Από τη δίκη των Στρατηγών στη δίκη των Δικαστών…

on .

Βρισκόμαστε στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1834, 189 χρόνια πιο πριν από σήμερα. Πριν τέσσερα χρόνια είχε δημιουργηθεί το «ανεξάρτητο» και από τις «Προστάτιδες Δυνάμεις» εποπτευόμενο και ελεγχόμενο Ελληνικό Κρατίδιο, στο οποίο, από τις αρχές της δημιουργίας του, είχαν κάνει την εμφάνισή τους τα γνωστά τρία κόμματα: Το ρωσόφιλο, υπό τον Κολοκοτρώνη, το αγγλόφιλο, υπό τον Μαυροκορδάτο και το γαλλόφιλο υπό τον Κωλέττη, πράγμα που έκανε το σατιρικό ποιητή της εποχής εκείνης να αναφωνήσει: «Κανείς δεν έμεινε Γραικός, ο ένας είναι Άγγλος, Μώσκοβος είν’ ο δεύτερος κι ο τρίτος είναι Γάλλος».

Μετά τη σύντομη δημιουργική πορεία του Καποδίστρια, κατά την οποία η Ελλάδα πάσχιζε να βγει από τα ερείπια που άφησε πίσω της η σκλαβιά και την άφιξη της αντιβασιλείας του Όθωνα, τον οποίο οι ξένοι μας τον φέρανε ως «Ελέω Θεού Βασιλέα των Ελλήνων», η κατάσταση στη χώρα μας γίνεται αποπνικτική. Στο στόχαστρο της αντιβασιλείας, από την πρώτη στιγμή, ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας με τη γνωστή ένδοξη δράση τους στα χρόνια της Μεγάλης Επανάστασης του ‘21. Με διαταγή της αντιβασιλείας ο ελευθερωτής των ραγιάδων, ως κοινός κακούργος, μαζί με τον Πλαπούτα, συλλαμβάνονται και οδηγούνται στις φυλακές του Ναυπλίου. Στον πολυμήχανο Άγγλο, σκωτικής καταγωγής, Μάσωνα, που διορίστηκε από την αντιβασιλεία εισαγγελέας, ανατίθεται η θεμελίωση της κατηγορίας για συνωμοσία, με την εξαγορά ψευδομαρτύρων και τη διαστροφή των γεγονότων.

Έτσι, στις 26 Απριλίου του 1834 -σαν αύριο- αρχίζει και επίσημα η δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως «Δίκη των Στρατηγών». Ο εισαγγελέας Μάσωνας -επίτροπος επικρατείας ονομαζόταν τότε- απευθύνει την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και ζητάει την καταδίκη των δυο στρατηγών σε θάνατο. Την υπεράσπιση των κατηγορουμένων αναλαμβάνουν δυο έξοχοι νομικοί -ασφαλώς άγνωστοι στους πολλούς- ο Π. Βαλσαμάκης από την Κεφαλλονιά και ο Χ. Κλωνάρης από την Ήπειρο. Με ατράνταχτα επιχειρήματα απέδειξαν «το πλαστόν και ψευδές της υποθέσεως» και ζήτησαν την αθώωση των κατηγορουμένων.

Οι τρεις από τους πέντε δικαστές του δικαστηρίου, ο Σούτσος, ο Βούλγαρης και ο Φραγκούλης, συμφώνησαν με την πρόταση του εισαγγελέα. Αυτοί όμως που σκηνοθέτησαν αυτή τη συνωμοσία δεν υπολόγισαν τη στάση που κράτησαν δύο πιστοί υπηρέτες της Δικαιοσύνης, ο Πρόεδρος του δικαστηρίου Α. Πολυζωίδης και ο δικαστής Γ. Τερτσέτης. Και οι δυο αρνούνται να υπογράψουν την καταδικαστική απόφαση. Στο παρατιθέμενο απόσπασμα της απόφασης, όπως βλέπετε, λείπουν οι υπογραφές του Πολυζωίδη και Τερτσέτη. 

