Η δίκη του Χριστού, ο Πιλάτος και τα δημοψηφίσματα…

on .

Τέτοιες μέρες κάθε χρόνο, που η πίστη στο απόλυτο και η προσδοκία του λυτρωμού συγκεντρώνουν τους ανθρώπους για να παρακολουθήσουν τα όσα διαδραματίστηκαν στο Γολγοθά, πριν από είκοσι και πλέον αιώνες, επανέρχονται στη μνήμη μας σκηνές αποτυπωμένες από τα μαθητικά μας χρόνια, χαρακτηριστικές και διδακτικές που διατηρούν την επικαιρότητά τους μέχρι σήμερα. Πανηγυρική η υποδοχή του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, την Κυριακή των Βαίων, με τη θριαμβευτική ιαχή «ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Και δυο μέρες αργότερα, το ίδιο πλήθος, παρακινούμενο από τους Γραμματείς και Φαρισαίους, με την κραυγή «Άρον-άρον, σταύρωσαν αυτόν» απευθύνεται προς τον Πόντιο Πιλάτο και ζητάει επίμονα να παραδώσει τον Ιησούν για να σταυρωθεί.

Ο Πιλάτος, έπαρχος της ρωμαϊκής επαρχίας της Ιουδαίος, από την απόφαση του οποίου θα κρινόταν και η τύχη του Ιησού, έπειτα από διαδοχικές ειρωνικές ερωτήσεις τις οποίες υπέβαλε στον Ιησού, με τρόπο «δημοκρατικό», ζήτησε τη λαϊκή «ψήφο», λέγοντας πως δεν βρίσκει κάποιο αδίκημα το οποίο να διέπραξε ο Ιησούς. Υπενθύμισε πως είχαν μια συνήθεια τις μέρες του Πάσχα, να απολύουν κάποιον από αυτούς που είχαν καταδικαστεί από το ανώτατο δικαστήριό τους. Τους ρώτησε, λοιπόν, αν θέλουν να απολύσει τον Ιησούν ή τον ληστή Βαραββάν. Και εκείνοι «περισσώς κράζοντες», ζήτησαν να απολύσει τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν να τους τον παραδώσει για να σταυρωθεί.

Έκανε, δηλαδή, για να χρησιμοποιήσουμε τη δική μας πολιτική ορολογία ένα Δημοψήφισμα, που αποτελεί ένα είδος άμεσης δημοκρατίας και, αν δεν είναι, όπως υποστηρίζουν μερικοί, το ιδεώδες της άμεσης δημοκρατίας, είναι οπωσδήποτε ένας τρόπος να εκφραστεί ο λαός -όπως άλλωστε είναι και οι εκλογές, υπό τις απαραίτητες προϋποθέσεις, που είναι: Πρώτα ότι αυτός που το πραγματοποιεί πιστεύει πράγματι στην αναγκαιότητα αυτών που προτείνει και είναι πρόθυμος να τα εφαρμόσει με οποιοδήποτε κόστος για τον ίδιο και για την παράταξη που εκπροσωπεί.

Έπειτα, με κάθε αλήθεια και όχι με τη γνωστή πολιτική προπαγάνδα να δίνει τη δυνατότητα στο λαό να πληροφορηθεί και να κρίνει εν επιγνώσει για τα θέματα για τα οποία καλείται να αποφασίσει. Στην εποχή μας, παλιότερη και πρόσφατη, εγώ τέτοιου είδους δημοψήφισμα γνωρίζω μόνο αυτό του 1974, με το οποίο ύστερα από διαδοχικές συζητήσεις, όχι τόσο πολιτικών, όσο ειδικών επιστημόνων, με αντίθετες μάλιστα απόψεις, ο λαός αποφάσισε για την κατάργηση του θεσμού της δυναστείας στον τόπο μας.

Όταν, λοιπόν, τα δημοψηφίσματα, όπως και οι κάθε μορφής εκλογές, δεν πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις -πράγμα που, δυστυχώς, συνήθως συμβαίνει- τότε κάθε άλλο παρά εξυπηρετούν τη δημοκρατία και, κατ’ επέκταση τη δικαιοσύνη. Γιατί δικαιοσύνη είναι, σε τελευταία ανάλυση, καθαρό μάτι, καθαρή καρδιά και καθαρά χέρια στις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας. Είναι ικανότητα και θέληση να κρίνεις σωστά, με βάση την αντικειμενική εκτίμηση των δεδομένων, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις των συνανθρώπων σου γύρω από τις υποθέσεις της ζωής και να συμπεριφέρεσαι απέναντί τους με την πεποίθηση ότι όλοι οι άνθρωποι, χωρίς διάκριση, έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις στη ζωή. Άδικος δεν είναι μόνο εκείνος που αδικεί, αλλά και εκείνος που βλέπει, ανέχεται και αποσιωπά την αδικία. Κανένας δεν είναι δίκαιος μέσα σε μια άδικη πολιτεία. Είμαστε συνεπώς συνυπεύθυνοι για τη βαθιά κρίση που περνάει η Δικαιοσύνη και η Δημοκρατία.

Αυτό ακριβώς έκανε τους αρχαίους να διακηρύξουν πως πάνω απ’ όλες τις αρετές βρίσκεται η Δικαιοσύνη, με την επιγραμματική φράση «εν τη δικαιοσύνη συλλήβδην πάσα αρετή» • αυτό έκανε τον αρχαίο Ρωμαίο να διακηρύξει προς όσους την παραβιάζουν ή την καπηλεύονται, ότι «fiat justitia, pereat mundus» (=ας υπάρξει δικαιοσύνη και ας χαθεί ο κόσμος) • και αυτό είναι το μήνυμα, σε τελευταία ανάλυση, που μας έρχεται, τούτες τις μέρες, μέσα από τη γνωστή εκκλησιαστική προτροπή: «δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί της γης».