Η καταστροφή στο Φάληρο και οι κατοπινές εξελίξεις…

on .

Το Μάρτιο του 1827 συνήλθε η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (Τρίτη στη σειρά). Οι Άγγλοι οι οποίοι από το 1825 έδειχναν διάθεση να αλλάξουν πολιτική και να βοηθήσουν τους Έλληνες, συγχρόνως δεν ήθελαν να τα χαλάσουν με την Τουρκία, δηλαδή, «και η πίτα ακέραιη και ο σκύλος χορτάτος».
Έτσι, η Αγγλική διπλωματία έπεισε την Εθνοσυνέλευση να διορίσει αρχιστράτηγο τον στρατηγό Τσώρτς και ναύαρχο τον Κόχραν. Στο μεταξύ, ο Κιουταχής είχε καταλάβει την Αθήνα και πολιορκούσε στην Ακρόπολη τους επαναστάτες. Το 1826, μετά την έξοδο του Μεσολογγίου, η κυβέρνηση Ανδρέα Ζαΐμη είχε διορίσει Αρχιστράτηγο Στερεάς Ελλάδος τον Γεωρ. Καραϊσκάκη, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά πώς έπρεπε να αντιμετωπίσει τους πασάδες, όσες χιλιάδες στρατεύματα και να είχαν. Μια ζωή με το καριοφίλι στο χέρι διδάχτηκε πολλά.
Το σχέδιο ήταν: Να εκμηδενίσει το πλεονέκτημα του Κιουταχή. Θα επανέφερε στην επανάσταση τη Ρούμελη (που είχε νεκρωθεί μετά την έξοδο του Μεσολογγίου) με εκστρατεία στα ενδότερα της Στερεάς. Στη συνέχεια θα εξόντωνε τις διάφορες φρουρές που άφησε ο Κιουταχής σαν φυλακές σε επίκαιρα σημεία και θα δημιουργούσε μεγάλο κενό μεταξύ του στρατεύματος του Κιουταχή και των μεγάλων τουρκικών κέντρων της Φθιώτιδας και της Θεσσαλίας.
Έτσι, ο Κιουταχής θα απομονώνονταν και θα βρισκόταν σε ανάλογη με εκείνη της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια και στην Κορινθία, χωρίς να έχει την ευχέρεια να σιτίζεται από τη θάλασσα. Αυτό ήταν. Σύλληψη σχεδίου για καταστροφή του στρατού του Κιουταχή, ο οποίος ενώ πολιορκούσε τη φρουρά της ακρόπολης, βρισκότανε στη μοίρα του πολιορκουμένου στο λεκανοπέδιο των Αθηνών…
Όταν όμως, συναντήθηκε με τον Κόχραν και τον Τσώρτς τους ανέπτυξε το σχέδιό του, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν κάθετα και επέμεναν στην κατά μέτωπο επίθεση. Ο Καραϊσκάκης τους τόνισε ότι αυτό θα ήταν καταστροφικό. Εκείνοι αρνήθηκαν και όρισαν ως ημέρα επιθέσεως την μεθεπόμενη, δηλαδή 13 Απριλίου 1827.
Την παραμονή, όμως, σε μία συμπλοκή – άγνωστο πώς – πυροβολήθηκε ο Καραϊσκάκης στη βουβωνική χώρα και βαριά τραυματισμένος μεταφέρθηκε στο πλοίο του Τσώρτς, όπου άφησε την τελευταία του πνοή. Η είδηση του αιφνίδιου θανάτου του Έλληνα στρατάρχου συγκλόνισε το πανελλήνιο, τάραξε την Κυβέρνηση πολύ. Ο νεκρός του Καραϊσκάκη μεταφέρθηκε στη Σαλαμίνα, όπου και έγινε η κηδεία του στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνος και διατάχτηκε εθνικό πένθος σε όλη την Ελλάδα.
Ο Σπυρίδων Τρικούπης εκφώνησε, τον επικήδειο λόγο στην εκκλησία και ο Αινίαν τον επιτάφιο την ώρα της ταφής. Οι στρατιώτες, τα ίδια τα παλληκάρια του, που πριν από λίγες ώρες ακόμη πολεμούσαν μαζί του, έριξαν πάνω από τον τάφο του τους πυροβολισμούς της τιμής. Και την έκαμε τραγούδι δοξαστικό και θρήνον.
Έτσι, ο Καραϊσκάκης, που προετοίμαζε την καταστροφή της στρατιάς του Κιουταχή οδηγήθηκε στον τάφο, ενώ οι «φιλέλληνες» στρατηγοί Κόχραν και Τσώρτς, μετά από δύο ημέρες (24 Απριλίου 1827) οδήγησαν τους Έλληνες στη σφαγή.
