Η περίοδος της Τουρκοκρατίας (16ος-18ος αιώνας) στην Αλβανία

on .

 Τον 16ο αιώνα παγιώθηκαν οι τουρκικές κατακτήσεις στην Αλβανία και εδραιώθηκε το τιμαριωτικό σύστημα στη χώρα. Την περίοδο αυτή λείπει σχεδόν η τάξη των τεχνιτών και αποδιοργανώνεται το εμπόριο. Τα λιμάνια και τα παραλιακά χωριά ερημώνονται από τους κατοίκους, οι οποίοι καταφεύγουν στο εξωτερικό. Ελαττώνεται ο αριθμός των πεδινών περιοχών και αυξάνεται ο ορεινός πληθυσμός. Το πρώτο σοβαρό αποτέλεσμα ήταν η οικονομική καταστροφή. Από τότε και ως την εποχή μας, η Αλβανία έμεινε η πιο καθυστερημένη χώρα της Ευρώπης.

Άλλο πλήγμα ήταν η εφαρμογή του τιμαριωτικού καθεστώτος. Μετά το 1506 ανακατανέμονται τα κτήματα και καταγράφονται ως δημόσια.
Αργότερα μοιράζονται σε τσιφλίκια με τις ονομασίες τιμάρια, ζαμέτια, χάσια. Ο αριθμός των τιμαρίων αυξήθηκε με την εγκατάσταση εποίκων στην Αλβανία. Τον ίδιο αιώνα παρουσιάζεται και η μεταβολή στις σχέσεις σπακή και ραγιά. Ενώ μέχρι τώρα ο σπαχής ήταν κύριος του κτήματος, τώρα μετατρέπεται και σε κύριο των ραγιάδων, οι οποίοι δεν επιτρέπεται να μετακινηθούν. Αργότερα οι συνθήκες για τους ραγιάδες έγιναν ακόμη χειρότερες.
Η Αλβανία διοικητικά χωρίζεται σε εφτά σαντζάκια: Δελβίνου, Αυλώνος, Ελμπασάν, Αχρίδας, Σκόδρας, Πρίζρεν (Πριζμένης) και Ντουκατζίνι με έδρα το Πεκ (Ιπέκιο). Τα σατζάκια αυτά ανήκαν στο Εγιαλέτι της Ρούμελης. Τα σατζάκια αυτά περιλάμβαναν και πληθυσμούς μη αλβανικούς. Η Σκόδρα είχε Μαυροβούνιους, η Πριζρένη Σέρβους, όπως και το Ντουκατζίνι, το Δέλβινο Έλληνες και η Ακρίδα Έλληνες και Βουλγάρους. Το σύστημα των μικτών πληθυσμών είχε το σκοπό του. Εμποδίζονταν οι συνεκτικοί δεσμοί και αποφεύγονταν εξεγέρσεις.
Μερικές περιοχές πέτυχαν μια ενδιάμεση μορφή διακυβέρνησης μεταξύ τιμαρίου και ανεξαρτησίας και οι κάτοικοί τους δεν έγιναν ραγιάδες. Τέτοιες ορεινές περιοχές ήταν η Χειμάρα, η περιοχή των Ντουκατζίνι, της Δίβρας και τα ορεινά μέρη της Σκόδρας (Μάλεσι). Στις περιοχές αυτές δόθηκαν προνόμια ανάλογα με εκείνα της Χειμάρας. Στην Αλβανία επικράτησε η πατριαρχική μορφή κοινωνικής οργάνωσης, ενώ στις ελληνικές περιοχές το φαινόμενο αυτό είναι λιγότερο συνηθισμένο.
Κατά τον τρίτο τουρκοβενετικό πόλεμο (1537-1540) ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο μεγαλοπρεπής εξεστράτευσε και πολιόρκησε την Κέρκυρα, συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τους Χειμαριώτες. Η πολιορκία της Κέρκυρας απέτυχε και οι Τούρκοι επέστρεψαν στη βάση τους. Κατά την επιστροφή οι Χειμαριώτες αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την τουρκική επικυριαρχία.
Αξιόλογα κινήματα παρατηρούνται στην Αλβανία κατά την εποχή της Sacra Liga. Επικρατεί αναβρασμός σε όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο, ο οποίος υποθάλπεται από τους Βενετούς, οι οποίοι στο τέλος δεν έδειξαν ενδιαφέρον για το αλβανικό κίνημα. Ούτε η νίκη της Ναυπάκτου (1571) αξιοποιήθηκε από τους χριστιανούς τότε και τα ελληνικά επαναστατικά κινήματα εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους.
