Πού πάμε;

on .

Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα μας, τα τελευταία χρόνια που μαστίζεται από την κρίση, προσφέρεται να ξεκινήσουμε τον προβληματισμό μας για την παραπέρα πορεία της, με έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς -και ταυτόχρονα διδακτικούς-μύθους του Αισώπου. Τίτλος του: «Δρυοτόμοι και Δρυς», και περιεχόμενο το ακόλουθο:
«Δρυοτόμοι δρυν έσχιζον• η δε έφη• ου τοσούτον τον κόψαντά με πέλεκυν μέμφομαι, όσον τους εξ εμού φυέντας σφήνας».
Ο μύθος αυτός μας βοηθάει να προβληματιστούμε γύρω από την μακροχρόνια πορεία της εθνικής μας ιστορίας, αν βέβαια δώσουμε την απαιτούμενη προσοχή στην αλληγορική σημασία του. Θα κατανοήσουμε τότε πως η «δρυς» του μύθου είναι η Ελλάδα που δεν καταριέται τόσο τον «πέλεκυν» (δηλαδή τους ξένους κατακτητές της) για το «σχίσιμό» της, όσο τους «σφήνες» που προέρχονται από τον ίδιο τον κορμό της, δηλαδή τα δικά της τα παιδιά. Αυτά που κατά τον αρχαίο ιστορικό «Έλληνες όντες εναντία τη Ελλάδι υπέρ των βαρβάρων εμάχοντο». Και αυτό συνέβαινε-και συμβαίνει- τόσο σε καιρό πολέμου,όσο και σε καιρό ειρήνης, γιατί εμείς οι Έλληνες συχνά κερδίζουμε τον πόλεμο, χάνουμε όμως την ειρήνη. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το δράμα μας: Όταν λήγουν «οι Περσικοί Πόλεμοι» τα κλαδιά της δάφνης γίνονται προσάναμμα για το καταλυτικό αλληλοφάγωμα «του Πελοποννησιακού Πολέμου».
Το έζησε αυτό η πατρίδα μας κατά την περίοδο της Κατοχής και της Εθνικής μας Αντίστασης. Τότε ακριβώς εδώ στην πόλη μας μια ομάδα φωτισμένων ανθρώπων, με επικεφαλής το Χρίστο Σούλη και το Λέανδρο Βρανούση, ένιωσε την ανάγκη, (για να τονώσει το εθνικό φρόνημα και να σφυρηλατήσει την εθνική ομοψυχία )να εκδώσει το περιοδικό «Ηπειρωτικά Γράμματα», στην ύλη του οποίου συμπεριέλαβε και το μύθο του Αισώπου που αναφερόμαστε,στην παρακάτω ποιητική απόδοση του Λέανδρου Βρανούση:
«Σχίζαν ξυλάδες τη γριά βαλανιδιά
με σφήνες απ’τον ίδιο τον κορμό της
κι είπεν η δόλια τον πικρό καημό της:
Δε μου πικραίνει τόσο την καρδιά τ’άγριο τσεκούρι που με ξάπλωσε κομμένη, μα τα δικά μου τα κλαδιά -είπεν η γριά βαλανιδιά- οι σφήνες, τα ίδια μου παιδιά, έχουν τη δόλια μου καρδιά φαρμακωμένη».
Αυτός ο απλός μύθος μπορούσε να περάσει-και πέρασε- απαρατήρητος από τη γερμανική λογοκρισία. Όσοι όμως τον διάβασαν τότε κατάλαβαν ότι «γριά βαλανιδιά» του μύθου ήταν η σκλαβωμένη Ελλάδα που καταριόταν τα ανάξια τέκνα της, τους συνεργάτες των κατακτητών.
Παρόμοιο δράμα, σε άλλες ασφαλώς διαστάσεις, ζήσαμε οι Έλληνες όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, και το ζούμε πιο έντονα αυτά τα χρόνια της κρίσης, που, «όπως στρώσαμε, πλαγιάζουμε».
Σήμερα βέβαια λείπουν από τη χώρα μας-«τη γριά βαλανιδιά»- οι «ξυλάδες» με τον «πέλεκυν», όπως αυτός της Κατοχής. Υπάρχει όμως στη θέση του ένας άλλος «πέλεκυς» που τον προσφέρει αφειδώς «η Κίρκη» της εξουσίας σε όσους «ξυλάδες» είναι πρόθυμοι να τον χρησιμοποιήσουν, από «σφήνες» δε, να φάνε και οι κότες. Έτσι:
Μέσα σε ένα κλίμα αμοιβαίας «συλλογικής σχιζοφρένειας» πολίτες και πολιτικοί «στρώσαμε» ένα Κράτος αναξιοκρατικό πέρα για πέρα κομματικό-πελατειακό, όπου οι μεν πολιτικοί εκποιούσαν τον κρατικό μηχανισμό και το Κράτος γενικότερα για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των ψηφοφόρων τους, οι δε πολίτες δίναμε την ψήφο μας προσδοκώντας τα ανάλογα κομματικά οφέλη, και αδιαφορώντας για το ξεπούλημα του τόπου μας. Μοιάζαμε -και μοιάζουμε ακόμα- με τους ανθρώπους της προ του Προμηθέα εποχής,που «βλέπαμε και δε βλέπαμε ακούγαμε και δεν ακούγαμε, παρόμοιοι με σκιές ονείρων περνούσαμε την άσκοπη ζωή μας» και δεν συνειδητοποιούσαμε, ούτε συνειδητοποιούμε ότι «οι άνθρωποι αυθαίρετα (=από δική μας υπαιτιότητα) πήματα (=παθήματα) έχομεν, τλήμονες (=οι δυστυχείς) αγαθών εγγύς όντων ούτε εισορώμεν ούτε κλύομεν (=ακούμε).
Έτσι όπως «στρώσαμε», από τώρα και στο εξής θα «πλαγιάζουμε», με υπερχρεωμένα- ως το 2060-τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, με ξεπουλημενο το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας μας και υποθηκευμένο, για 100 χρόνια, το υπόλοιπο. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα», ζούμε ήδη μέσα σε ένα επικίνδυνο διχαστικό κλίμα που όλο και θα οξύνεται, καθώς θα βρισκόμαστε μπροστά στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, από τους κάθε λογής «δρυοτόμους»-παλιούς και νέους- μεταμορφωμένους από την «Κίρκη» της εξουσίας, οι οποίοι όντας «οστούν εκ των οστών μας και σαρξ εκ της σαρκός μας» εμφανίζονται ήδη ως σωτήρες της «σχισμένης γριάς βελανιδιάς» του μύθου του Αισώπου.
Διαιωνίζουν κατ’αυτόν τον τρόπο μεταλλαγμένο το ίδιο διχαστικό κλίμα, που τόσο ακριβά πληρώσαμε, από τα χρόνια του εμφύλιου και μετά, πληρώνουμε και θα πληρώνουμε, όσο η ελληνική κοινωνία θα παραμένει στο περιθώριο των εξελίξεων, αμέτοχη και ανέπαφη, όσο γύρω μας θα απλώνεται βαθύ το σκοτάδι της αδιαφορίας και της άγνοιας κι εμεις,συνειδητά η ασυνείδητα θα χρησιμοποιούμαστε ως «σφήνες» και θα συμμετέχουμε στο «σχίσιμο» της«γριάς βαλανιδιάς», δηλαδή του ίδιου του εαυτού μας και του τόπου μας.
Πού πάμε, λοιπόν;
ΣΠΥΡΟΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