Η Δικαιοσύνη πρέπει να είναι πεμπτουσία της Δημοκρατίας!

on .

Εξακολουθητικά επίκαιρη η έννοια της δικαιοσύνης, αποτελεί κατά γενική παραδοχή την κρηπίδα του δημοκρατικού πολιτεύματος, το δε κράτος δικαίου σταθερό αιτούμενο κάθε πολιτισμένης κρατικής οντότητας. Κι αυτό γιατί το δημοκρατικό πολίτευμα, σε οποιαδήποτε μορφή του, έχει χρέος να ευνοεί την ελευθερία, να καλλιεργεί την ισότητα και να διασφαλίζει τη δικαιοσύνη. Αν ένα από τα τρία αυτά χαρακτηριστικά, για οποιοδήποτε λόγο, δεν ικανοποιείται σε μια πολιτεία, τότε είναι βέβαιο ότι θα παρουσιάζονται σοβαρά προβλήματα  δυσλειτουργίας τόσο της δημοκρατίας όσο και των θεσμών. Ιστορικά, η περιβόητη «διάκριση των εξουσιών» σε «νομοθετική», «εκτελεστική» και «δικαστική», που αποδίδεται στον Γάλλο φιλόσοφο Μοντεσκιέ, από τους κορυφαίους εκπροσώπους του Γαλλικού Διαφωτισμού, και η οποία, όμως, ήταν γνωστή από την αρχαιότητα («το βουλευόμενον», το «δικάζον», το «περί τας αρχάς», σύμφωνα με τη διάκριση του Αριστοτέλη, στα Πολιτικά του), κατοχυρώνει, θεωρητικά τουλάχιστον, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.   

Στο πέμπτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων του ο Αριστοτέλης,αποκαλώντας τη δικαιοσύνη «τελείαν αρετή», τη θεωρεί προϋπόθεση όλων των ηθικών και πολιτικών αρετών, αφού, όπως σχετικά σημειώνει: «εν δικαιοσύνη συλλήβδην πάσα αρετή εστίν», στη δικαιοσύνη , δηλαδή, είναι συμπυκνωμένες όλες οι αρετές. Η αριστοτελική «διανεμητική» δικαιοσύνη, μάλιστα, εξακολουθεί να είναι πιο επίκαιρη από ποτέ στις μέρες μας, επηρεάζοντας όχι μόνο μια πλειάδα παλαιότερων και σύγχρονων πολιτικών φιλοσόφων, αλλά και τη σύγχρονη πολιτική θεωρία και πρακτική. Συναφής με την «διανεμητική» δικαιοσύνη είναι η έννοια της αναλογικότητας. Κι αυτό γιατί δε νοείται δικαιοσύνη χωρίς τον αναλογικό επιμερισμό των ευθυνών. 

Το ερώτημα που τίθεται, όμως, είναι αν η δικαιοσύνη επαρκεί μόνη της ως ηθική αρετή να στηρίξει την ανθρώπινη κοινωνία. Την απάντηση δίνει ο ίδιος  Σταγειρίτης φιλόσοφος σ΄ ένα άλλο κορυφαίο έργο του «Τα Πολιτικά» : «Ώσπερ γαρ και τελειωθείς βέλτιστον των ζώων άνθρωπός εστιν, ούτω και χωρισθείς νόμου τε και δίκης χείριστον πάντων χαλεπωτάτη γαρ αδικία έχουσα όπλα». Ο άνθρωπος, δηλαδή, καθώς μόνος από τα ζώα έχει όπλα, κινδυνεύει άρα να γίνει το πιο κακούργο ζώο, αν δεν υποτάσσεται σε νόμους και δεν διέπεται από το δίκαιο. Αλλά, αποσαφηνίζει ο Αριστοτέλης στο ίδιο χωρίο: «Η δικαιοσύνη πολιτικόν, η γαρ δίκη πολιτικής κοινωνίας τάξις εστίν», που σημαίνει ότι η δικαιοσύνη δεν λειτουργεί ως ηθική απλώς αρετή, αλλά είναι συνυφασμένη με την πολιτεία, μάλιστα είναι συντακτική της πολιτικής κοινωνίας λειτουργία, αυτή που συντονίζει την συμπεριφορά των ανθρώπων. 

