Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης Γενικός Αρχηγός του στρατού της Ανατολικής Ελλάδος

on .

Είναι γνωστό ότι η έξοδος του Μεσολογγίου έγινε τη νύχτα 10-11 Απριλίου 1826 Σάββατο Λαζάρου – Κυριακή Βαΐων. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου η Επανάσταση φάνηκε ότι εκινδύνευε πολύ.
Ο Ιμπραήμ επέστρεψε στην Πελοπόννησο την οποία άρχισε να καταστρέφει. Ο Κιουταχής προχώρησε προς την ανατολική Ελλάδα. Στο μεταξύ η Ελληνική κυβέρνηση ούτε χρήματα είχε ούτε επιβολή. Επικρατούσε διχοστασία μεταξύ των αρχηγών. Υπό την πίεση της κοινής γνώμης η κυβέρνηση συγκάλεσε την Γ’ (τρίτη) Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο (Ιανουάριος 1826). Όταν έφθασε η είδηση της Εξόδου (καταστροφής) του Μεσολογγίου παραιτήθηκε η κυβέρνηση και την διαδέχτηκε μία ενδεκαμελής κυβέρνηση υπό τον Ανδρέα Ζαΐμη.
Η εξόρμηση του Κιουταχή προς την ανατολική Ελλάδα και η προέλασή του μέχρι τα Σάλωνα προμηνούσε μεγάλα δεινά. Επομένως, το πρώτο που έπρεπε να κάμει η κυβέρνηση ήταν να βρει τον κατάλληλο άνθρωπο και να τον διορίσει Αρχιστράτηγο της ανατολικής Ελλάδας, της Ρούμελης. Έγινε υπουργικό συμβούλιο, στο οποίο το μόνο θέμα ήταν η εκλογή του προσώπου που μπορούσε να διευθύνει «το δεινόν αγώνα».
Στη σκέψη όλων μεταξύ των πέραν της Πελοποννήσου στρατηγών ήταν ο Καραϊσκάκης. Όμως, κανένας δεν τολμούσε να αναφέρει το όνομά του ενώπιον του προέδρου της κυβέρνησης Ανδρέα Ζαΐμη. Γιατί ο στρατηγός ήταν προσωπικός εχθρός. Σοβαρά προσωπικά θέματα τους έκαμαν άσπονδους εχθρούς.
Τότε, μπροστά στον κίνδυνο της πατρίδας ο Ζαΐμης κατέπνιξε την αποστροφή, που του προκαλούσε η πικρή ανάμνηση και υψώθηκε σε ψηλό ηθικό επίπεδο και είπε: «Δεν βλέπω άλλον αξιώτερο από τον Καραϊσκάκη».
Όλοι αισθάνθηκαν ανακούφιση. Εκάλεσαν τον στρατηγό στο Μπούρτζι, όπου βρισκότανε τότε η κυβέρνηση και ο Ζαΐμης του ανακοίνωσε τον διορισμό του και του πρότεινε το χέρι να τον συγχαρεί. Οι δύο άνδρες φιλήθηκαν. Οι υπουργοί συγκινήθηκαν. Η σκηνή ήταν πραγματικά ωραία.
Το δίπλωμα του διορισμού του Καραϊσκάκη ως Γενικού αρχηγού των στρατευμάτων της ανατολικής Ελλάδος συνωδεύθη από έγγραφο με συστάσεις προς τον στρατηγόν. Μεταξύ των άλλων περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα: «Να δείξετε και πάλιν την πολεμικήν αρετήν σας, να παραστήσετε τον κίνδυνον του έθνους εις τους λοιπούς στρατηγούς και να εκστρατεύσετε, όσον τάχος είς την ανατολικήν Ελλάδα, διά να συνδράμετε τους κινδυνεύοντας αδελφούς. Η κυβέρνησις θα σας εφοδιάση με πυριτόβολα και τροφάς, αι οποίαι καταδαπανώνται ασώτως εδώ από αργούς στρατιώτας. Το παράδειγμά σας και το κίνημά σας θα συμβάλη πολύ εις την ωφέλειαν της πατρίδος».