Το 1593 οι Αλβανοί, παραιτημένοι από τις υποσχέσεις του Πάπα και των Ισπανών άρχισαν επανάσταση. Αγωνίστηκαν για δύο χρόνια εναντίον των Τούρκων χωρίς αποτέλεσμα. Στα 1601 παρατηρούνται νέες κινήσεις των Αλβανών. Παρόλες τις εκκλήσεις προς τους Ευρωπαίους δεν βρίσκουν ανταπόκριση.
Η κίνηση που ανησύχησε τους Τούρκους, ήταν η κίνηση του Δούκα του Νεβέρ (1603-1625). Τότε οι Τούρκοι έλαβαν ορισμένα μέτρα. Το πρώτο μέλημα της Πύλης ήταν ο εξισλαμισμός της μάζας του λαού, για να μην είναι προσανατολισμένοι προς τη χριστιανική δυτική Ευρώπη. Ο εξισλαμισμός πέτυχε χάρη κυρίως στα οικονομικά μέσα. Αύξησαν το φόρο που υποχρεώνονταν να καταβάλλουν οι ραγιάδες. Ο κυριότερος φόρος ήταν ο κεφαλικός φόρος (τζιτζιέ), ο οποίος ενώ τον 16ο αι. ανερχόταν σε 45 περίπου ακτσέδες κατά κεφαλή, τον επόμενο αιώνα έφτασε σε 300 και πλέον ακτσέδες.
Στα τέλη του 17ου αι. ο φόρος αυτός ανέβηκε στα 780 άσπρα (ακτσέδες) ετησίως. Η βαριά αυτή φορολογία ανάγκασε τους πληθυσμούς να ασπαστούν τον μουσουλμανισμό. Στην εξάπλωση του εξισλαμισμού συνετέλεσε η φτώχεια, oι διωγμοί και το δέλεαρ της μισθοφορίας των Αλβανών στα τουρκικά στρατεύματα. Έτσι κατά τον 17ο αι. η μουσουλμανική θρησκεία εξαπλώνεται ραγδαία, ακόμη και σε ορεινές περιοχές. Την ισχυρότερη αντίδραση παρουσίασαν οι βόρειοι Αλβανοί, οι καθολικοί, χάρη στην καλύτερη οργάνωση της καθολικής εκκλησίας.
Μολονότι η πλειοψηφία των Αλβανών ασπάστηκε τον ισλαμισμό, δεν έπαψαν εντελώς οι εξεγέρσεις. Τον 17ο αι. σημειώνεται το τέλος της εξάπλωσης των Τούρκων. Μετά την αποτυχία της πολιορκίας της Βιέννης στα 1683 αρχίζει η τουρκική κάμψη. Πολλοί την περίοδο αυτή αναγκάζονται να πουλήσουν τις ελεύθερες γαίες και στη θέση των μικρών τιμαρίων δημιουργούνται μεγαλύτερα και ισχυρότερα φέουδα. Αδυνατίζει η τάξη των στρατιωτικών αξιωματούχων και στη θέση της αναπτύσσεται νέα μορφή αριστοκρατίας, η φεουδαρχική αριστοκρατία, η αριστοκρατία των στρατιωτικών υποκαθίσταται τώρα από τους μεγαλοκτηματίες (τσιφλικάδες), οι οποίοι παίζουν πρωτεύοντα ρόλο.
Με την αναδιάρθρωση της οικονομίας παρουσιάζουν ακμή τα αστικά κέντρα. Σπουδαία αστικά κέντρα είναι το Μπεράτι (πρωτεύουσα του σαντζακιού Αυλώνας), η Σκόδρα (στο βόρειο τμήμα), το Αργυρόκαστρο (στο νότο) και το Ελμπασάν (στο κέντρο).
Κατά τον 18ο αιώνα εξαιρετική άνθηση παρουσιάζει η Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου. Αναπτύχτηκε σε κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου με πληθυσμό 70.000 κατοίκων. Αναπτύσσεται η παιδεία και ιδρύεται ένα από τα πρώτα τυπογραφία. Οι κάτοικοί της είναι βλαχόφωνοι Έλληνες. Στα τέλη του 18ου αιώνα οι Τουρκαλβανοί από ζηλοφθονία την κατέστρεψαν και οι περισσότεροι μοσχοπολίτες καταφεύγουν στην Πελαγονία.
Στα αστικά κέντρα στηρίζει μια μορφή βιοτεχνίας και ευδοκιμούν κυρίως η ασημουργία και μεταλλουργική και διάφορα άλλα είδη χειροτεχνίας.
Η άνοδος της οικονομίας φαίνεται και στα οικοδομήματα της εποχής, ιδιαίτερα στις εκκλησίες και τα μοναστήρια.
Με την οικονομική ανάπτυξη παρουσιάζεται και η μορφή του ανταλλακτικού εμπορίου. Ανταλλάσσονται γεωργικά, κτηνοτροφικά και βιοτεχνικά προϊόντα. Το εμπόριο αυτό επεκτείνεται στην Τεργέστη και Βενετία.
