Η χρεοκοπία της ελληνικής Παιδείας!

on .

 Για «ευτελισμό» των Πανελλαδικών Εξετάσεων έκανε λόγο ο αθηναϊκός τύπος με αφορμή το γεγονός ότι αρκετοί υποψήφιοι μπήκαν σε πανεπιστημιακές σχολές με βαθμούς σε βασικά μαθήματα πολύ κάτω από τη βάση.
Πιστεύω πως ο χαρακτηρισμός είναι αρκετά ήπιος. Δεν πρόκειται απλώς για ευτελισμό των Πανελλαδικών Εξετάσεων, πρόκειται για χρεοκοπία της Παιδείας στο σύνολό της. Και το τραγικό σ’ αυτήν την περίπτωση βρίσκεται στο γεγονός ότι, ενώτο ίδιο σχεδόν φαινόμενο παρουσιάζεται ανελλιπώς τα τελευταία χρόνια, δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική αντίδραση ούτε από τον πνευματικό κόσμο της χώρας, ούτε από τον πολιτικό, πράγμα που σημαίνει ότι δεν τους απασχολεί το θέμα της Παιδείας, ούτε πρόκειται να λάβουν μέτρα ουσιαστικά για την βελτίωσή της.
Διάβασα τη δήλωση της νυν Υπουργού Παιδείας ότι θα λάβει μέτρα για να περιορίσει τον αριθμό των υποψηφίων που μπαίνουν στα Πανεπιστήμια με βαθμό κάτω από τη βάση. Εκεί βρίσκεται το πρόβλημα; Αν αυτό πράγματι πιστεύει, τότε μας κάνει να σκεφτούμε ότι δεν κατάλαβε το σκοπό για τον οποίο τοποθετήθηκε σ’ αυτή τη θέση. Το πρόβλημα βρίσκεται στο γεγονός ότι «η Παιδεία μένει έτσι» -όπως έγραψε πριν από χρόνια ο Μάριος Πλωρίτης- «γιατί έτσι πρέπει να μένει»!
Και «γιατί μένει έτσι»; Την απάντηση την έδωσε πριν από 140 περίπου χρόνια, ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς, ο Εμμανουήλ Ροΐδης όταν έγραψε πως «η κακοδαιμονία της ελληνικής παιδείας βρίσκεται στο γεγονός ότι οι πιο αγράμματοι και οι πιο άσχετοι αναλαμβάνουν κάθε τόσο τη διοίκηση του Υπουργείου Παιδείας». Και αυτό δεν αφορούσε μόνο την εποχή του. Το ίδιο φαινόμενο το ζήσαμε -σχεδόν χωρίς εξαίρεση- όλα αυτά τα χρόνια της λεγόμενης μεταπολίτευσης. Ούτε πάλι αυτό αφορούσε μόνο τους Υπουργούς Παιδείας. Αφορούσε -με ελάχιστες εξαιρέσεις που όμως δεν αναιρούν τον κανόνα- όλους τους υπουργούς για τους οποίους ο συμπαθέστατος Κατσιφάρας είχε διακηρύξει πως «πολλοί από αυτούς θα ήταν άγνωστοι και στον θυρωρό της πολυκατοικίας τους». Εννοούσε ασφαλώς και τον εαυτό του!
Και «γιατί έτσι πρέπει να μένει»; Γιατί απλούστατα έτσι βολεύει το πολιτικό μας σύστημα. Και το βολεύει γιατί -όπως τόνισε στη μοναδική πολιτική του συνέντευξη ο Οδυσσέας Ελύτης- «οι πολιτικοί μας από άποψη ουσιαστικής πνευματικής καλλιέργειας και παιδείας βρίσκονται σε βαθιά μεσάνυχτα». Συνεπώς, στα ίδια μεσάνυχτα πρέπει να κρατάνε και το λαό, ώστε οι ίδιοι και οι δικοί τους -συγγενικά πρόσωπα και κομματικά στελέχη- να μπορούν να επιπλέουν.
Και θα μου πείτε τώρα: Μα καλά, δεν υπάρχουν εξαιρέσεις; Ασφαλώς και υπάρχουν, ελάχιστες όμως. Και αξίζει στο σημείο αυτό να σκεφτούμε ως λαός πώς αντιμετωπίσαμε αυτές τις εξαιρέσεις. Σ’ αυτές ανήκουν: Ο Καποδίστριας, ο Τρικούπης, ο Βενιζέλος και ο Γεώργιος Παπανδρέου. Και οι τέσσερις ήταν άνθρωποι βαθιά καλλιεργημένοι και πίστεψαν πως η Ελλάδα για να μπορέσει να ανορθωθεί απ’ τα ερείπια -τα οικονομικά, τα κοινωνικά, τα θεσμικά, τα πνευματικά- πρέπει κατά βάση να στηριχθεί στην Παιδεία. Και εμείς πώς τον αντιμετωπίσαμε τον Καποδίστρια; Στο πρόσωπό του δολοφονήσαμε την Ευρωπαϊκή προοπτική της ερειπωμένης Ελλάδας και την καταδικάσαμε από τότε να μείνει στην άθλια μοίρα των κοτζαμπάσηδων και των ανομολόγητων συμφερόντων.
