«Η πόλις εάλω»: Σημείο αναφοράς για τον άνθρωπο των νεότερων χρόνων…

on .

Στις 29 Μαΐου του 1453, ημέρα Τρίτη και ώρα 11, η Πόλη, που ήταν 2120 χρονών, εάλω! Αυτή η αποφράδα ημέρα είναι βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου, όπως και όλων της γενιάς μου, γιατί γαλουχηθήκαμε να σεβόμαστε τα ιερά και τα όσια στο τρίπτυχο Θρησκεία - Πατρίδα - Οικογένεια.

Βλέποντας τον Ερντογάν τώρα προεκλογικά να επισκέπτεται να προσκυνήσει την Αγιά Σοφιά, που τη μετέτρεψε σε Τζαμί σκεπάζοντας τις εικόνες, αισθάνθηκα πόνο και την ανάγκη να αναφερθώ στη Βασιλεύουσα και στην Αγιά Σοφιά, θυμίζοντας σε 

αυτούς που την επισκέφτηκαν σε κάποια εκδρομή και σ’ εκείνους που δεν είχαν την τύχη να την επισκεφθούν και να θαυμάσουν το μεγαλείο αυτής της Πόλης.

«Κωνσταντινούπολη, Πόλη του μύθου και της Ιστορίας, της δόξας της αλλοτινής. Πόλη του ονείρου των εθνικών ελπίδων. 

Πανέμορφη ονειρική, φιλάει ράθυμα μα αρχοντικά τα χείλη της Ευρώπης και της Ασίας. Σε κάθε βήμα, απομεινάρια του ενδόξου Βυζαντίου.

Εκκλησιές που γίνανε τζαμιά ή μουσεία, εκκλησιές που μείνανε εκκλησιές. Εκκλησιές που αφέθηκαν να ρημάξουν. 

Τείχη που χορτάριασαν, που γκρέμισαν και γίνανε χαλάσματα. Τείχη που αναστηλώνονται, για να θυμίσουν πικρά την κάποτε Θεοφρούρητη Βασιλίδα. 

Πλατείες με κρήνες, δροσόχορες, κάποτε φόρα Βυζαντινά. Μέγαρα Οθωμανικά, αρ νουβό, υπερσύγχρονοι γυάλινοι ουρανοξύστες, ξενοδοχεία κάθε κατηγορίας, πολυκατοικίες, σπιτάκια, αντικερί, βιβλιοπωλεία, αναμνηστικά, ανταλλακτήρια, γραφεία, τράπεζες. Μακ Ντόναλτς, σαλεπιτζήδες, παγωτατζήδες που χτυπάνε κουδούνια και κάνουν φιγούρες για να σου βάλουνε ντον ντουρμά στο χωνάκι.

Πραματευτάδες, μικροπωλητές, κουλουρτζήδες που πουλάνε τ’ αφράτα σιμίτια τους στο πολύβουο, ετερόκλητο πλήθος που σπρώχνεται στους δρόμους.

Κάτοικοι: Τούρκοι, Κούρδοι και τουρίστες. Άλλοι ανυποψίαστοι αναζητούν τη λάγνα Ανατολή, άλλοι το χαμένο Βυζαντινό μεγαλείο, άλλοι θηρεύουν την αγοραστική ευκαιρία και παζαρεύουν ακούραστα με τους εμπόρους.

Μυρωδιές από ναργιλέδες, τούρκικα καφέ και μύδια που ψήνονται στο δρόμο ανακατεύονται με το αγεράκι από τη θάλασσα του Μαρμαρά. 

Μυρωδιές από παστουρμάδες, μπαχαρικά κάθε λογής, από ντονέρ, από κεμπάπ, από ιδρώτα ανθρώπων του μόχθου, από αρώματα βαριά, μεθυστικά, ανατολίτικα.

Κι ύστερα σαν να παύουν οι ήχοι εντός μου. Η φωνή του μουεζίνη καλεί τους πιστούς πέντε φορές σε προσευχή. 

Άλλοι παρακαλάνε τον Αλλάχ, άλλοι τον κερδώο Ερμή, άλλοι ικετεύουν για ένα, πολλά υποσχόμενο, βλέμμα κάποιας χανούμισσας ή ενός διαδόχου των Τελάκ, εκείνων των αγοριών που πλένανε τους πελάτες στα χαμάμ και ικανοποιούσαν τις στιγμιαίες ορέξεις τους…

Βραδιάζει και στον Βόσπορο ανάβουν, σαν καντήλια, σιγά-σιγά τα φώτα. Τι ομορφιά στα Θεραπειά και στο Μπεμπέκ ν’ απολαμβάνεις το ηλιοβασίλεμα, αγναντεύοντας τα καραβάκια που διαπλέουν το θρυλικό θαλασσινό στενό. Να πίνεις τσάι, μήλο στα μικρά διάφανα γυάλινα ποτηράκια… 

Οι γύφτοι τραγουδάνε στο Κουμ Καπί, μια τουριστική γειτονιά, που θυμίζει την ημέτερη Πλάκα με γεύση Τουρκολίμανου.

Ψαρομεζέδες, εδέσματα οικεία, ντολμάδες, ιμάμ, μελιντζανοσαλάτες, τζατζίκια τέρπουν τον ουρανίσκο. 