Στο μεταξύ ο Κιουταχής έφθασε στην Αθήνα. Οι κάτοικοι ένοπλοι και άμαχοι οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη. Αυτά έγιναν αρχές Αυγούστου 1826.
Τότε έφθασε στην Ελευσίνα ο Καραϊσκάκης. Στόχος του ήταν η δημιουργία στρατοπέδου στην Ελευσίνα και από εκεί να ενεργεί κατάλληλες εξορμήσεις. Συγχρόνως έστειλε επιστολή στην Κυβέρνηση και την ενημέρωνε για την κατάσταση. Και η επιστολή καταλήγει: «Προς τούτοις φανερώνομεν, ότι καθημέραν αυξάνουν τα στρατευματά μας και εντός ολίγου ελπίζομεν να διπλασιασθεί το σώμα μας, εάν ευπορώμεν από τροφάς και πολεμοφόδια. Και διά τούτο παρακαλούμεν την Σεβαστήν Διοίκησιν, όπου να μας προφθάση με τας αναγκαίας τροφάς και πολεμοφόδια, ως άνωθεν σας λέγομεν. Εν τοσούτω μένομεν με το ανήκον σέβας».
Στο διάστημα που ο Καραϊσκάκης προσπαθούσε να οργανώσει το στράτευμά του είχε μία απρόοπτη συνάντηση με τον Κιουταχή. Ο Καραϊσκάκης και ο Κιουταχής ευρέθηκαν πρόσωπο προς πρόσωπο απέναντι ο ένας στον άλλον χωρίς να το περιμένουν ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, σε «ουδέτερο έδαφος» και αντάλλαξαν χαρακτηριστικές φράσεις.
Κατά τις 9 Αυγούστου 1826 εναυλοχούσε σε εκείνα τα παράλια ο Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ και εδέχτηκε στη φρεγάτα του την επίσκεψη του Κιουταχή και του Ομέρ πασά με τις ακολουθίες τους. Οι Τούρκοι στρατηγοί βρίσκονταν ακόμη στη μεγάλη αίθουσα του πλοίου, όταν επλησίασε στη γαλλικά ναυαρχίδα το ψαριανό πλοίο του Γιαννίτση που έφερε τον Καραϊσκάκη. Ο Γιαννίτσης ανέφερε στον Δεριγνύ ότι ήθελε να τον επισκεφθεί. Ο Γάλλος ναύαρχος, αφού είχε δεχθεί τον Τούρκο στρατηγό, δεν ήταν δυνατό να αρνηθεί την επίσκεψη στον Έλληνα στρατηγό και παράγγειλε να τον φέρουν. Ο Καραϊσκάκης οδηγήθηκε προς την αίθουσα της Φρεγάτας ακολουθούμενος από μερικούς φίλους, ανάμεσά τους και ο Χρηστίδης. Μόλις βρέθηκαν αντιμέτωποι οι στρατηγοί έδειξαν έκπληξη και ταραχή και οι δύο.
Ο Καραϊσκάκης υποψιάστηκε παγίδα και είπε σιγά στο Χρηστίδη πιάνοντας συγχρόνως τη λαβή του σπαθιού του: «Ορέ Χρηστίδη μη μας κάνουν καμιά μπαμπεσιά;» Ο Χρηστίδης τον καθησύχασε. Ο Δεριγνύ εσύστησε τον ένα προς τον άλλο στρατηγό. Έκαμε τις συστάσεις.