Η επιχείρηση σχεδιάστηκε κακώς και εκτελέστηκε χειρότερα. Είχαν σχεδιάσει να επιτεθούν την νύχτα, αλλά η απόβαση των στρατευμάτων και η μετακίνηση κράτησαν όλη τη νύχτα. Το πρωινό οι οπλαρχηγοί βάδισαν σε αταξία, χωρίς συνοχή και μετά από λίγο έπεσαν εύκολη λεία του δραστηρίου και στρατηγικού αντιπάλου. Ο Κιουταχής χτύπησε τους Έλληνες με όλες τις δυνάμεις του. Το μικρό σώμα των τακτικών καταστράφηκε, το ιππικό καταπάτησε τους άτακτους, οι οποίοι δεν είχαν τα μέσα να κατασκευάσουν ταμπούρια. Μετά από λίγο σε πλήρη αταξία έφυγαν οι Έλληνες προς τη θάλασσα, κυνηγημένοι από το τουρκικό ιππικό. Πολλοί ρίχτηκαν στη θάλασσα και πνίγηκαν. Η καταστροφή στο Φάληρο ήταν η πιο αιματηρή από όσες συνέβησαν στους Έλληνες στη διάρκεια του μεγάλου αγώνα. Πάνω από 1500 άνδρες φονεύτηκαν άδικα.
Οι οπλαρχηγοί Νοταράς, Βέϊκος, Γ. Τζαβέλας, Φωτομαράς και ο συνταγματάρχης Ιγγλέσης ήταν νεκροί. Την επομένη της καταστροφής οι 250 αιχμάλωτοι παρατάχτηκαν κατά σειρά και αποκεφαλίστηκαν. Μετά την καταστροφή αυτή η Ακρόπολη δεν ήταν δυνατό να κρατηθεί. Η φρουρά συνθηκολόγησε με τον όρο να αποχωρήσει με τον οπλισμό και τις αποσκευές…
Ο Ακαδημαϊκός Διον. Κόκκινος στο σύγγραμά του η ελληνική επανάστασις, τόμος 12 σελ. 44 (και σε άλλα σημεία), αναφέρει: «Η Βρετανική Κυβέρνησις επροσπαθούσε επιμόνως να μην αναγνωρισθή ως Ελλάς παρά μόνον η Πελοπόννησος, αι νήσοι του Αργολικού (=Σαρωνικού) και αι Κυκλάδες…».
Τα αναφερόμενα στο κλασικό σύγγραμμα του Διον. Κόκκινου δίνουν την απάντηση στο ερώτημα γιατί οδήγησαν στη σφαγή τόσους Έλληνες οι δύο Άγγλοι στρατάρχες. Προβάλλουν δε και πολλά ερωτηματικά για τον θάνατο του υπέροχου αρχιστρατήγου Στερεάς Ελλάδος Γεωργίου Καραϊσκάκη…
Αρχές Ιανουαρίου 1828 έφθασε στην Ελλάδα ο Ιωάννης Καποδίστριας, τον οποίον εξέλεξε η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας στις 30 Μαρτίου 1827 Κυβερνήτη Ελλάδος για εφτά χρόνια. Ο Καποδίστριας γνώριζε καλά την Ελλάδα, πρώτη του φροντίδα ήταν η αναζωπύρωση της Επανάστασης στη Στερεά. Όταν το καράβι έφθασε στην Ελλάδα έδωσε εντολή να κατευθυνθεί πρώτα στο νησί Κάλαμος κοντά στη Λευκάδα. Εκεί έμενε αδρανής ο οπλαρχηγός Γεωρ. Βαρνακιώτης. Ο Καποδίστριας του ζήτησε να επαναστατήσει τη Δυτική Στερεά. Πραγματικά ο Βαρνακιώτης μαζί με άλλους οπλαρχηγούς πολιόρκησαν τους Τούρκους στο Μεσολόγγι. Στην Ανατολική Στερεά έστειλε τον Δημήτριο Υψηλάντη. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί πολέμησαν τους Τούρκους στη Δυτ. Στερεά και τελικά τους πολιόρκησαν στο Μεσολόγγι. Τελικά τους ανάγκασαν να υπογράψουν συνθήκη παράδοσης στις 2 Μαΐου 1829. Αμέσως οι Άγγλοι έτρεξαν να προλάβουν! Ο Ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος στο κλασικό έργο του «Η Ελληνική Επανάστασις», εκδ. 1957 τόμος 12 σελ. 120 γράφει: «Κατά την αυτήν ημέραν έφθασε προ του Μεσολογγίου ο Άγγλος πλοίαρχος Σπένσερ επιβαίνων του πολεμικού σκάφους Μαγαδασκάρη και ως δια να επαληθεύση διά σκανδαλώδους επεμβάσεως την εναντίον της επεκτάσεως των ορίων της Ελλάδος επί της Στερεάς Βρετανικήν πολιτικήν, ανακοίνωσε ότι ήλθε με την εντολήν να λύση έστω και διά της βίας την πολιορκίαν.
Ο Μιαούλης έσπευσε να τον επισκεφθεί και διά θαρραλέας δηλώσεώς του τον ανάγκασε να αρκεσθή μόνον να γνωστοποιήσει τον σκοπόν της επισκέψεώς του εις τους Τούρκους και να αποπλεύσει. Οι Τούρκοι δεν άλλαξαν γνώμη».
