Η ζωή σήμερα και η κρίση της κοινωνίας και της παράδοσης…

on .

Η λαίλαπα της πανδημίας, πέρα από τους θανάτους προσφιλών μας προσώπων, τις πνευμονίες, τον εγκλεισμό κατ’ οίκον με τις καραντίνες, την κατάθλιψη, το άγχος,  μας στέρησε και τα πατροπαράδοτα παραδοσιακά πανηγύρια μας, που είναι πόλος έλξης όλων όσων ζουν σε πόλεις.
Τέτοια παραδοσιακά πανηγύρια βίωσα παλιότερα στα Ζαγοροχώρια, στα Μαστοροχώρια, ή όπως συνηθίζουν να τα λέμε «τα Πέτρινα Χωριά της Κόνιτσας» εν αντιθέσει με
τα Καμποχώρια, που τα περισσότερα δεν κρατάνε την παράδοση, παρασυρόμενα από το «ρεύμα» της εποχής.
Σήμερα ζούμε μέσα σ’ ένα χάος, όπου μας παραδέρνει ο δυτικός «πολιτισμός», μέσα στο γενικό ξεκούρντισμα των μυαλών, από την εντατική καλλιέργεια της ψευτιάς, από τους «μεγάλους» της γης.
Ο κόσμος, ειδικά αυτοί που άφησαν τα χωριά τους για ένα καλύτερο αύριο στις πόλεις, θέλει να ξεφύγει από τη σκύλα και τη χάρυβδη, δηλαδή την TV και το διαδίκτυο με την πλύση εγκεφάλου που μας κάνουν και μας βομβαρδίζουν καθημερινά από τη μία με την πανδημία και τα εμβόλια και από την άλλη βιασμοί, ειδεχθή εγκλήματα, ταινίες θρίλερ και τρόμου δημιουργώντας έτσι τους αυριανούς δολοφόνους, όπως αυτόν των Γλυκών Νερών.
Θέλουν να ξεφύγουν από τις πόλεις που ζουν, που έχουν καταντήσει χειρότερες από ζούγκλα, λόγω της παρακμής όλων των «αξιών», όπου βλέπουν την επιστήμη σήμερα να εφευρίσκει τα φοβερότερα μέσα για την εξόντωση του Ανθρώπου και όχι την καλυτέρευσή του. Ο ρόλος της Επιστήμης και της Τέχνης δεν είναι αυτός, αλλά είναι να φωτίζουν τα σκοτάδια, να βοηθάνε τις υγιείς δυνάμεις που θα ωθήσουν την κοινωνία μπροστά να νικήσουνε και ν’ ανεβάζουν το ηθικό των λαών «Βελτίους τους πολίτας εποίησα» ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ.
Έτσι λοιπόν βιώνοντας αυτή την αφόρητη ζωή, αφήνουν για λίγες μέρες πίσω τους αυτήν την παρακμή και αναζητούν να ανασάνουν «καθαρό αέρα» στα χωριά τους και επιστρέφοντας να θυμηθούν το παλιό εκείνο τραγούδι: «Χωριό μου χωριουδάκι μου και πατρικό σπιτάκι μου», που έχει ξεχαστεί.
Οι ξενιτεμένοι λοιπόν των περιοχών αυτών, και μάλιστα οι νέοι, όλη τη χρονιά έχουν κατά νου την ιδιαίτερη πατρίδα τους, όπου πέρα από τους συγγενείς, ανταμώνουν και με τους παιδικούς φίλους τους, είτε αυτούς που μείνανε πίσω, αλλά και με τους άλλους τους ξενιτεμένους που μόνο τηλεφωνικά συνδέονται. Δίνουν ραντεβού στο χωριό και μάλιστα τις μέρες που θα συμπέσει και το παραδοσιακό πανηγύρι.
Και πράγματι, τα χωριά μας την μετά από πολλά χρόνια υποδέχτηκαν πολλούς από τους ξενιτεμένους τους. Όλοι τους, «μπουχτισμένοι» από τις καραντίνες, τις μάσκες, την αφιλόξενη ξενιτιά, τρέχουν να ανασάνουν στο χωριό και να ζήσουν λίγες μέρες ανθρωπιάς και ξεγνοιασιάς. Έτσι τα χωριά, εκεί που ήταν ερμητικά κλειστά, άνοιξαν τα σπίτια και δέχτηκαν τους ξενιτεμένους τους.
Άνοιξαν πάλι τα κοινοτικά καφενεία και κάτω από τον πλάτανο και την παραδοσιακή πέτρινη βρύση, με το γάργαρο νερό, κάθονται οι γέροι το πρωί και αφουγκράζονται τα βελάσματα, τα κουδούνια, από τα κοπάδια που βόσκουν στις πλαγιές, τα γαυγίσματα και το σήμαντρο του Προφήτη Ηλία εκεί ψηλά και πίνοντας το καφεδάκι τους πιάνουν κουβέντα με τα ξενιτεμένα νιάτα κι’ όλο να ρωτάνε.
Τα δειλινά, που ο ήλιος γέρνει στο βάθος του ορίζοντα, οι πλατείες των χωριών σφύζουν από κόσμο, οι αλάνες γεμάτες παιδάκια να παίζουν και να ξεφωνίζουν χαρούμενα, γιατί στις πόλεις οι αλάνες έγιναν πολυκατοικίες και δεν τολμάνε να βγούνε και κάθονται πίσω από έναν υπολογιστή που τους περνάνε τα μηνύματα που θέλουν και τα κάνουν άβουλα. Μόλις νυχτώσει, κάτω από τα αυγουστιάτικα φεγγάρια, γίνεται το μεγάλο γλέντι. Όχι μόνο ανήμερα του πανηγυριού, αλλά κάθε βράδυ οι χωριανοί μικροί μεγάλοι, ντόπιοι και ξενιτεμένοι ανταμώνουν παρέες-παρέες και κάποιος καλλίφωνος θα βρεθεί και αρχίζουν τα τραγούδια, τα παραδοσιακά, όπως τα έμαθαν από τους βιρτουόζους του είδους Γ. Καψάλη, Φιλιππίδη, Αλεξίου, Κ. Χαλκιά δίχως χορό και κλαρίνα.
Ακούγοντάς τα χαίρεσαι, γιατί σ’ αυτά τα χωριά κρατάνε ακόμα την παράδοση και την διατηρούνε όπως ήταν αναλλοίωτη.
Αφορμή για το σημερινό μου άρθρο μου έδωσε ένα παραδοσιακό τραγούδι που άκουσα, της περιοχής αυτής, που θα ήταν κρίμα να μην σας το παρουσιάσω, γιατί είναι ένα αγνό ερωτικό τραγούδι άλλων εποχών:
«Νυστάξαν τα ματάκια μου,
νυστάξαν τα καημένα.
Το πώς κοιμούνται μοναχά
και συντροφιά δεν έχουν.
Δυο φύλλα έχει η πόρτα σου,
δεν ξέρω ποιο ν’ ανοίξω
Ρίξε νερό στην πόρτα σου
να ‘ρθω να ξεγλιστρήσω.
να βρω ΄φορμή ‘πτη μάνα σου
να ρθω να σε φιλήσω». Κι’ όσο η νύχτα προχωρά δίχως να το καταλάβουν παίρνει και χαράζει:
«Κι αν δεν σε βρουν χαράματα πώς θες ν’ ακούς τ’ αηδόνια;»
Και του χρόνου καλύτερα και με κλαρίνα.
(ΜΕΤΣΟΒΟ)