Ανάπτυξη δε γίνεται χωρίς επενδύσεις…

on .

Το τελευταίο διάστημα, από πολλούς εξουσιαστές και ιδιαίτερα κυβερνητικούς εντεταλμένους, γίνεται πολύς λόγος για αναπτυξιακή πορεία της εθνικής μας οικονομίας. Μάλιστα, μέσα στο παραλήρημά τους, μιλούν για επίτευγμα που οφείλεται στις εύστοχες πολιτικές θέσεις, αποφάσεις και τακτικές της μνημονιακής συγκυβέρνησης. Έτσι, απροκάλυπτα και χωρίς καμία ντροπή, περιφέρονται ως πολιτικά παπαγαλάκια στα διάφορα «αμερόληπτα» τηλεοπτικά παράθυρα και προσπαθούν, χωρίς επιχειρήματα, να πείσουν τον πολύπαθο λαό για την οικονομική «άνοιξη» που έφεραν στη χώρα.
Όμως, το θέμα είναι εξαιρετικά σοβαρό και η προσέγγιση του θα πρέπει να γίνεται με την ανάλογη υπευθυνότητα, τόσο από τους εξουσιαστές όσο και από τους διάφορες αναλυτές. Ύστερα από τα δεινά που πέρασε αλλά και εξακολουθεί να περνάει ο πολύπαθος λαός, καθώς και την όλη κοινωνική συμπεριφορά που έδειξε μέχρι σήμερα, θα περίμενε κανείς περισσότερο  σεβασμό και λιγότερα ψέματα. Διότι, ας έχουν κατά νου πως, εκτός του ότι εξαντλήθηκε η φοροδοτική και εισφοροδοτική του ικανότητα, υπάρχει  κίνδυνος να εξαντληθεί η υπομονή και η ανοχή του, κάτι που αν συμβεί τότε οι εξουσιαστές θα γκρεμιστούν από το άλογο και δε θα έχουν που να κρυφτούν. Ας το έχουν αυτό κατά νου…
Η οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας, εξαρτάται αποκλειστικά από το σύνολο των επενδύσεων που θα γίνουν, από το κράτος και τους ιδιώτες, τόσο της ημεδαπής όσο και της αλλοδαπής. Φυσικά, το κράτος μας για πολλούς λόγους και πρωτίστως για δημοσιονομικούς, δε δύναται να προβεί σε ικανοποιητικές επενδύσεις, ώστε να δοθεί η αναγκαία ώθηση στην οικονομία. Οπότε, το μόνο που μένει είναι να στραφούμε στις ιδιωτικές επενδύσεις, προκειμένου η οικονομία να μπει ξανά σε τροχιά ανάπτυξης. Στο σημείο που βρίσκεται η εθνική μας οικονομία, η προσέλκυση ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων είναι μονόδρομος, εάν πράγματι θέλουμε ουσιαστική και βιώσιμη ανάπτυξη. Όλα τα άλλα, δηλαδή οι τωρινές δημόσιες επενδύσεις και οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, λειτουργούν ως τονωτικές ενέσεις που σε καμία περίπτωση δε διασφαλίζουν την μακροπρόθεσμη σταθερή αναπτυξιακή πορεία της εθνικής οικονομίας.
Άλλωστε, ας μη ξεχνάμε πως τα οικονομικά μοντέλα που έφεραν την χώρα μας στα όρια της πτώχευσης στηριζόταν αφενός, στις υπέρμετρα ανεξέλεγκτες, αντιπαραγωγικές και ενίοτε ρουσφετολογικές δημόσιες επενδύσεις, που φυσικά γινόταν επί το πλείστον με δανειακά κεφάλαια και αφετέρου, στις ανεξέλεγκτες ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις. Η αλόγιστη κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος, η συνεχής οικονομική ενίσχυση αντιπαραγωγικών οργανισμών, που έχουν στελεχωθεί με ρουσφετολογικά – κομματικά κριτήρια και η υπερμεγένθυση του δημοσίου τομέα, αποδεδειγμένα φέρνουν την πτώχευση της εθνικής οικονομίας και την παρακμή της κοινωνίας.