Η Μοσχόπολη διατηρεί σε πολλές πόλεις και εμπορικούς οίκους. Με την εμπορική ανάπτυξη δημιουργείται και υποτυπώδες εμπορικό ναυτικό με κυριότερο λιμάνι το Ντουλτσίνο.
Με την είσοδο στο εμπόριο των βιοτεχνικών προϊόντων έχουμε την επανεμφάνιση των συντεχνιών με τις νέες ονομασίες ισνάφια ή ρουφέτια. Ο ρόλος των συντεχνιών στην Βαλκανική Χερσόνησο είναι πολύ σημαντικός. Οι συντεχνίες αυτές αποτελούν μία οργανωμένη μορφή ενός κοινωνικού τμήματος. Στις πόλεις αποτελούν τον κορμό της κοινοτικής οργάνωσης. Στον πολιτιστικό τομέα ενισχύουν φιλανθρωπικά ιδρύματα και ενισχύουν την Παιδεία.
Στην Αλβανία η συμβολή των συντεχνιών δεν είναι τόσο αξιόλογη εξαιτίας του διαχωρισμού των Αλβανών σε τρεις θρησκευτικές ομάδες: Μουσουλμάνους, Καθολικούς και Ορθοδόξους.
Οι Μουσουλμάνοι έπαιρναν τη βασική εκπαίδευση στους μεντρεσέδες (ιεροδιδασκαλεία) που ισοδυναμούσαν με δημοτικά σχολεία. Τα περισσότερα αποσκοπούσαν στην προετοιμασία κληρικών και ιδρύθηκαν κατά τον 17ο και 18ο αιώνα.
Οι Χριστιανοί Αλβανοί φοιτούσαν σε καθολικά σχολεία ή σε ελληνικά ορθόδοξα και συντηριόνταν από τον καθολικό κλήρο, που ενισχυόταν από την Αγία έδρα τα καθολικά σχολεία και τα ορθόδοξα τα φρόντιζαν οι κοινότητες. Δεν μπορεί να γίνει σοβαρός λόγος για εκπαιδευτικά ιδρύματα στην Αλβανία επί Τουρκοκρατίας εκτός από μία περίπτωση που δεν αφορά τους Αλβανούς. Πρόκειται για το ονομαστό εκπαιδευτήριο της Μοσχοπόλεως την Νέα Ακαδημία που ιδρύθηκε στα 1744. Ήδη από το 1720 στη Μοσχόπολη λειτουργούσε και τυπογραφείο, στο οποίο είχαν τυπωθεί αρκετά ελληνικά βιβλία, εκκλησιαστικού και φιλολογικού περιεχομένου. Οι διδάσκοντες στην Νέα Ακαδημία, ήταν άνθρωποι που είχαν σπουδάσει στην Ευρώπη.
Φιλολογική παραγωγή στην Αλβανία δεν υπάρχει και όταν αργότερα, τον 19ο αιώνα, γίνει η πρώτη προσπάθεια να γραφούν βιβλία σε αλβανική γλώσσα στην αρχή θα χρησιμοποιηθεί ή κυρίως το ελληνικό ή το τουρκικό ή το ιταλικό αλφάβητο.
Η πνευματική αφύπνιση των Αλβανών πραγματοποιείται μόνο κατά τον 19ο αιώνα.
Οι κάτοχοι των πασαλικιών κυβερνούσαν εν ονόματι του Σουλτάνου και έφερναν τον τίτλο του μουτεσαρίφη. Περισσότερο φρόντιζαν για τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα. Προσπαθούσαν να επεκτείνουν τη δικαιοδοσία τους στα γειτονικά διαμερίσματα και κυρίως στις πόλεις. Αυτό δημιουργούσε αντιζηλίες και διαμάχες μεταξύ τους. Στη διαμάχη αυτή παίρνουν μέρος βιοτέχνες, έμποροι και η μάζα των χωρικών με κριτήρια την εκλογή του καλύτερου από τον χειρότερο κυρίαρχο. Μια ομάδα που προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί αυτές τις αντιζηλίες ήταν οι σπαχήδες. Οι σπαχήδες οργάνωναν ένοπλες ομάδες και έκαναν ληστρικές επιδρομές στην ύπαιθρο και στις πόλεις.
Η Πύλη αδυνατώντας να επιβάλλει την τάξη, αναγκαζόταν να αναγνωρίσει ως αντιπρόσωπό της εκείνον που επικρατούσε. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων και ο Μεχμέτ Μποσατλή της Σκόδρας. Κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα έπαψε να υπάρχει το πλήθος των πασαλικιών και επικρατούσαν δύο τοπάρχες: της Σκόδρας στο βόρειο τμήμα και των Ιωαννίνων στο νότιο.