Τα λεγόμενα προνόμια των υπόδουλων Ελλήνων…

on .

lΣυχνά ακούμε κάποια κακόβουλα σχόλια κατά της εκκλησίας για τα προνόμια που παραχώρησε ο σουλτάνος στους ραγιάδες. Όλα αυτά γίνονται αυθαίρετα χωρίς να γνωρίζουν την αλήθεια.
Ο Μωάμεθ ο Β, όταν συνήλθε από τη μέθη της μεγάλης του νίκης και εσκέφτηκε να τακτοποιήσει τα εδάφη που κατάκτησε έλαβε αποφάσεις που ευνόησαν τη διατήρηση του εθνικού χαρακτήρα του υπόδουλου λαού και την ανάπτυξη της εθνικής του ζωής. Έδωσε τα γνωστά προνόμια στους Έλληνες, εκκλησιαστικά και πολιτικά. Αναγνώρισε επίσημα την Ορθόδοξη Εκκλησία και επέτρεψε τη δημιουργία ελληνικής κοινότητας με διοικητικά δικαιώματα.
Οι λόγοι που τον παρακίνησαν να δώσει αυτά τα προνόμια δεν οφείλονταν ούτε στη μεγαλοψυχία του, αλλά και ούτε σε πολιτική μυωπία. Ήταν λόγοι πολιτικής και οικονομικής ανάγκης. Ευρέθηκε κυρίαρχος ενός λαού με πολιτισμό ανώτερο του ιδικού του. Για να εκτουρκίσει, να κατακτήσει δηλαδή εντελώς, τη νέα του χώρα, έπρεπε ή να εξαφανίσει τους παλαιούς πληθυσμούς με σφαγές και εξανδραποδισμούς και διασκορπισμούς τους στην Ασία και την Αφρική και να εποικήσει τον τόπο με Τούρκους ή να επιδιώξει τη δημιουργία υπηκόων από τους πληθυσμούς αυτούς που να υπόκεινται στους ίδιους νόμους με τους Τούρκους, ώστε να μη υπομένουν δυσάρεστα την Οθωμανική κυριαρχία. Το πρώτο ήταν αδύνατο, διότι δεν υπήρχε τόσος τουρκικός πληθυσμός, ώστε να εποικιστεί η κατακτηθείσα χώρα και διότι οι Τούρκοι, άνθρωποι κατά το πλείστον των πολέμων συνηθισμένοι από γενεών να ζουν από τα λάφυρα και από την αρπαγή των κατακτημένων χωρών και αγνοούντων τις παραγωγικές εργασίες δεν ήταν δυνατό να συνεχίσουν τη δραστηριότητα εκείνων που θα απομακρύνονταν και η πλούσια πλέον χώρα θα καταστρέφονταν οικονομικά.
Και γι’ αυτό ο κατακτητής εφρόντισε να επαναφέρει στις πόλεις εκείνους που απομακρύνθηκαν κατά τους πολέμους. Ο Χριστιανικός πληθυσμός ήταν, λοιπόν, για τον Μωάμεθ η πλουτοπαραγωγική δύναμη της αυτοκρατορίας με τη φορολογία και την εργασία. Και εχρησιμοποιήθηκε μόνον γι’ αυτό το σκοπό. Ο σουλτάνος ανακήρυξε τους κατακτηθέντες Χριστιανικούς πληθυσμούς ραγιάδες (=πρόβατα), κτήματα του βασιλιά και τους διαχώρισε έτσι από τους Τούρκους. Έτσι, εσχημάτισε εντός του κράτους του έναν ολόκληρο λαό αιωνίων αιχμαλώτων εντός των ιδικών τους κατοικιών, που ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται για τον Κύριό τους, ευρισκόμενοι σε αισθητικά κατώτερη μοίρα με τους Τούρκους υπηκόους, με αξιοθρήνητες στερήσεις δικαιωμάτων και σ’ αυτή ακόμη την κοινωνική ζωή. Αυτοί ήταν οι λόγοι που έδωσε ο Μωάμεθ τα προνόμια και όχι οι φαντασιώσεις, κάποιων.
Επί πλέον δε ο Μωάμεθ ήθελε να μεγαλώσει το χάσμα με το Βατικανό διότι φοβόταν κάποιον σταυροφορικό πόλεμο.
Ο Μωάμεθ εγνώριζε το μίσος που εχώριζε τους Ορθοδόξους από τους Δυτικούς (άλλωστε το 1204 εδημιούργησε το 1453). Και αντί να το αμβλύνει και να το εκμηδενίσει με καταδίωξη του Χριστιανισμού, αντιθέτως εφρόντισε να το στερεώσει και να το ενισχύσει με τιμητικές και οικονομικές παροχές στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Για το σκοπό αυτό εθεώρησε κατάλληλο το ανθενωτικό (=αντίθετο στην ένωση) Γεννάδιο, ο οποίος την ώρα εκείνη ωφέλησε πολύ τον υποδουλωθέντα ελληνικό λαό γενόμενος Πατριάρχης.