 Ας επανέρθουμε όμως στο τώρα. Για να προσελκύσουμε  ιδιωτικές επενδύσεις θα πρέπει αρχικά να αναλύσουμε διεξοδικά τους λόγους για τους οποίους πολλοί επενδυτές αποφεύγουν να επενδύσουν σήμερα στη χώρα μας, παρότι υπάρχουν σημαντικότατες προσοδοφόρες ευκαιρίες. Δηλαδή, θα πρέπει να εντοπίσουμε τους παράγοντες που αποθαρρύνουν τους επενδυτές και ιδιαίτερα τους σοβαρούς, Έλληνες και μη, να επενδύσουν τα χρήματα τους στην αριστερόστροφη μνημονιακή Ελλάδα του σήμερα. Σύμφωνα λοιπόν με δημοσιεύσεις του οικονομικού τύπου,  τις δηλώσεις των διεθνών οικονομικών παρατηρητών – αναλυτών, τις τοποθετήσεις των ιδίων επενδυτών στα διάφορα οικονομικά FORUM και την επιστημονική οικονομική σκέψη, οι παράγοντες είναι: Η οικονομική αβεβαιότητα, η έλλειψη εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, η έλλειψη πολιτικής σταθερότητας, η έλλειψη γεωπολιτικής ασφάλειας, η γραφειοκρατία, η ασάφεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, το ασταθές φορολογικό σύστημα, η ελλιπής προστασία της δικαιωμάτων επί της ιδιοκτησίας, η καθυστέρηση στην επίλυση των δικαστικών διαφορών, η δυσλειτουργία στην αγορά εργασίας, η ανεπάρκεια τεχνολογικών υποδομών, η έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού, η υπερφορολόγηση, η διαφθορά, η μη εξασφάλιση συνθηκών πλήρους ανταγωνισμού (χωρίς προστατευτισμούς), το υψηλό κόστος ασφάλισης, ο μη ορισμός περιοχών ειδικής φορολόγησης (μηδενική ή ενδεικτική) για ορισμένο χρονικό διάστημα, το αναχρονιστικό συνδικαλιστικό πλαίσιο και το εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα που απαιτείται για την έγκριση μιας επένδυσης.     
Εκτιμώ πως δε χρειάζονται ειδικές και εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις προκειμένου ν’ αντιληφθεί κανείς πως, οι παραπάνω παράγοντες αποτελούν βασικό μέρος του «ευνοϊκού» επενδυτικού πλαισίου που επικρατεί σήμερα στη χώρα μας. Άλλωστε, το αρνητικό επενδυτικό κλίμα, σε μεγάλο βαθμό, έχει διαμορφωθεί με τις «ευλογίες» της πολιτείας και εξακολουθεί να υφίσταται υπό την προκλητική ανοχή της.
Εν πάση περιπτώσει, είναι γεγονός πως η διαδρομή μιας  οποιαδήποτε  σοβαρής επένδυσης θα περάσει από αναρίθμητα  κρατικά και μη όργανα, πολλά εκ των οποίων άσχετα με το αντικείμενο,  που θα γνωμοδοτήσουν - αποφασίσουν - εγκρίνουν, σε μη προκαθορισμένο χρόνο, όπως:  Αρχαιολογία, Δασαρχείο, Πολεοδομία, Τοπική Αυτοδιοίκηση πρώτου βαθμού, Τοπική Αυτοδιοίκηση δευτέρου βαθμού, Περιφέρεια, Υφυπουργεία, Υπουργεία, Κυβερνητική Επιτροπή, Υπουργικό Συμβούλιο, Βουλή, τρόϊκα κτλ. Εάν, ύστερα από όλα αυτά ο επενδυτής εξακολουθεί να ενδιαφέρεται, τότε θα πρέπει να περιμένει ενστάσεις, διαμαρτυρίες «ευαισθητοποιημένων» πολιτών, προσφυγές «περιβαλλοντολογικών» οργανώσεων, αναβολές, ανούσιους ελέγχους, χρονοβόρες  δικαστικές αποφάσεις κτλ. Τέλος, αν και πάλι ο επενδυτής εξακολουθεί να επιμένει, τότε θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσει το ασταθές φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα, την υπερφορολόγηση, τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, την έλλειψη κινήτρων, το ασαφές νομοθετικό πλαίσιο, την δυσλειτουργία των κρατικών υπηρεσιών, τη διαφθορά, τη διαπλοκή, τα μπλόκα  στους δρόμους, τις υποκινούμενες πορείες, τις ανούσιες απεργίες κτλ.