Και τον Τρικούπη; Δεν τον βγάλαμε ούτε βουλευτή, στη θέση του βγάλαμε το Γουλιμή και από τότε γέμισε η πολιτική σκηνή από «Γουλιμήδες». Και το Βενιζέλο, το δημιουργό της Ελλάδας των πέντε Θαλασσών και των δύο Ηπείρων; Επιχειρήσαμε εναντίον του δύο δολοφονίες, και μετά επινοήσαμε το γνωστό «Ανάθεμα», ως «επιβουλευθέντος την βασιλείαν και την Πατρίδα».
Τέταρτη και τελευταία προσπάθεια καταβλήθηκε από το Γεώργιο Παπανδρέου που ταύτισε τη Δημοκρατία με την Παιδεία και μέσα στη Βουλή διακήρυξε: «Δημοκρατία υπάρχει μόνο, όταν η Παιδεία είναι κτήμα του λαού και όχι προνόμιον του πλούτου. Τότε υπάρχει αληθής δικαίωσις της Δημοκρατίας, όταν εκ των κόλπων της αναδεικνύονται οι Άριστοι, και στη συνέχεια αυτοί οι Άριστοι ηγούνται του λαού». Αυτή την ακλόνητη πεποίθησή του επιδίωξε να τη μετατρέψει σε πολιτική πράξη με την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1964 και με λαμπρούς συνεργάτες τον Ευάγγελο Παπανούτσο και τον Λουκή Ακρίτα στην αρχή, στη συνέχεια δε με το Γεώργιο Μυλωνά.
Με αυτήν επιδιώχθηκε να δημιουργηθεί «ένας πολίτης ελεύθερος από την αμάθεια, από τις προλήψεις και από τις κάθε λογής πλάνες». Ξεσηκώθηκε όμως τότε όλο το πολιτικό και πνευματικό κατεστημένο της χώρας, όλοι οι εκπρόσωποι του σκοταδισμού, εναντίον -όπως διακήρυτταν- «της αντεθνικής και ανίερης συνωμοσίας των απάτριδων και άθεων ανατροπέων της Εθνικής μας Παιδείας». Ποια Εθνική Παιδεία εννοούσαν; Αυτή που -κατά το Δελμούζο- έδινε στην κοινωνία «καχεκτικούς ραγιάδες βουτημένους στον ψευτορωμαντισμό της ζωής και στο σκοτάδι της ημιμάθειας»; Και μέσα σε ένα χρόνο δεν ανέκοψαν μόνο αυτή τη δημιουργική προσπάθεια, αλλά, μαζί μ’ αυτή, ανέτρεψαν και τη λαοπρόβλητη κυβέρνηση, με την αποστασία και τη δικτατορία και βύθισαν τη χώρα στο βαθύ πνευματικό και εθνικό σκοτάδι.
Και από τότε; «Βαθιά άκραχτα Μεσάνυχτα Μέσα στην Πολιτεία την Κοιμισμένη». Σ’ αυτά τα ίδια μεσάνυχτα βολοδέρνει και η δική μας Πολιτεία.
Ας το πάρουμε απόφαση και ας τολμήσουμε κάποτε να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: Χωρίς ουσιαστική Παιδεία, όπως ακριβώς την συνέλαβαν οι εκπρόσωποι του Εκπαιδευτικού Ομίλου, ο Γληνός, ο Δελμούζος και ο Τριανταφυλλλίδης και την επαναδιατύπωσε ο Ευάγγελος Παπανούτσος, το 1964, χωρίς αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και αξιοκρατική συγκρότηση της Εκπαιδευτικής Ιεραρχίας που θα επιτρέπει να εξέρχονται από τους κόλπους της οι άριστοι -άριστοι στη γνώση και στη σκέψη, άριστοι στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία, και πάνω απ’ όλα για την εδραίωση μιας γνήσιας Δημοκρατίας που τους ανέδειξε- και αυτοί να ηγούνται του λαού, τότε θα είμαστε καταδικασμένοι, όπως συμβαίνει τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821-τα οποία μάλιστα ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε πανηγυρικά με Πρόεδρο της Επιτροπής τη Γιάννα Αγγελοπούλου- να ζούμε σε μια «Πολιτεία - θέαμα», όπως την αποκαλεί ο Δημήτρης Τσάτσος στο βιβλίο του «Η Μεγάλη Παρακμή».
Και δε θα μιλάμε, όπως ο ίδιος συμπληρώνει, «ούτε για σοβαρή, ούτε για έντιμη, ούτε για λειτουργούσα Πολιτεία. Θα μιλάμε για μια μη Πολιτεία και ζώντας στην Ελλάδα, θα ζούμε ένα θέατρο στο οποίο -έστω και παθητικά- θα παίζουμε όλοι μας». Και έτσι, δεν θα μας κακοφαίνεται όταν ο κάθε υπουργός παιδείας θα βγαίνει ανενδοίαστα και θα αποκαλεί «την αριστεία ρετσινιά και ο κάθε υπεύθυνος του στρατηγικού σχεδιασμού της κυβέρνησης θα διερωτάται δημόσια «τι είναι αξιοκρατία».