Σαν ξημερώσει η μέρα κι ο ήλιος σηκωθεί θα κλάψω σε μια γωνιά κρυφά στην Αγιά Σοφιά να βλέπω τις χρυσές ψηφίδες που απομείνανε κάτω απ’ τα τόξα των αψίδων. 

Απέναντί μου το ιερό-τί σημασία αν έγινε μιχράμπ; Ένας δεν είναι ο Θεός, όπως δηλώνουν οι αραβικές επιγραφές στις ασπίδες στους τοίχους, στον μεγαλόπρεπο τρούλο που στέκει μετέωρος;

Ύστερα θα προσευχηθώ μπροστά στη Δέηση, θα βλαστημήσω στον «Τάφο» του Ενετού δόγη Δάνδολου. 

Ανάθεμα στα μίση και τον φανατισμό στο όνομα του Κυρίου-πρόφαση λεηλασίας. θα φτάσω στον Κεράτιο, θα περάσω τη γέφυρα του Γαλατά.

Από το λιμάνι του Εμινονου φτάνει ο ήχος από τα καραβάκια, που σφυρίζουν για να σαλπάρουν για τη Μαύρη Θάλασσα ή τα Πριγκηποννήσια, εκεί που εξορίζανε κάποτε βυζαντινούς πρίγκιπες, εκεί που βρήκε καταφύγιο κι ο Τράσης, εκεί που μαθητέψανε οι μεγάλοι Ιεράρχες στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. 

Κι αν θες πάμε τον γύρο του νησιού με τα παϊτόνια, τ’ αμαξάκια που σέρνουνε δυο άλογα, για να δούμε τις παλιές ξύλινες καλοκαιρινές επαύλεις των Ελλήνων πριν το ξεριζωμό.

Κωνσταντινούπολη: τόσο οικεία, τόσο Ελληνική, τόσο Τούρκικη, τόσο Παγκόσμια. Μια πόλη αυτόνομη, ελεύθερη, που δεν ανήκει σε κανέναν. 

Μονάχα στα τραγούδια και τους θρύλους, στα παραμύθια και τις αναμνήσεις των λαών που την κατοίκησαν, την αγάπησαν παράφορα, με πάθος, την ονειρεύτηκαν, την κέρδισαν και την έχασαν. 

Κωνσταντινούπολη: «Πόλη της Ιστορίας». Αγιά Σοφιά «Της Οικουμένης απάσης το κλέϊσμα και τοις υπ’ ουρανόν το καύχημα». Σύμβολο της Ορθοδοξίας, της ισχύος και της δόξας του Βυζαντίου. 

Ένα από τα πιο σημαντικά μνημεία της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής Αγιά Σοφιά η εκκλησία που είναι αφιερωμένη στη Σοφία του Θεού, δηλαδή στον Υιό και Λόγο Του, δεσπόζει πάνω στον πρώτο λόφο της Κωνσταντινούπολης.

Ο ναός που πέρασε πολλές περιπέτειες στο διάβα των αιώνων, αποτυπώνει τη δραματική περιπέτεια του βυζαντινού κόσμου και αποτέλεσε την κορυφαία έκφραση της ζωντανής ελπίδας του ελληνικού γένους από την ελευθερία του στα χαλεπά χρόνια της τουρκοκρατίας. 

Πρόκειται για έναν χώρο γεμάτο μαγεία και απορία που μιμείται το θολωτό σύμπαν, όπως το δημιούργησε ο Θεός και το περιόρισε ο άνθρωπος»

(Σοφία Σφυρόερα)

Όχι άδικα η άλωση της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τον άνθρωπο των Νεότερων χρόνων. Η τραγική τύχη της Θεοφρούρητης ως τότε Βασιλεύουσας προκάλεσε οδύνη στον χριστιανικό κόσμο, ακόμα μέχρι σήμερα- και περίσκεψη για τη σημασία και τον συμβολισμό της πτώσης της.

Η πτώση της Πόλης, το κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός, συνετάραξε τους ανθρώπους της εποχής εκείνης και προκάλεσε τη συγγραφή μιας ευρύτατης κλίμακας πηγών στα ελληνικά, στα λατινικά και σε λατινογενείς γλώσσες, στα παλαιοτουρκικά, στα σλαβονικά, στα αρμενικά συντομότερα χρονικά και ευρύτερες ιστοριογραφικές συνθέσεις, ημερολόγια, επιστολές ή θρηνητικές ελεγείες αποτύπωσαν πολυδιάστατα τα γεγονότα και τον απόηχό τους, που διατηρήθηκε έντονος, πολλούς αιώνες μετά το τραγικό συμβάν.

Θα παραθέσω ένα ανακάλυμα (Απόσπασμα) αφιερωμένο στην Κων/πολη από Ανώνυμο:

«Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη

θλίψη απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις

Εχάσασιν τα σπίτια τους, την Πόλιν την Αγία.

Τις το’ πεν; τις το μήνυσε; Πότε ‘ λθεν το μαντάτο;

Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου

και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτιέται:

- «Καράβιν, πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις»;

-Έρχομαι α’ τ’ ανάθεμα  κ’ εκ το βαρύν το σκότος

ακ την αστροποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην·

απέ την Πόλιν έρχομαι την αστραποκαμένην…»