Η διαφωνία τους πέφτει σαν κεραυνός στο χώρο της αντιβασιλείας. Επιστρατεύεται ο υπουργός Δικαιοσύνης Σχινάς, ο οποίος, γεμάτος δουλικότητα, απευθύνεται προς τους δυο δικαστές και τους λέει: «Εν ονόματι του βασιλέως σας διατάσσω να υπογράψετε». Και εκείνοι ατάραχοι του απαντούν: «Εν ονόματι της Δικαιοσύνης αρνούμεθα να υπογράψωμεν». Οι δυο δικαστές που μειοψήφησαν καλούνται από το Σχινά σε απολογία. Η απάντηση σύντομη, γεμάτη ήθος και αξιοπρέπεια: «Σεβαστήκαμε τη Δικαιοσύνη γι’ αυτό δεν υπογράψαμε. Ο εθνισμός μας είναι θεμελιωμένος στα αίματα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων που σκοτώθηκαν στον αγώνα».

Πλήρωσαν αυτή τη συμπεριφορά τους με εξάμηνη πρόσκαιρη παύση και με ποινική δίωξη για απιστία και παράβαση καθήκοντος. Πρόκειται για την επίσης γνωστή «Δίκη των Δικαστών». Όμως οι δυο δικαστές, ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης, μαζί με τους δύο συνήγορους υπεράσπισης των στρατηγών, τον Βαλσαμάκη και τον Κλωνάρη, προάσπισαν με τη στάση τους την ιδέα της Δικαιοσύνης και πέρασαν στην Ιστορία, στην οποία έμεινε το στίγμα για τους δικαστές που υπέγραψαν την καταδικαστική απόφαση και γι’ αυτούς στους οποίους δουλικά υπάκουσαν και η δόξα γι’ αυτούς τους τέσσερις εκπροσώπους της Δικαιοσύνης που τίμησαν το λειτούργημά τους, έσωσαν την τιμή του Έθνους και ανάγκασαν τους υπεύθυνους να μεταβάλουν τη θανατική καταδίκη των στρατηγών σε απλή φυλάκιση και τελικά στην απελευθέρωση. Έδειξαν σε όλους τους συναδέλφους τους, διαχρονικά, τι σημαίνει ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, για την οποία πολύς λόγος γίνεται μέχρι σήμερα.

Παρόμοια αξιοπρεπή στάση και προσήλωση στην ιδέα της Δικαιοσύνης τήρησαν, 129 χρόνια μετά, δύο άλλοι άξιοι λειτουργοί της Δικαιοσύνης, ο Εισαγγελέας Στυλιανός Μπούτης και ο Ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης, που αρνήθηκαν, στην υπόθεση Λαμπράκη, να παραβούν το καθήκον τους, όπως τους προέτρεπε ο τότε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και μετέπειτα πρώτος πρωθυπουργός της χούντας Κωνσταντίνος Κόλλιας.

Θέλω να πιστεύω πως, καθώς πριν δυο χρόνια γιορτάσαμε -τρόπος του λέγειν- τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του ‘21 που μας χάρισε τη λευτεριά, ο νομικός κόσμος της χώρας ή η Επιτροπή εορτασμού, θα αφιέρωσε κάποια από τις εκδηλώσεις για να τιμήσει τα έξι αναφερόμενα πρόσωπα - γνήσιους υπερασπιστές της ιδέας της Δικαιοσύνης ως συνισταμένης όλων των αρετών. Μας δίδαξαν με τη στάση τους πως ανάμεσα στη Δικαιοσύνη και στη Δημοκρατία υπάρχει η, κατά τον Γκαίτε, «εκλεκτική συγγένεια» πως η μια για την άλλη είναι ταυτόχρονα δημιουργός και δημιούργημα και πως η ύπαρξη της μιας δεν νοείται χωρίς την άλλη. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, τότε απλά γίνεται λόγος για την αφηρημένη -και πολλαπλά παρεξηγούμενη- έννοιά τους, από ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με αυτές τις δυο έννοιες. Και αυτό δεν είναι λίγες οι φορές που το έχουμε διαπιστώσει σε τούτο το δύσμοιρο τόπο.