Στην Ανατολική Ελλάδα, ο Δημ. Υψηλάντης αγωνίζονταν να δημιουργεί αξιόμαχα σώματα για την εδραίωση της Επανάστασης που είχε σχεδόν σταματήσει μετά την έξοδο του Μεσολογγίου και ο Καραϊσκάκης ήταν νεκρός…
Συναντούσε δυσκολίες και από το γεγονός ότι έπαιζε ρόλο και η προπαγάνδα εκείνων που δεν ήθελαν την επέκταση των ορίων της Ελλάδας πέρα από την Πελοπόννησο. Ο Άγγλος αντιπρέσβης Δώκινς, ο οποίος βρισκότανε στον πόρο, ζήτησε από τον Καποδίστρια να αποσύρει από τη Στερεά τα υπό τον Δημ. Υψηλάντη στρατεύματα. Ο Καποδίστριας απάντησε: «Αυτά δεν είναι κυβερνητικά στρατεύματα, ένοπλα ντόπια σώματα Ελληνικά, τα οποία απώθησαν τους Τούρκους».
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1829 ο τουρκικός στρατός που βρισκότανε στη Θήβα άρχισε να κινείται προς τα βόρεια με ηγέτη τον Τουρκαλβανό Ασλά μπέη. Ο Δημ. Υψηλάντης βρισκότανε στην Αράχωβα. Αποφάσισε τότε να χτυπήσει τους Τούρκους που πλησίαζαν. Αμέσως, ανέπτυξε θαυμαστή δραστηριότητα. Έστειλε αγγελιοφόρους στα πλησιέστερα μέρη, όπου αδρανούσαν ελληνικά σώματα, με παρακλήσεις στη φιλοτιμία και τον πατριωτισμό τους, κατόρθωσε να συγκεντρώσει δύο χιλιάδες τριακόσιους άνδρες (2.300). με το στράτευμα αυτό έσπευσε να καταλάβει τα στενά της Πέτρας μεταξύ της Λειβαδιάς και της Θήβας. Από εκεί ήταν αναγκασμένος να περάσει ο εχθρός. Διέταξε να οχυρωθούν οι επίκαιρες θέσεις με προμαχώνες και περιχαρακώσεις.
Το πρωί της 12 Σεπτ. ο Τουρκαλβανός αρχηγός όρμησε προς τα στενά με το ιππικό. Η έφοδος υπό τους ήχους των τυμπάνων και σαλπίγγων έγινε με ορμή με τον Ασλά Μπέη μπροστά. Η μάχη γινότανε με μανία και από τις δύο πλευρές και για μια στιγμή φάνηκε να κινδυνεύει το οχυρό να κυριευθεί. Κατά την κρίσιμη στιγμή, όμως κατέφθασε ο Δυοβουνιώτης με εφτακόσιους (700) άνδρες, ο Κριεζώτης, ο Μαμούρης και ο Ψαροδήμος. Ο Σπυρομήλιος συγχρόνως όρμησε με το σώμα του εναντίον εκείνων που κατείχαν τη θέση Βρεσθεμίτες. Έτσι, ο Ασλά μπέης αναγκάστηκε να δώσει στα στρατεύματά του τη διαταγή της υποχώρησης προς το στρατόπεδο, έπειτα από σκληρή μάχη δύο ωρών. Εφονεύτηκαν εκατό Τούρκοι, πολλοί τραυματίστηκαν και αρκετοί αιχμαλωτίστηκαν. Από τους Έλληνες που ήταν οχυρωμένοι, φονεύτηκαν τρεις και τραυματίστηκαν δώδεκα.
Μετά από τη σημαντική αυτή νίκη των Ελλήνων οι Τούρκοι εζήτησαν να υπογραφεί συνθήκη κατάπαυσης των εχθροπραξιών και να αφεθούν οι Τούρκοι να περάσουν την Πέτρα και να φύγουν προς τα βόρεια. Έτσι και έγινε… Η Ελληνική αυτή νίκη είναι πολύ σημαντική, γιατί έδωσε τη δυνατότητα να συμπεριληφθεί στα όρια του Ελληνικού Κράτους και η Στερεά Ελλάδα, πράγμα το οποίον δεν το ήθελαν οι Άγγλοι. Ήταν δε και η τελευταία μάχη του απελευθερωτικού αγώνα έπειτα από οχτώ χρόνια συνεχούς αιματοχυσίας. Και το αξιοπρόσεκτο είναι ότι τον αγώνα άρχισαν και τελείωσαν δύο αδέλφια. Την πρώτη μάχη έδωσε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στη Μολδαβία και την τελευταία ο αδελφός του Δημήτριος στην Πέτρα της Βοιωτίας.
Ο Περραιβός παίρνοντας αφορμή από το κατόρθωμα της Πέτρας, αναφέρει στα Απομνημονεύματά του όλη την προσφορά των Υψηλάντιδων και σημειώνει ότι Υψηλάντης κήρυξε πρώτος την Ελληνική Επανάσταση στη Μολδοβλαχία και Υψηλάντης έδωσε την τελευταία της μάχη στα στενά της Πέτρας και τόνισε στο σημείο αυτό της ιστορίας του ο Περραιβός διθύραμβο σε αναγνώριση της όλης δράσης σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης του Δημ. Υψηλάντη…