Η Δερόπολη και ο Β/Ηπειρωτικός χώρος πριν και μετά την απελευθέρωση…

on .

Τα γεγονότα των νεωτέρων χρόνων για το μαρτυρικό κομμάτι του Βόρειου τμήματος της Ηπείρου, λίγο πολύ είναι γνωστά από δημοσιεύματα στον διεθνή και ελληνικό χώρο.

Θα αναφερθούμε όμως συνοπτικά σε ενέργειες και χρονολογίες, που σηματοδοτούν κραυγαλέες περιπτώσεις αδικιών σε βάρος του ελληνικού στοιχείου αυτής της περιοχής. Είναι ανάγκη, για να αποκτήσουμε μια συνολική εικόνα του προβλήματος, να επισημάνουμε τον κίνδυνο που προερχόταν από τους Αρβανιστές. Στα 1878 ιδρύθηκε στο Βουκουρέστι ο «Αλβανικός Σύνδεσμος», με σκοπό την προώθηση των αλβανικών εθνικών επιδιώξεων και την ίδρυση ανεξάρτητου Αλβανικού κράτους με όρια την Σκόρδα προς βορρά και τον Αμβρακικό κόλπο προς το νότο.

Τις ιδέες του Αλβανικού Συνδέσμου ενστερνίζονται οι Ιταλοί και Αυστριακοί για δικό τους, βέβαια, όφελος γιατί και οι δυο Δυνάμεις εκείνης της εποχής διεκδικούν την κατοχή των παραλίων της Αλβανίας και συναγωνίζονται, στον διπλωματικό τομέα, ποια από τις δυο θα αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή και ισχυρότερα ερείσματα στην Αλβανία.

Στα 1908 ο Σύνδεσμος προσπαθεί να ιδρύσει Αλβανικό σχολείο στο Αργυρόκαστρο, χωρίς επιτυχία, γεγονός που επισύρει το μίσος των νεοφώτιστων Αλβανών κατά των Ελλήνων και περισσότερο εναντίον των Δεροπολιτών, οι οποίοι στάθηκαν εμπόδιο στην προς νότο διείσδυση των στόχων του Αλβανικού Συνδέσμου.

Ο κίνδυνος από τους Αλβανιστές, των οποίων οι προσπάθειες υποθάλπονταν από την Αυστρία και Ιταλία, μετά μάλιστα τον ατυχή πόλεμο του 1897, μεγάλωνε από χρόνο σε χρόνο και εξυπηρετούσε τα σχέδια των δύο Δυνάμεων για την επιβολή των σχεδίων τους. Τα σχέδιά τους, ευτυχώς, δεν πραγματοποιήθηκαν. Ματαιώθηκαν εξαιτίας των νικηφόρων πολέμων το 1912 – 13.

Όπως είναι γνωστό στον Πρώτο Βαλκανικό πόλεμο οι Αλβανοί δεν συμμάχησαν με τα κράτη της Βαλκανικής, αλλά τάχτηκαν με τους Τούρκους. Οι Έλληνες, με κυβερνήτη τον Ελευθέριο Βενιζέλο και αρχηγό του στρατού τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο, απελευθερώνουν την Μακεδονία και την Ήπειρο. Η απελευθέρωση της Ηπειρωτικής Πρωτεύουσας (21 Φεβρουαρίου 1913) ήταν το αποκορύφωμα των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ήπειρο.

Ο ελληνικός στρατός, λίγες μέρες αργότερα, προχωράει βόρεια και απελευθερώνει το Αργυρόκαστρο, τη Χειμάρα, το Τεπελένι, την Πρεμετή και βαδίζει προς απελευθέρωση και των υπόλοιπων σκλαβωμένων περιοχών. Ο νομός Κορυτσάς είχε απελευθερωθεί τον Δεκέμβριο του 1912. 

Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στην παλλαϊκή υποδοχή που επεφύλαξε ο ντόπιος πληθυσμός στον στρατηγό Δαγκλή και τον Ελληνικό στρατό.

Μυριάδες οι χωρικοί της Δερόπολης και του Δελβίνου κατέκλυσαν τους δρόμους και με τραγούδια έραιναν με λουλούδια τους απελευθερωτές.

Ο ανταποκριτής της εφημερίδας «Πατρίς», σε ανταπόκρισή του, δίνει ανάγλυφη την εικόνα της χαράς και του ενθουσιασμού που επικράτησε εκείνες τις ημέρες: «Εις την εκδήλωσιν ταύτην έπρεπε να ευρεθούν εκείνοι, οι οποίοι ομιλούν περί αλβανικών δήθεν πληθυσμών. Εδώ ο ενθουσιασμός έφθασεν εις το κατακόρυφον, όλοι δε συναπεκομίζομεν την εντύπωσιν περί ακραιφνών ελληνικών αισθημάτων της επαρχίας αργυροκάστρου. Εις όλην την ύπαιθρον χώρον, εις όλα εν γένει τα πέριξ του Αργυροκάστρου χωρία ούτε σκιά αλβανού υπάρχει. Μόνον ελληνισμός ένθερμος, ακραιφνής, πατριωτικώτατος, απαντάται».

