Πως γινόταν η κατήχηση στη Φιλική Εταιρεία

on .

Θαυμάζει, πραγματικά, κανείς τον τρόπο με τον οποίο οργάνωσαν τη Φιλική Εταιρεία οι αγωνιστές της Εθνεγερσίας του 1821.

Το κείμενο που περιγράφει λεπτομερώς την πορεία της κατήχησης βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. «Αφού γνωρίσης ένα Γραικόν, ότι είναι βέβαιος και θερμός εραστής της πατρίδος και καλός άνθρωπος, ότι δεν είναι μέλος εις καμμίαν άλλην εταιρείαν μυστικήν, όποια και αν είναι. Ότι επιθυμεί να κατηχηθή εις την Εταιρείαν μας όχι από απλήν περιέργειαν, αλλά από καθαρόν πατριωτισμόν, τότε, του δίδεις την υπόσχεσιν, ότι θέλεις τον δεχθή εις την Εταιρείαν και πρώτον τον κάμνεις αδελφοποιτόν με το Ευαγγέλιον.
Μετά δύο ή τρεις ημέρας τον πηγαίνεις εις ένα ιερέα λέγοντάς του, ότι θέλεις να ορκίσης τον παρόντα άνθρωπον, αν ίσως εκείνα τα οποία πόσχεται και λέγει διά μίαν γνωστήν υπόθεσιν είναι αληθινά.
Έπειτα κατά μέρος (διά να μην ακούση ο ιερεύς) του λέγεις τον όρκον και αυτός τον επαναλαμβάνει τρεις φορές φωνή χαμηλοτέρα, έπειτα τον ερωτάς δυνατώτερα, διά να ακούση και ο ιερεύς, ο οποίος λέγει εις τον ορκιζόμενον: αυτά τα οποία είπες εις τον φίλον σου είναι αληθινά; Αυτός θέλει αποκριθή: ναι είναι και θέλουν είσθε αληθινά. Και διά την ασφάλειάν των ορκίζομαι εις το Ευαγγέλιον. Και τότε τον βάζεις και κάμνει τον όρκον κατά τον εκκλησιαστικόν νόμον.
Εις τους έξω της Γραικίας ευρισκομένους είναι συγχωρημένον να γένη αυτός ο όρκος και εις ιερέα τίμιον της Δυτικής Εκκλησίας, αν ίσως δεν είναι ιερεύς Ορθόδοξος.
Ύστερα από τον όρκον, τον παίρνεις εις απόκρυφον μέρος και του κάμνεις την διωρισμένην εξομολόγησιν με ακρίβειαν: Του λέγεις, αν είναι αρκετά δυνατός να βαστάξη το μυστικόν με τον κίνδυνον της ζωής του, διότι αυτά τα οποία μέλλει να μάθει είναι πράγματα ιερά και αξιοσέβαστα εις τας φιλογενείς καρδίας, και από τα οποία κρέμαται η τύχη του ιδίου έθνους και ότι αφού έμβη εις ταύτην την Εταιρείαν, πρέπει να λάβη τον θάνατον προ οφθαλμών, τον θάνατον με όλα τα σκληρά βάσανά του και κατά περίστασιν ημπορεί να φονεύση έναν παραβάτην της Εταιρείας, ας είναι και ο πλησιέστερος συγγενής του (π.χ. ο Γαλάτης).
Τέλος πάντων να στοχασθή ότι όλοι οι άλλοι δεσμοί και υποχρεώσεις, όπου έχει εις τον κόσμον είναι πλέον ουδέν έμπροσθεν του δεσμού της Εταιρείας. Και αν ίσως δεν αισθάνεται αρκετήν δύναμην και απόφασιν εις τον εαυτόν του, να παραιτηθή από του να γίνη μέλος της Εταιρείας.
Του εξηγείς τον σκοπόν σου, λέγοντας, ότι αύριον θέλετε ανταμωθή διά να του ειπής μερικά ακόμη και να μην αλησμονήση να προμηθευθή με ένα μικρόν κίτρινον κεράκι. Την αυτήν ημέραν τον ερωτάς και αυτάς τας εξής εννέα ερωτήσεις: 1ον Πώς ζης και πόθεν ο πόρος της ζωής σου; 2ον Τι συγγενείς έχεις; Ποίου επαγγέλματος και ποίας καταστάσεως; 3ον Εσυγχίσθης ποτέ με κανέναν συγγενή, ή φίλον, ή άλλον τινα; 4ον Εφιλιώθης με αυτούς και διά ποίαν αιτίαν και το εν και το άλλο; 5ον Είσαι υπανδρευμένος; Έχεις κλίσιν να υπανδρευτής; 6ον Έχεις έρωτα; Είχες ποτέ σου; Απέρασε; Και από τι καιρόν; 7ον Σε ακολουθεί καμμία μεγάλη ζημία ή μεταβολή καταστάσεως; 8ον Είσαι ευχαριστημένος εις το επάγγελμά σου και τι επιθυμείς περισσότερον; 9ον Έχεις κανένα φίλον πιστόν και ποιος είναι; Τέλος, πώς έχεις σκοπόν εις το εξής να ζήσης;
Μετά μίαν ή δύο ημέρας εν καιρώ νυκτός σιωπώντας πηγαίνετε εις ασφαλές μέρος και πρώτον βάζεις επάνω εις μίαν τράπεζαν μίαν εικόνα, επάνω της οποίας αφήνει ο κατηγορούμενος το κεράκι του. Αυτό το κεράκι σημαίνει θυσίαν της εκατόμβης, όπου έκαστος χρεωστεί εις την υπέρ πατρίδος καλήν προειδοποίησιν. Αυτό το κεράκι είναι ο μόνος μάρτυς, τον οποίον η δυστυχισμένη πατρίς μας δίδει διά την υπόσχεσιν της ελευθερίας, και ζητούσα παρά των ιδίων της τέκνων παραμυθίαν της σκλαβιάς της.