Εκτός και εάν ο επενδυτής επιλέξει να ακολουθήσει τον παραδοσιακό, σύντομο και διαχρονικό δρόμο του «λαδιού» - όχι δεν έχει καμία σχέση με εκείνο του «μεταξιού», αυτός ήταν πολύ μακρύς και δύσκολος. Εδώ πρόκειται, για μια διαδικασία που δια μαγείας, λύνει όλα τα προβλήματα, ξεπερνάει τα εμπόδια και συντομεύει τις χρονοβόρες διαδικασίες, αρκεί να βρεις τον κατάλληλο άνθρωπο, στην κατάλληλη θέση και φυσικά να σταθείς γενναιόδωρος.
Δυστυχώς, αυτό είναι τα «ευνοικό» επενδυτικό κλίμα που επικρατεί σήμερα στη χώρα μας και αν ήθελε κανείς να ισχυριστεί το αντίθετο, θα ήταν αδύνατο να βρει πιστικά επιχειρήματα, ώστε να στηρίξει τη θέση του. Όσον αφορά, τους διάφορους εξουσιαστές που ισχυρίζονται πως ήρθε η ανάπτυξη, πως οι επενδυτές περιμένουν στην «ουρά», πως θα φέρουν επενδύσεις πάνω από 100 δις καθώς και σε εκείνους που διαφωνούν με το υφιστάμενο επενδυτικό κλίμα που περιγράψαμε, απαντάμε κατά τον Αϊνστάιν: «Δύο πράγματα τείνουν στο άπειρο, το σύμπαν και η ανθρώπινη ανοησία, αν και για το σύμπαν έχω  αμφιβολίες».     
Συνεπώς, εάν θέλουμε ως χώρα να προσελκύσουμε πραγματικούς επενδυτές, θα πρέπει όλη η διαδρομή, δηλαδή από την αρχική εκδήλωση της αίτησης ενδιαφέροντος, μέχρι το τέλος αυτής, που είναι η ολοκλήρωση της, θα πρέπει να είναι καθαρή, ασφαλής και σύντομη, χωρίς αγκυλώσεις, εμπόδια και διαστρεβλώσεις. Φυσικά, εξίσου σημαντικό είναι και η μετέπειτα εξασφάλιση, εκ μέρους της πολιτείας, σταθερού – ομαλού επιχειρηματικού κλίματος, ώστε οι επενδυτές να καλούνται να αντιμετωπίζουν μόνο, τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού και τους κινδύνους του επιχειρείν.    
Επειδή, η οικονομία μας βρίσκεται σε παρατεταμένη ύφεση, έχει άμεση ανάγκη από πραγματικές – σοβαρές - δυναμικές επενδύσεις, προκειμένου να ξαναμπεί σε αναπτυξιακή τροχιά. Μη τρέφουμε αυταπάτες, η εκποίηση των πάγιων δημοσίων περιουσιακών στοιχείων καθώς και η τυπική αλλαγή ιδιοκτήτη, πολλών εν ενεργεία επιχειρήσεων και υποδομών, δεν πρόκειται να φέρουν το ζητούμενο. Ο πολιτικός στρουθοκαμηλισμός είναι κοινωνικά ανεύθυνη και εθνικά επικίνδυνη στάση, που εξυπηρετεί αποκλειστικά κομματικές σκοπιμότητες και πελατειακές σχέσεις.
Επειδή έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά σχετικά, θα κλείσουμε με την παράκληση, ο πολιτικός κόσμος της χώρας αφού πρώτα σοβαρευτεί και αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης, να κάνει την υπέρβαση που απαιτείται και αφού ιεραρχίσει τις προτεραιότητες, να δώσει άμεσα υπεύθυνες, δίκαιες και βιώσιμες λύσεις, υπηρετώντας με αυτό τον τρόπο το εθνικό  συμφέρον.

ΠΕΤΡΟΣ ΤΣΟΔΟΥΛΟΣ