Η προέλαση όμως αυτή του ελληνικού στρατού δεν αρέσει στην Αυστρία και Ιταλία, που βλέπουν να ματαιώνονται τα σχέδιά τους. Ένα χρόνο σχεδόν νωρίτερα (28 Νοεμβρίου 1912) ο Ισμαήλ Κεμάλ Μπέης Βλιόρα σχηματίζει την πρώτη Αλβανική κυβέρνηση. Με τη συνθήκη του Λονδίνου του 1913 πέτυχαν να αναγνωριστεί η Αλβανική ανεξαρτησία.

Με ενέργειες της Αυστρίας και Ιταλίας διορίζεται διεθνής επιτροπή για την εξακρίβωση του εθνολογικού χαρακτήρα της Βορείου Ηπείρου και τον οριστικό καθορισμό των συνόρων.

Η επιτροπή αυτή, παρά τις διαφωνίες και τις διαμαρτυρίες του Βορειοηπειρωτικού πληθυσμού και της ελληνικής κυβέρνησης, αποφασίζει την απόσπαση αυτού του χώρου από τον ενιαίο ηπειρωτικό κορμό και την παραχώρησή του στο Αλβανικό κράτος.

Στις 17 Δεκεμβρίου 1913 υπογράφεται το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας. Με το πρωτόκολλο αυτό διαπράχτηκε ένα από τα πιο σοβαρά αδικήματα σε βάρος του ελληνισμού και στραγγαλίστηκαν εθνικοί πόθοι αιώνων και τούτο γιατί επικράτησε η ύπουλη και ανθελληνική πολιτική της Αυστρίας και Ιταλίας.

Το πρωτόκολλο αποδοκιμάστηκε διεθνώς και ο Άγγλος δημοσιολόγος Τσάπμον, που μελέτησε σε βάθος το θέμα, έγραφε: «Όλα τα δάκρυα και οι στεναγμοί της Ελλάδος δεν θα γίνουν αίτιοι ουδέ απλής τύψεως συνειδήσεως εις τους πολιτικούς της Ιταλίας, ουδέ θα γεννήσουν στιγμών έστω δισταγμού διά του σερ Γκρέυ. Αι μεγάλαι δυνάμεις παρεσκεύασαν ήδη την κλίνην επί της οποίας πρόκειται να κατακλιθή η Ήπειρος.

Το μόνον εναπομένον εις την Ελλάδα είναι η εγκατάστασις της ασθενούς κατά τρόπον ανεκτόν πριν ή απομακρυνθή της κλίνης του ακρωτηριασμένου τούτου θύματος της ευρωπαϊκής διπλωματίας προς ζωοτομίαν χάριν πειραμάτων».

Μετά την κατάφωρη αυτή αδικία στις 17 Φεβρουαρίου 1914 οι Βορειοηπειρώτες, σε πανηπειρωτική συγκέντρωση στο Αργυρόκαστρο, ανακήρυξαν την Βόρειο Ήπειρο σε αυτόνομη πολιτεία και συγκρότησαν ιερολοχίτες για ένοπλο αγώνα.

Ο αυτονομιακός αγώνας υπό την αρχηγία του Γεωργίου Χρηστάκη Ζωγράφου, κράτησε οχτώ μήνες και μετά τις νίκες των αυτονομιακών, έληξε με το πρωτόκολλο της Κέρκυρας (17-5-1914), με το οποίο οριζόταν ειδική διοικητική οργάνωση για τις επαρχίες Αργυροκάστρου και Κορυτσάς και κατοχυρώνονται τα ατομικά και ανθρώπινα δικαιώματα στους ελληνικούς πληθυσμούς αυτών των περιοχών.

Στα 1914 ενσκήπτει ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος και ο δύσμοιρος αυτός τόπος γνώρισε νέες ταλαιπωρίες και νέους κατακτητές.

Παρότι φάνηκε προς στιγμή με την ειρήνη των Παρισίων του 1919 ότι το πρόβλημα θα έβρισκε τη λύση του, τον Νοέμβριο του 1921 αποφασίζεται οριστικά η παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία.

Αργότερα το 1939 τα Ιταλικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Αλβανία, εκθρονίζουν τον βασιλιά Ζώγου και εισβάλουν στο ελληνικό έδαφος. Η απώθηση της φασιστικής εισβολής και η νικηφόρα προέλαση του ελληνικού στρατού στα βορειοηπειρωτικά βουνά είναι και πρόσφατα και ζωντανά ακόμη από διηγήσεις ζώντων πολεμιστών.

Με το τέλος του πολέμου η ελληνική αντιπροσωπεία έθεσε υπόψη με υπόμνημά της στη συνδιάσκεψη των Παρισίων το πρόβλημα, αλλά λύση δεν δόθηκε και το ζήτημα παραπέμθηκε στους υπουργούς των εξωτερικών των Μεγάλων Δυνάμεων, όπου και εκκρεμεί. Από το 1944 και μετά τα σύνορα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία κλείνουν. Καμιά επαφή και επικοινωνία.

Τα τελευταία χρόνια καταβάλλονται προσπάθειες εξομάλυνσης των διαφορών μας με τη γειτονική χώρα. Μακάρι να αρθούν τα οποιαδήποτε εμπόδια και να δοθεί η ευκαιρία και σε κείνους και σε μας να ελευθεροκοινωνήσουμε, να ανταμώσουμε δικούς μας ανθρώπους, να χαρούμε και να κλάψουμε για τα χαμένα χρόνια, τις ελπίδες και τα όνειρά μας.