολα, λοιπόν, αντιλαμβάνεται ο πολίτης, ότι τα κόμματα, έχοντας ως αυτοσκοπό την εξουσία και τίποτε άλλο, ζυμώνουν και κοσκινίζουν τις ιδεολογίες με όποια υλικά τους βολεύει. Μόνο που οι περισσότεροι των πολιτικών ξεχνάνε ότι στο δημοκρατικό πολίτευμα ο πολιτικός οφείλει να λειτουργεί ως παιδαγωγός του λαού, μακριά από λαϊκισμούς και ιδεολογίες.
Αυτή είναι σήμερα η πολιτική μας πραγματικότητα και γι’ αυτό η πλειοψηφία των πολιτών αξιολογεί τα κόμματα όχι με βάση τα ιδεολογήματά τους, αλλά με αναφορά στη σοβαρότητα και στην ικανότητα να διαχειρίζονται τα κοινωνικά προβλήματα, τους εθνικούς κινδύνους, καθώς και με εκτίμηση την προσαρμογή τους στους κανόνες των διεθνών συσχετισμών.
Γι’ αυτό και συνθήματα για «προοδευτικές λύσεις» μάλλον προκαλούν την απόρριψή τους και δυσκολεύουν τις αναγκαίες κομματικές συνεργασίες. Ίσως το πιο χρήσιμο για τους πολιτικούς μας είναι να θυμούνται την προτροπή του Πυθαγόρα που έλεγε: «Πριν κοιμηθείτε να σκέφτεστε τι καλό έκανα, και τι όχι, τι έπρεπε να κάνω και το παρέλειψα».