«Όρος και χώρος, επομένως, για την αναγωγή των ανθρώπων στην αρετή», κατά τον Κων/νο Δεσποτόπουλο, διαπρεπή Μικρασιάτη φιλόσοφο, πολιτικό στοχαστή και ακαδημαϊκό δάσκαλο, «είναι η ανθρώπινη κοινωνία, η πολιτικά συντεταγμένη, η κρίσιμη δε αποστολή του Δικαίου είναι να εμπεδώσει την πολιτική κοινωνία». Άμεση δε συνάρτηση της ως άνω αποστολής είναι η εμπέδωση στο λαό του αισθήματος δικαίου και το αίσθημα αυτό εμπεδώνεται όταν ο νόμος είναι ίδιος για όλους, αδύναμους και ισχυρούς, διαψεύδοντας στην πράξη τη διαχρονική ρήση-διαπίστωση του Ανάχαρση ότι «οι νόμοι μοιάζουν με τον ιστό της αράχνης, ο οποίος πιάνει τα μικρά έντομα, αφήνει όμως να περάσουν τα μεγάλα», ή το γνωστό επιτοίχιο σύνθημα ότι «η δικαιοσύνη σαν το φίδι δαγκώνει μόνο τους ξυπόλητους», επιβεβαιώνοντας το υποστηριζόμενο από τον Θρασύμαχο στην Πολιτεία του Πλάτωνα ότι το δίκαιο δεν είναι τίποτε άλλο από το συμφέρον του ισχυροτέρου («δίκαιον ουκ άλλο τι, ει του κρείττονος συμφέρον»). Αυτό που ο Ευ. Παπανούτσος θα ονομάσει «δίκαιο της πυγμής», κι ακόμη, την σκληρή υπενθύμιση του Βολταίρου ότι «είναι επικίνδυνο να έχεις δίκιο, όταν η εξουσία έχει άδικο».

Αυτό το αίσθημα δικαίου εδραιωμένο στην ισονομία, την αξιοκρατία και τη διαφάνεια, έχει χρέος η συντεταγμένη πολιτεία να εμπεδώνει σε κάθε έκφραση και έκφανση της κοινωνικής ζωής, αποδεικνύοντας στην πράξη την υπεροχή του δημοκρατικού πολιτεύματος έναντι οποιουδήποτε άλλου. Είναι, δε, υποχρέωσή της να υλοποιεί στην πράξη την συνταγματική επιταγή περί ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, αφενός με τον απόλυτο σεβασμό στην  ανεξάρτητη λειτουργία της, αφετέρου με την έμπρακτη ενίσχυση του κύρους της. Σημαντικό, ως εκ τούτου, ρόλο διαδραματίζουν οι αρχές δικαίου, οι οποίες εφαρμόζονται μέσα στην κοινωνία και ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών, καθώς και τη διανομή σ’ αυτούς κοινωνικών και οικονομικών πλεονεκτημάτων (αρχή της ίσης μεταχείρισης).

Η ανησυχία την οποία εξέφρασε πρόσφατα για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης στη χώρα μας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τον καθ΄ ύλην αρμόδιο Επίτροπό της («εκτεταμένη κατάλυση στοιχειωδών κανόνων του κράτους δικαίου και της συνταγματικής ομαλότητας», επισημαίνοντας ότι «το ισχύον σύστημα διορισμών στις ανώτατες θέσεις του δικαστικού σώματος είναι επιρρεπές σε δυνητικά ισχυρή επιρροή από την εκτελεστική εξουσία») το λιγότερο που θέτει είναι προβληματισμός για την ανεξάρτητη λειτουργία της θεμελιώδους αυτής αρχής του δημοκρατικού πολιτεύματος. Σε συνάρτηση  μάλιστα με την διαπιστωμένη από διεθνείς ανεξάρτητες αρχές («Δημοσιογράφοι χωρίς σύνορα») προβληματική λειτουργία της λεγόμενης «τέταρτης εξουσίας», του Γραπτού, δηλαδή, και ηλεκτρονικού Τύπου στη χώρα μας -108η θέση στη σχετική παγκόσμια λίστα αξιοπιστίας, εγγύτατα με αυτή της Τουρκίας του Ερντογάν- ο παραπάνω προβληματισμός για την πραγματική λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος στη χώρα μας γίνεται ιδιαίτερα έντονος για κάθε δημοκρατικό πολίτη. 