Εβοήθησε τον Μωάμεθ να ρυθμίσει το πρόβλημα προς κέρδος του Ελληνισμού. Με την πράξη αυτή του Μωάμεθ, η απερίγραπτη τραγωδία βρήκε το μεγάλο αντίδοτο, το «αποκούμπι». Έτσι, το Πατριαρχείο έγινε η κλώσα που σκέπαζε κάτω από τις φτερούγες της τους νεοσσούς.
Ο Ελληνικός λαός υπό την τουρκική δεσποτεία βρέθηκε ενωμένος κάτω από τη σκιά του πατριάρχη, ο οποίος ήταν συγχρόνως και ο εθνικός ηγέτης τους.
Ο Μωάμεθ έγινε κατακτητής μιας μεγάλης χώρας της βυζαντινής αυτοκρατορίας, χωρίς πολιτικές γνώσεις να τη διοικήσει. Ανδρώθηκε μέσα στους πολέμους χωρίς να απομακρυνθεί από το στρατόπεδο. Δεν είχε σκεφθεί για τα έργα της ειρήνης και τη νομοθεσία παρά μόνον για τη φορολογία. Το σύστημά της και ο τρόπος της είσπραξης των φόρων ήταν εκείνα που τον ενδιέφεραν περισσότερο.
Και για τη σοβαρή αυτή υπηρεσία αναγκάστηκε να μεταχειριστεί κοινοτικά συμβούλια προερχόμενα από τους ραγιάδες. Επρόκειτο περί ενδιάμεσων οργάνων μεταξύ της γενικής διοίκησης και του λαού για τη φορολογία. Η αμάθεια των Τούρκων διοικητών και ομογενών των υπηρεσιακών οργάνων, η διαφορά της γλώσσας και της θρησκείας και η άγνοια της κατάστασης του τόπου επέβαλαν τη δημιουργία και τη χρησιμοποίηση υπεύθυνων Ελλήνων για την καταγραφή, την κατανομή και την είσπραξη της φορολογίας.
Όσα αναφέραμε μέχρι εδώ ανάγκασαν τον σουλτάνο να παραχωρήσει τα λεγόμενα προνόμια του Ελληνικού Έθνους. Έτσι, λοιπόν, παλαιές συνήθειες μάλλον παρά τις θετικές παραχωρήσεις των σουλτάνων εδημιούργησαν ένα είδος αυτοδιοίκησης των Ελλήνων υπό τουρκική κυριαρχία. Την αυτοδιοίκηση των θρησκευτικών και κοινοτικών πραγμάτων ονόμασαν αργότερα προνόμια του ελληνικού έθνους.
Τα προνόμια αυτά είναι: 1) Ελευθερία Θρησκείας και γλώσσας, 2) Προστασία και απαραβίαστο του κλήρου, 3) Οι επίσκοποι ασκούν είδος πολιτικής και θρησκευτικής επίβλεψης. Δηλαδή, είχαν δικαίωμα να τιμωρούν κατά τους νόμους που υπήρχαν πρίν από την τουρκική κατάκτηση τους παρεκτρεπόμενους σε θρησκευτικά ζητήματα ή και οικονομικά που αφορούσαν την κοινότητα. Με ρητή άδεια του σουλτάνου υπάγονταν στον κλήρο όλες οι δίκες περί γάμου και κληρονομιάς. Αυτές τις δίκες έκανε το πνευματικό δικαστήριο, στο οποίο προεδρεύει ο επίσκοπος, 5) Ελευθερία της δημοτικής διοίκησης, δηλαδή της αυτοδιοίκησης των δημογεροντίων εκλεγομένων ελεύθερα από τους κατοίκους.
Η πρώτη και σημαντική συνέπεια της τουρκικής κατάκτησης ήταν η ελάττωση του πληθυσμού. Η ελληνική γλώσσα, η οποία κυριαρχούσε στην Ανατολή, περιορίστηκε σε ολίγα εκατομμύρια ανθρώπων. Δεύτερο, καταστράφηκε η περιουσία των Ελλήνων. Ο σουλτάνος πήρε από τους Χριστιανούς τα καλύτερα χωράφια και τα διαμοίρασε στους Τούρκους πολεμιστές και άλλα έδωσε στα τζαμιά ως βακούφια.