Ο Καραϊσκάκης επροχώρησε δύο βήματα προς τον Κιουταχή «κλίνων την κεφαλήν και φέρων την δεξιάν χείρα επί του στήθους εις ένδειξιν χαιρετισμού». Και εκάθησε. Έκλινε την κεφαλήν και ο Κιουταχής αγερώχως, και ωμίλησε πρώτος αλβανιστί: «τι κάνεις, Καραϊσκάκη. Ήλπιζα να ρθεις στα Μπιτόλια να με προσκυνήσεις και να σου δώσω όλα τα βιλαέτια από την Αθήνα ως την Άρτα». Αυτό ήταν ένα είδος πρότασης του Κιουταχή προς τον Έλληνα στρατηγό (έμμεση πρόταση…).
- Εγώ να σε προσκυνήσω; Του απάντησε ο Καραϊσκάκης. Αν είσαι Ρούμελη Βαλεσή (= αρχιστράτηγος της Ρούμελης) εσύ, είμαι και εγώ Ρούμελη Βαλεσής. Και αν ήξερε η Διοίκησίς μου ότι μιλούμε τώρα μαζί, θα με κρεμούσε και μένα και δεκαπέντε χιλιάδες στρατεύματα που έχω στην Ελευσίνα.
(Σκόπημα ο μεγάλος αριθμός…)
- Και πως μπορεί να σε κρεμάσει; Είπε ο Κιουταχής.
- Μήπως δεν σε κρεμάει εσένα ο σουλτάνος όταν θέλει; Ναι ή όχι;
- Ναι, γιατί τον έχω βασιλιά. Λοιπόν με κρεμάει και μένα η Διοίκησις, γιατί την έχω Βασίλισσα.
Ο Κιουταχής εμειδίασε και έφυγε πρώτος από την αίθουσα και από τη φρεγάτα μαζί με την ακολουθία του. Κατά την επομένη ημέρα ο Τούρκος στρατάρχης έστειλε στον Καραϊσκάκη στην Ελευσίνα «φιλεύματα» καφέ, ζάχαρη και καπνό. Ο Καραϊσκάκης έστειλε στον Κιουταχή ένα φόρτωμα κρασί. Ιπποτικές φιλοφρονήσεις μεταξύ αντιπάλων στρατηγών φανερώνοντας ατμόσφαιρα ρομαντικών χρόνων…
Στις 19 Αυγούστου 1826 ο Καραϊσκάκης ειδοποιήθηκε ότι πέθανε η σύγυζός του στον Κάλαμο της Επτανήσου και τα μικρά παιδιά του έμειναν απροστάτευτα. Αλλά δεν έφυγε ούτε τότε. Έγραψε προς την κυβέρνηση: «…Απέθανεν η σύζυγός μου και ήθελον να υπάγω να οικονομήσω τα παιδιά μου, αλλά δεν αφήνω την πατρίδα…»
Η βαθιά συνείδηση της ανάγκης του αγώνα, η βαριά ευθύνη του ως αρχηγού κατέπνιγαν στον εσωτερικό του κόσμο κάθε άλλη υποχρέωση, κάθε άλλη κραυγή και κάθε πόνο.
Ο Καραϊσκάκης είχε αναχωρήσει από το Ναύπλιο για την Ελευσίνα με το δίπλωμα της αρχιστρατηγίας και με την εντολή να σχηματίσει στρατόπεδο ξεσηκώνοντας τη Ρούμελη και «να κατοτροπώσει των θρασύν εχθρόν με την γνωστήν του αξιότητα». Αλλά, επισιτιστική υπηρεσία και αποθήκες εφοδιασμό του στρατού για να μπορεί ο στρατηγός να χρησιμοποιήσει «την γνωστήν του αξιότητα» δεν υπήρχαν.
Τα πράγματα είχαν φθάσει σε κρίσιμο σημείο και ως προς την άμυνα και ως προς την εσωτερική κατάσταση. Ο Καραϊσκάκης με την προϋπόθεση ότι ήταν ασύμφορο να αναμετρήσει τις μικρές δυνάμεις του, οι οποίες μάλιστα δεν είχαν επαρκή μέσα, με τις μεγάλες και καλά εφοδιασμένες και ενισχυμένες από πολύ ιππικό και πυροβολικό δυνάμεις του Κιουταχή, κατέληξε στη συμπέρασμα ότι ο εχθρός έπρεπε να χτυπηθεί στους κόμβους των επικοινωνιών, του με τη Λαμία και τη Λάρισα, από τις οποίες εφοδιάζονταν.