Μέσα από αυτό προκύπτει ως κεντρικό νόημα ότι η δικαιοσύνη πρέπει να είναι ακριβοδίκαιη παρέχοντας ίσες ευκαιρίες σε όλους, χωρίς την παραμικρή διάκριση. Ο Ινδός στην καταγωγή Αμάρτυα Σεν, καθηγητής οικονομικών και φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, κάτοχος του Βραβείου Νόμπελ Οικονομίας το 1988, διερευνώντας σε βάθος την έννοια της δικαιοσύνης υποστηρίζει ότι η δικαιοσύνη δεν μπορεί να είναι μια αφηρημένη ιδέα σε έναν ιδεατό κόσμο, αλλά θα πρέπει να ενδιαφέρεται για την πραγματική ζωή των ανθρώπων, για όλα όσα μπορούν να τους κάνουν ευτυχισμένους. Συνδέει  δε την ιδέα της δικαιοσύνης με την καταπολέμηση της κοινωνικής αδικίας και των ανισοτήτων στον σημερινό κόσμο. Για τον Σεν είναι δεδομένο ότι στον κόσμο που ζούμε υπάρχει αδικία, καμιά φορά πολύ βαθιά και πολύ οδυνηρή, γι’ αυτό και θέτει το ζήτημα της θεραπείας της (Amartya Sen, Η ιδέα της δικαιοσύνης, Εκδ. Πόλις). 

Δυστυχώς, διαχρονικά διαπιστώνουμε μια προσπάθεια εκ μέρους της Εκτελεστικής Εξουσίας χειραγώγησης των δικαστικών λειτουργών και, κατά συνέπεια, των δικαστικών κρίσεων και αποφάσεων με διάφορους- άμεσους ή έμμεσους- τρόπους, με αποτέλεσμα την προϊούσα τρώση του κύρους της Δικαιοσύνης και την εμπέδωση στους απλούς πολίτες -που δεν «έχουν μπάρμπα στην κορώνη» κατά το κοινώς λεγόμενο- ενός αισθήματος αδικίας, ό,τι χειρότερο για την διασφάλιση της απαραίτητης κοινωνικής συνοχής. «Ο βαθμός ανεξαρτησίας της δικαστικής από την εκτελεστική εξουσία σε μια δημοκρατικά θεσμισμένη πολιτεία, το εύρος του ελέγχου που η τελευταία επιτρέπεται να ασκεί στον αυτοπροσδιορισμό των μελών της, η ικανότητά της να εντάσσει, αντί να αποβάλλει, τον "άλλο" και η συνάρθρωση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου με το αίτημα της ασφάλειας σε μια δημοκρατικά οργανωμένη πολιτεία συνθέτουν ορισμένα από τα κύρια επίδικα ζητήματα ενός εν τη πράξει δημοκρατικού πολιτεύματος», επισημαίνει ο Ακαδημαϊκός και πρώην υπουργός Ν. Παρασκευόπουλος στο βιβλίο του «Δημοκρατία- η δημοκρατία και η δικαιοσύνη της»( εκδ. ΕΝΑ)

Υπό την έννοια αυτή, άμεσα συναρτημένη με την ιδέα της πετυχημένης ζωής η ιδέα της δικαιοσύνης, δε μπορεί να είναι μια αφηρημένη έννοια, ένα γενικόλογο, όπως συνήθως συμβαίνει, πολιτικό σύνθημα για τη θεσμική διάρθρωση της κοινωνίας, αλλά να ενδιαφέρεται για τη ζωή που διάγουν οι άνθρωποι στην πραγματικότητα και για ό,τι καθιστά τη ζωή τους αξιοβίωτη. Η αναντίλεκτη διαπίστωση ότι στον κόσμο περισσεύει η αδικία- βαθιά και προφανής μερικές φορές, ανεξιχνίαστη, αλλά όχι λιγότερο οδυνηρή άλλοτε- θέτει ως πρώτη προτεραιότητα το ζήτημα της θεραπείας της, έστω στο ελάχιστο επίπεδο, αυτό του μετριασμού της, ακόμη κι αν a priori η συμμόρφωση του φύσει ατελούς κόσμου μας (ο οποίος δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικός, συναποτελούμενος από ατελείς μονάδες), σε αυτή την ιδανική έννοια, μοιάζει να αποτελεί ουτοπική επιδίωξη. Τούτο όμως δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία, αφού δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο κόσμος εξελίχθηκε και προόδευσε με τέτοιες «ουτοπίες». Άλλωστε, «δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί της γης» (Ησ.26,9), δεν είναι το πρόσταγμα, αλλά και ένα από τα κύρια προτάγματα της χριστιανικής διδασκαλίας; Την οποία μεγαλοφώνως μεν διαλαλεί το ιερατείο, αλλά στην πράξη διαχρονικά συμπορεύεται με την κυρίαρχη πολιτική εξουσία;