Τρίτο καταστράφηκε ο Ελληνικός πολιτισμός και η ασιατική απαιδευσία εκάλυψε τη χώρα που έδωσε στον κόσμο τα φώτα του πολιτισμού. Στη μακρόχρονη τουρκική κυριαρχία έπαθε και αυτή η φύση της χώρας. Οι δρόμοι παραμελήθηκαν, τα δάση καταστράφηκαν και η γη αποχερσώθηκε.
Τους Έλληνες τους διατήρησε ο σουλτάνος επειδή ήταν έμποροι και τεχνίτες. Άλλωστε, η μωαμεθανική θρησκεία διευκόλυνε την διατήρηση των ξένων εθνοτήτων υπό τον όρο να πληρώνουν φόρους. Ο Μωάμεθ Β’ διατήρησε τους θρησκευτικούς αρχηγούς των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων και τους έδωσε πολιτική εξουσία στο ποίμνιό τους. Τους καθιστούσε όμως υπεύθυνους για την τήρηση της τάξης με απειλή για τη ζωή τους σε περίπτωση που το ποίμνιο επαναστατούσε. Η σημαντικότερη από τις χριστιανικές εθνότητες ήταν η ελληνική. Ο σουλτάνος τρεις ημέρες μετά την άλωση, επειδή εχήρευσε ο πατριαρχικός θρόνος, διέταξε να εκλέξουν νεοπατριάρχη. Εξελέγει δε ο Γεώργιος ο Σχολάριος, ο οποίος ονομάστηκε Γεννάδιος. Ήταν αρχηγός της ανθενωτικής μερίδας, που δεν ήθελε την υποταγή στον πάπα.
Το Πατριαρχείο εγκαταστάθηκε τότε στους Αγίους Αποστόλους. Επί μακρούς αιώνες όλοι οι ορθόδοξοι λαοί της Τουρκίας, Έλληνες, Αλβανοί, Βούλγαροι, Σέρβοι, Βλάχοι ελογίζονταν ότι αποτελούν μια φυλή. Οι Τούρκοι δεν έκαναν διάκριση και τους ονόμαζαν όλους με το κοινό όνομα Ρουμ (Ρωμαίους). Ο Έλληνας Πατριάρχης Κων/πόλεως ήταν θρησκευτικός αρχηγός όλων των Ορθοδόξων της Τουρκίας. Από το 1766 – 1767, μάλιστα, που καταργήθηκαν οι δύο αυτοκέφαλες εκκλησίες, η σερβική του Ιπεκίου και η Βουλγαρική της Αχρίδας, ο ελληνικός κλήρος απέκτησε στα εκκλησιαστικά δύναμη σχεδόν ίση με την πολιτική δύναμη του σουλτάνου.
Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, αφού εδιώχτηκε από το ναό των Αγίων Αποστόλων και από άλλους μεγαλύτερους ναούς, εγκαταστάθηκε από τα τέλη του 16ου αιώνα στο Φανάρι, το οποίο είναι συνοικία ευρισκομένη στη νότια ακτή, του Κεράτιου κόλπου. Το πατριαρχείο ήταν το εκκλησιαστικό κέντρο των Ορθοδόξων της Τουρκίας. Πρώτα απ’ όλα, όμως, ήταν το Εθνικό κέντρο των Ελλήνων, γύρω από το οποίο είχε συσπειρωθεί το έθνος μετά την τραγική καταστροφή. Εκεί, μέσα στο σκιερό και λαβυρινθώδες πατριαρχικό μέγαρο και στις γύρω από αυτό συνοικίες με ανατολική όψη εξελίχτηκε ο εκκλησιαστικός βίος του τουρκοκρατουμένου ελληνισμού.
Είδαμε πιο πάνω ότι οι Τούρκοι δέχτηκαν την ύπαρξη των ικανοτήτων στις υπόδουλες χώρες διότι εξυπηρετούσε την τουρκική διοίκηση κυρίως στην είσπραξη των φόρων και σε άλλες λεπτομέρειες.
Μεγάλη ενίσχυση υλική και ηθική για τον υπόδουλο ελληνισμό ήταν οι κοινότητες του εξωτερικού. Στα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης, στη Μασσαλία, στην Τεργέστη, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στην Οδησσό κ.α., υπήρχαν πολυάριθμες ελληνικές παροικίες, όπου ευφυείς και εργατικοί Έλληνες ελάμβαναν αξιόλογη θέση στην οικονομική κίνηση, αποκτούσαν κεφάλαια, ίδρυαν εμπορικούς οίκους, ναυτικές εταιρείες. Από της σκοπιάς εκείνης έβλεπαν και εκτιμούσαν καλύτερα την κατάσταση του κόσμου, τη θέση της Τουρκίας και των εθνικών μας υποθέσεων. Η αποδημία εβοήθησε πολύ την αφύπνιση του Ελληνικού λαού και συνέβαλε πολύ στην επίσπευση του απελευθερωτικού κινήματος.