Τα δάνεια κατά την Επανάσταση του ’21…

on .

Πολλά είναι τα θέματα που πρέπει να αναμοχλεύσουμε με την ευκαιρία των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση του 1821. Ορισμένα απ’ αυτά προσπαθούμε να τα απωθήσουμε στη λήθη, ενώ «η μόνη κάθαρση θα ήταν η μνήμη και η επίγνωσή τους».

Αναφέρομαι στα δύο δάνεια που έλαβε η επαναστατημένη Ελλάδα από την Αγγλία (1824-25). Και επειδή αυτή η δανειοδότηση έγινε στη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων, υπάρχουν ερμηνείες με αξιολόγηση διφορούμενη, δηλαδή άλλοι θεωρούν

τα δάνεια αυτά αιτία εξάρτησης από την Αγγλία και άλλα ως αναγκαιότητα που βοήθησε και στην διεθνή αναγνώριση της Ελλάδας.
Ο ιστορικός Θουκυδίδης έχει γράψει τούτο: «Έστιν ο πόλεμος ουχ όπλων το πλέον αλλά δαπάνης…» (Ο πόλεμος δεν είναι υπόθεση όπλων όσο οικονομικών μέσων). Πρόκειται για μια επισήμανση με οικουμενική και διαχρονική εφαρμογή. Σε κάθε πόλεμο πέραν από άλλους παράγοντες το οικονομικό στοιχείο πρωτίστως διαμορφώνει και το αποτέλεσμα. Άρα είναι νόμος της Ιστορίας και δε χωράει ούτε αμφισβήτηση ούτε αναθεώρηση.
Αυτή η πραγματικότητα δυσκόλεψε τα μέγιστα τους Έλληνες σε όλα τα χρόνια της Επανάστασης (1821-1830). Άλλωστε οι ίδιοι πόροι ήταν μικροί ως ανύπαρκτοι, ενώ οι ανάγκες της Επανάστασης συνεχώς απαιτούσαν χρήματα.
Η Β’ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος (30/3 – 18/4/1823) βρήκε το ετήσιο έλλειμμα της επαναστατικής κυβέρνησης περίπου 24 εκ. γρόσια, «σύνολο εξόδων 38.616.000 γροσίων απέναντι εσόδων 12.846.220 γρ.». Αυτή η δραματική κατάσταση ανάγκασε τη Διοίκηση να συνομολογήσει με τραπεζίτες του Λονδίνου δύο δάνεια, το πρώτο το 1824 και το δεύτερο το 1825. Από τα 70 εκατομμύρια χρυσά φράγκα του ονομαστικού κεφαλαίου, τα ομόλογα απέδωσαν μόλις 39 εκατομμύρια. Από αυτά έφτασαν στην Ελλάδα λιγότερα από 13, ενώ τα υπόλοιπα ξοδεύτηκαν σε τραπεζικές προμήθειες, προκαταβολές φόρων και άλλες γενναίες προμήθειες.
Τα δύο δάνεια κατά την επαναστατική περίοδο έχουν δύο αναγνώσεις, την αρνητική και τη θετική. Η επαναστατική κυβέρνηση στις 6 Απριλίου 1826 δήλωσε αδυναμία πληρωμής των δανείων και κήρυξε την πρώτη ελληνική πτώχευση, προτού να επιτευχθεί η ανεξαρτησία της χώρας.
Αλλά τα δάνεια έχουν και τη θετική τους σημασία και μάλιστα καθοριστική για την αναγνώριση για πρώτη φορά κρατικής οντότητας. Να έχουμε υπόψη ότι ως το 1824 οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) είχαν καταδικάσει με αποφάσεις και διακηρύξεις τους την Επανάσταση ως κίνημα ανατρεπτικό των καθεστώτων της Ευρώπης.
Η Αγγλία με τον δανεισμό των Ελλήνων διαφοροποιεί τη στάση της από τις άλλες Δυνάμεις και δημιουργεί ανταγωνισμό μεταξύ τους ως προς το ελληνικό ζήτημα.
Ο Γιάννης Μήλιος, καθηγητής στο Ε.Μ. Πολυτεχνείο, σημειώνει: «Πέρα όμως από την οικονομική διάσταση των δανείων και ανεξάρτητα από τη συζήτηση σχετικά με την αποτελεσματικότητα της χρήσης τους σε διεθνοπολιτικό επίπεδο επρόκειτο για de facto αναγνώριση της Ελληνικής Αρχής, ως κυβέρνησης ανεξαρτήτου κράτους».
Και ο ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς υποστηρίζει ανάλογη θέση: Το πρόβλημα που έλυσαν τα δάνεια δεν ήταν τόσο οικονομικό όσο πολιτικό και διπλωματικό.
Η Αγγλία με παρεμβάσεις του Υπουργού Εξωτερικών Τζωρτζ Κάνιγκ στις αγγλικές τράπεζες κατάφερε να εγκριθούν αυτά τα δάνεια από ιδιώτες, αλλά που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά της στη Μεσόγειο και στην Ανατολή. Να έχουμε υπόψη μας ότι τότε οι Μεγάλες Δυνάμεις μπορεί να ήταν ενωμένες στην Ιερά Συμμαχία για λόγους καθεστωτικούς, όμως τα συμφέροντά τους δεν εξυπηρετούνταν με την ίδια πολιτική και την ίδια στάση στο ζήτημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που γι’ αυτές εκείνη την εποχή ήταν «ο μεγάλος ασθενής».
Πληρέστερη ερμηνεία για τον δανεισμό των Ελλήνων από την Αγγλία, ενώ ακόμα δεν είχαν ανεξάρτητο κράτος, δίνει η γαλλική εφημερίδα της εποχής Journal des Debats, 28/2/1825: «Από άλλα παραδείγματα ξέρουμε και βλέπουμε ότι τα κεφάλαια Βρετανών υπηκόων που δεσμεύονται σε κάποια χώρα σύντομα αποφέρουν σε αυτήν την προστασία και την ισχύ της Αγγλίας. Γι’ αυτό δεν πρέπει πια να αμφιβάλλουμε ότι μία σημαντική θαλάσσια δύναμη θα είναι ευνοϊκή για την Ελλάδα· ακόμη και αν είναι μόνον για να μη χάσει τα χρήματα του δανείου».
Εκτίμησή μου είναι ότι έχουμε υποχρέωση στα διακόσια χρόνια της Επανάστασης των προγόνων μας να μελετήσουμε την ιστορία της εποχής για να ανοίξουν και τα μάτια μας και η ψυχή μας.