Ελληνο-τουρκική φιλία...

on .

 Στην Αθήνα βρέθηκε, τις προάλλες, ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου και συναντήθηκε με το δήμαρχο της Αθήνας και με τον πρωθυπουργό.

Στις δηλώσεις του επισήμανε πως «η Κωνσταντινούπολη και η Αθήνα είναι δυο πόλεις που τις συνδέει κοινή μοίρα και οφείλουν να βρουν μαζί τις λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν η Ελλάδα και η Τουρκία».
Συνοψίζοντας τις απόψεις του για τις σχέσεις ανάμεσα στις δυο χώρες, σημείωσε με έμφαση: «Η φιλία ανάμεσα στις δύο χώρες δεν είναι μία από τις λύσεις, είναι η μοναδική λύση». Δε νομίζω πως υπάρχει λογικός άνθρωπος, ελεύθερος και υπεύθυνος πολίτης, ανάμεσα στους δυο λαούς, που να έχει διαφορετική άποψη. Ούτε γίνεται για πρώτη φορά μια τέτοια προσπάθεια για την εδραίωση της φιλίας ανάμεσα στους δυο λαούς, από φωτισμένους πολιτικούς και πνευματικούς ηγέτες και των δυο χωρών.
Πριν από 91 χρόνια, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Κεμάλ Αταρτούκ, ύστερα από συνάντησή τους, υπέγραψαν στην Άγκυρα, στις 30 Οκτωβρίου 1930, το Σύμφωνο φιλίας και Σταθερότητας, Διαλλαγής και Διαιτησίας, με το οποίο οι δυο χώρες αναλάμβαναν την υποχρέωση να μην προβούν σε καμιά ενέργεια που θα στρέφεται εναντίον της μιας εξ αυτών, να μην προβούν σε παραγγελίες ή κατασκευές πολεμικών πλοίων και να καταβληθούν προσπάθειες για την τόνωση των εμπορικών σχέσεων ανάμεσα στις δυο χώρες. Τρία δε χρόνια αργότερα υπέγραψαν νέα συμφωνία με την οποία αναλάμβαναν την εγγύηση των κοινών συνόρων των δυο χωρών.
Είναι δε αξιοσημείωτο -και περίεργο για πολλούς- πως μια τέτοια πρωτοβουλία αναλάμβανε ο Ελευθέριος Βενιζέλος λίγα μόλις χρόνια μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και τις αναμφισβήτητες θηριωδίες των Τούρκων, που είχαν δημιουργήσει ένα οξύ ψυχροπολεμικό κλίμα και είχαν αναζωπυρώσει το προαιώνιο μίσος ανάμεσα στους δυο λαούς. Και αυτή την πρωτοβουλία την αναλάμβανε ο ηγέτης εκείνος που είχε οραματιστεί -στα πλαίσια της Μεγάλης Ιδέας- και είχε αγωνιστεί ώστε οι χαμένες πατρίδες να ξαναγίνουν ελληνικές. Όμως όλα αυτά τα οράματα, όλες αυτές οι ελπίδες συντρίφτηκαν, το 1922, στα βράχια της Μικρασιατικής Καταστροφής, για την οποία αυτός δεν ήταν υπεύθυνος.
Αυτό που τον ενδιέφερε, κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήταν η ειρηνική διαβίωση του Ελληνικού Λαού, που θα του έδινε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα που τον απασχολούσαν. Ήταν ο τελευταίος μεγάλος πολιτικός φορέας της εθνικής μας συνείδησης.
56 χρόνια μετά -το 1986- ένας άλλος «Μέγας Έλλην», ο Μίκης Θεοδωράκης -Κρητικός και αυτός- συνεργάστηκε με διακεκριμένους πνευματικούς ανθρώπους της Τουρκίας, ανάμεσα στους οποίους ο Ζουλφού Λιβανελί, διακήρυξε πως «με την Τουρκία εκτός από το Αιγαίο μας ενώνουν πολλά και όταν μιλάμε για Τουρκία δεν εννοούμε ένα στρατιωτικό κατεστημένο», πραγματοποίησε συναυλίες σε πόλεις της Τουρκίας, όπου γίνε δεκτός με πρωτοφανή ενθουσιασμό και πρωτοστάτησε στη σύσταση της Επιτροπής Ελληνοτουρκικής φιλίας, διοργανώνοντας συνέντευξη τύπου. Γι’ αυτό ο Λιβανελί, αποχαιρετώντας το φίλο, με την ανακοίνωση του θανάτου του, αναφέρεται στους αγώνες του και στην αντίστασή του στη γερμανική κατοχή, τον εμφύλιο και τη χούντα και δε δίστασε να υψώσει το ανάστημά του «απέναντι σε κάθε είδος καταπίεσης και πολέμων σε όλη του τη ζωή».
Περιστατικά που δείχνουν ποιος είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουν οι δυο λαοί, αν θέλουν να ακολουθήσουν το δρόμο της προόδου και της ευημερίας, μέσα σε ένα καθεστώς ειρηνικής διαβίωσης και πραγματικής γειτονικής φιλίας.
Υπάρχει, με τα σημερινά δεδομένα, μια τέτοια δυνατότητα; Ασφαλώς όχι. Μας το είπε άλλωστε ο διεθνούς φήμης Έλληνας επιστήμονας και συγγραφέας Βασίλειος Μαρκεζίνης, από 2010, στο βιβλίο του «Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ»: με το υπάρχον πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, στην Τουρκία και στην Ευρώπη και την αποδεδειγμένη ανικανότητα και αχρηστία των διεθνών οργανισμών δεν υπάρχει περίπτωση να βγούμε από το σημερινό αδιέξοδο.