Και τούτου γενομένου του λέγεις, αν ίσως δεν στοχάζεσαι τον εαυτόν σου αρκετά δυνατόν, διά να ακολουθήση το μυστήριον, έχει ακόμη καιρόν να στοχασθή και να παραιτηθή του δεσμού, εις τον οποίον ήδη εμβαίνει, διότι μόνον ο θάνατος ημπορεί να τον ελευθερώση, η δε μετέπειτα μεταμέλεια είναι ασυγχώρητος.
Μετά ταύτα γονατίζει με το δεξί μόνον γόνυ κοντά εις την τράπεζαν και κάμνει τρεις φορές το σημείον του σταυρού. Είτα (=έπειτα) του δίδεις και ασπάζεται με κατάνυξιν την εικόνα και βάζοντας το δεξί του χέρι επάνω εις αυτήν ανοικτόν ανάπτει το κεράκι του, σβήνων κάθε άλλο φως.
Τότε, έχοντος εκείνου το κερί αναμμένον εις το αριστερόν του χέρι, του λέγεις: αδελφέ, αυτό το κεράκι είναι ο μόνος μάρτυς, τον οποίον η δυστυχισμένη πατρίς μας δίδει δεσμόν εις τον όρκον της ελευθερίας μας και κάμνοντες ομού πάλιν τον σταυρόν τρις συ μεν αναγιγνώσκεις τους όρκους και αυτός εξακολουθεί με όλον το ανήκον σέβας εις την ιερότητα και μεγαλειότητα του πράγματος.
Τελειωθέντων των ειρημένων, βάζεις το δεξιόν σου χέρι επάνω εις τον αριστερόν ώμον του και με αριστερόν σηκώνεις την εικόνα, την οποίαν και αυτός βαστά ωσαύτως με την δεξιάν του και εκφωνείς τα ακόλουθα: Ενώπιον του αοράτου και πανταχού παρόντος αληθινού Θεού, του μόνου αυτοδικαίου και εκδικούντος τους παραβάτας και πονηρούς κατά τους κανόνας της Φιλικής Εταιρείας, και με την δύναμιν την οποίαν έδωκαν οι Μεγάλοι Ιερείς των Ελευσινίων, καθιερώ τον δείνα… ετών τοσούτων… επαγγέλματος… και τον δέχομαι διά μέλος, ως και εγώ εδέχθην εις την Εταιρείαν των Φιλικών.
Μετά την παρούσαν καθιέρωσιν σβήνεται το κεράκι και τον παραγγέλλεις να το φυλάττη καλώς, επειδή αυτό έχει πάντοτε μαζί του μάρτυρα των μεθ’ όρκων υποσχέσεών του (δηλ. την εικόνα).
Και τούτου γενομένου άρχεται εκφωνών τον εξής όρκον: Ενώπιον του αληθινού Θεού, του δικαίου και πανταχού παρόντος, ορκίζομαι αυτοθελήτως, ότι θέλω μείνει πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα και διά πάντα, δεν θέλω φανερώσει το παραμικρόν από τα σημεία ή τους λόγους της. Μήτε θέλω δώσει να καταλάβει τινά ποτέ, ότι εγώ ηξεύρω τι περί τούτων, μήτε πνευματικός μου, μήτε φίλος μου.
Ορκίζομαι, ότι εις το εξής δεν θέλω έμβη εις καμμίαν άλλην εταιρείαν, οποία και αν είναι, μήτε εις κανένα δεσμόν ήθελον έχει εις τον κόσμον, και τον πλέον μέγιστον, θέλω τον μετρά μηδέν ως προς την Εταιρείαν.
Ορκίζομαι, ότι θέλω θρέψει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος και των οπαδών τους και ομοφρονούντων. Θέλω ενεργεί πάντα τρόπον προς βλάβην τους, όταν η περίστασις συγχωρήση τον εξολοθρεμόν τους. Ορκίζομαι ότι ποτέ δεν θέλω μεταχειρισθή βίαν εις «το» να συγχωρηθώ με ένα συναδελφόν, αλλά θέλω προσέχει με την μεγαλυτέραν επιμέλειαν, διά να μη λανθασθώ και ύστερον ακολουθήσει τι εναντίον.