Αυτό δεν θα ήταν αντιπερασπισμός της πολιορκίας των Αθηνών προς ανακούφιση των πολιορκουμένων. Ήταν σύλληψη σχεδίου για καταστροφή του στρατού του Κιουταχή, ο οποίος ενώ πολιορκούσε τη φρουρά της Ακρόπολης, θα βρισκότανε πολιορκημένος στο λεκανοπέδιο των Αθηνών.
Ο Καραϊσκάκης έφθασε στις 17 Νοεμβρίου 1826 στο Δίστομο. Εκεί τον περίμεναν τα σώματα των Σουλιωτών, που είχαν έρθει από τον Κορινθιακό. Επίσης ήλθαν με τα σώματά τους και οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί. Όλη σχεδόν η δύναμη της Ρούμελης βρέθηκε τώρα στο Δίστομο υπό τον άξιο γενικό αρχηγό. Παντού έλεγαν ότι ο Καραϊσκάκης με την εκστρατεία του αυτή επήγαινε για να επαναστατήσει την υποταχθείσα Ρούμελη μετά την έξοδο του Μεσολογγίου.
Ο Κιουταχής είχε τοποθετήσει στην περιοχή του Δίστομου τον εμπειρότερο αξιωματικό του στα του πολέμου Μουσταφά μπέη μαζί με τον Ασλά μπέη με ισχυρότατο σώμα Αλβανών για να κρατάει σε υποταγή τον ελληνικό πληθυσμό και να κεραυνοβολεί οποιαδήποτε επαναστατική κίνηση Έλληνα οπλαρχηγού.
Ο Μουσταμπέης εκίνησε να καταλάβει την Αράχοβα, να προκαταλάβει κάθε τυχόν επαναστατική κίνηση των κατοίκων και να συντρίψει τον Καραϊσκάκη.
Ο Καραϊσκάκης κατάλαβε τα σχέδια του Μουσταφά μπέη και έπραξε κατάλληλα. Οι πυροβολισμοί μεταξύ των αντιπάλων στρατευμάτων ήταν σφοδροί, όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι στο χωριό. Όταν ο ελληνικός στρατός επλησίαζε στην Αράχοβα οι Τουρκαλβανοί αξιωματικοί ανησύχησαν σοβαρά και θα έφευγαν προς τα Σάλκινα, αλλά έξω από το χωριό υπήρχε ελληνικό σώμα.
Ο Καραϊσκάκης από το Δίστομο έστειλε τον υπαρχηγό του Γρίβα στην Αράχοβα. Μετά από λίγο επήγε και ο ίδιος εκεί και απέκλεισε τους Τουρκαλβανούς στην Αράχοβα. Η κακοκαιρία και ο χειμώνας συμπλήρωσαν τον αποκλεισμό. Κατά τη φονική νύχτα της 24ης Νοεμβρίου 1826 οι πανικόβλητοι Τουρκαλβανοί διασκορπισμένοι στις απόκρημνες και χιονοσκεπαστές πλαγιές κατακόπηκαν από τους Έλληνες.
Από τις 2000 μόλις 300 σώθηκαν. Ο ίδιος ο Μουσταφάμπέης ήταν νεκρός. Εκυριεύτηκαν οι σημαίες τους και άλλα εφόδια.
Ο Καραϊσκάκης έστησε πυραμίδα από τα κεφάλια των πεσόντων και επάνω σ’ αυτήν ετοποθέτησε την επιγραφή: «Τρόπαιον των Ελλήνων κατά των βαρβάρων».
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