Ορκίζομαι, ότι όπου βρεθώ με συναδελφόν, θέλω τον συμβοηθεί και συντρέχει με όλην την δύναμιν και κατάστασίν μου. Θέλω προσφέρει εις αυτόν σέβας και υπακοήν, αν είναι μεγαλύτερος εις τον βαθμόν και αν αυτός ήτον πρότερος εχθρός μου, τόσον περισσότερον θέλω τον αγαπά, όσον η έχθρα μιας ήτον μεγαλυτέρα.
Ορκίζομαι, ότι καθώς εγώ εδέχθην εις την Εταιρείαν, ούτω και εγώ θέλει δέχομαι αδελφόν, θέλω μεταχειρίζομαι κάθε τρόπον και άργητα έως να τον γνωρίσω ότι είναι Έλλην αληθινός και θερμός υπερασπιστής της δυστυχούς πατρίδος, ενάρετος και καλός άνθρωπος, άξιος να φυλάττη το μυστικόν και να το κατηχή εις άλλον.
Ορκίζομαι, ότι κατ’ ουδένα τρόπον δεν θέλω ωφεληθή από τα μετρητά της κάσσας της Εταιρείας, αλλά θέλω τα στοχάζομαι ως πράγματα ιερά και αναγκαίον ενέχυρον εις όλον το ταλαίπωρον έθνος μας, καθώς και τα λαμβανόμενα και στελλόμενα γράμματα.
Ορκίζομαι, ότι δεν θέλω ερωτήσει τινά, διά να μάθω ποίος τον εδέχθη εις την Εταιρείαν, μήτε εγώ θέλω φανερώσει τον δέξαντά με. Και αν γνωρίσω το σημείον εις το εφοδιαστικόν τινος, θέλω προσποιηθή ότι δεν το εγνώρισα.
Ορκίζομαι, ότι θέλω προσέχει πάντοτε εις την διάνοιάν μου και διαγωγήν μου να είμαι ευσεβής, ενάρετος, ευλαβής εις την θρησκείαν μου, χωρίς να καταφρονώ φανερά τας ξένας, θέλω δίδει πάντοτε το καλόν παράδειγμα, θέλω βοηθεί, συμβουλεύει, συντρέχει τον ασθενή, δυστυχή και αδύνατον ομογενή. Θέλω σέβομαι την διοίκησιν, τα έθιμα, τα κριτήρια, τους μετόχους της διοικήσεως του τόπου, εις τον οποίον διατρίβω.
Τέλος πάντων, ορκίζομαι εις το ιερόν όνομά σου, ω ιερά και αθλία πατρίς. Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους σου, ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα των αιχμαλώτων και καταδίκων κατοίκων σου, τα οποία τόσους αιώνας κατά στιγμήν υποφέρουν τα ταλαίπωρα τέκνα σου, ότι αφιερούμαι όλος εις σε, ότι εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου, το όνομά σου οδηγός των πράξεών μου και η εδική σου ευτυχία η ανταμοιβή των κόπων μου. Η θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήση επάνω εις την κεφαλήν μου όλους τους κεραυνούς της δικαιοκρισίας της, το όνομά μου, οι κατά διαδοχήν κληρονόμοι μου ας είναι εις αποστροφήν, και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των ομογενών μου. Και αν ίσως αλησμονώ μίαν στιγμήν τας δυστυχίας σου και δεν εκπληρώ το χρέος μου, ο θάνατος ας είναι η έφευκτος τιμωρία και ανταμοιβή του αμαρτήματός μου, διά να μη μολύνω την αγιότητα της Ιεράς Εταιρείας σου, με την συμμετοχήν μου.
Όρκος μέγας:
Ορκίζομαι εις το όνομα της αληθείας και δικαιοσύνης. Ορκίζομαι εις το όνομα της γλυκυτάτης και πεφιλημένης μου πατρίδος.
Ορκίζομαι τέλος πάντων εις το όνομα (Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος) του Υπερτάτου Όντος του ενός και μόνου Αληθινού Θεού, ότι υποφέρων τα πλέον σκληρά βάσανα και με θυσίαν της ιδίας μου ζωής, θέλω φυλάξει μυστικόν καθ’ όλην την δύναμιν της λέξεως το μυστήριον, το οποίον μοι γίνεται γνωστόν κατά τον εξής τρόπον…».
Θαυμάζει κανείς τη μακροσκελή ορκωμοσία των Φιλικών. Αναφέρεται λεπτομερέστατα σε κάθε περίπτωση που θα μπορούσε να εμφανιστεί σε όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας, αλλά και κατά τη διάρκεια του αγώνα. Με βάση όλα αυτά ο αγώνας τους έφερε την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.