Τα παράδοξα και απόρρητα της Φύσης...

on .

 Σύμφωνα με ορισμένους εξειδικευμένους ορειβάτες βιολόγους, η πανίδα διαθέτει πολύ περισσότερες ικανότητες πέρα από αυτές που επισήμως της αποδίδονται. Αν δεν ήταν κάπως έτσι, πως τότε τα μεταναστευτικά μας λελέκια (πελαργοί), που κάποτε γέμιζαν με τα κροταλητά και τη ζεστή τους παρουσία κάθε γωνιά της πόλης μας, να ταξιδεύουν (Άνοιξη-Φθινόπωρο) στις ζεστές σαβάνες της Αφρικής, δίχως χάρτες και πυξίδες; Πως, επίσης, τα περίφημα, γαστρονομικώς, χέλια της λίμνης μας  (Παμβώτις), που σήμερα εξ υπαιτιότητάς μας, σπανίζουν, θα μπορούσαν μέσα από λίμνες, ποτάμια και υπόγεια ρεύματα, να ταξιδεύουν δίχως ορατότητα και γνώσεις ναυσιπλοϊας στον Ατλαντικό Ωκεανό (Θάλασσα Σαργασσών) για τον κύκλο ωοτοκίας, αν δεν υπήρχαν εντός των, άγνωστες σε μας πτυχές ενέργειας και μυστικών γνώσεων;

Πρόσφατα, είδα στην τηλεόραση, πως μια φώκια κυνηγημένη από φαλαινοκαρχαρία, πετάχτηκε για να σωθεί σε μια βάρκα με τουρίστες. Πως σκαρφίστηκε η φώκια αυτή τη λύση σωτηρίας, μια λύση ανορθόδοξη κι ασυνήθιστη για τα φυσικά μας δεδομένα; Μήπως τελικά δεν έχουμε εισχωρήσει επαρκώς στον παραμελημένο κόσμο της πανίδας;

Δείτε τώρα και τα τερπνά και πολύ-πολύ περίεργα καμώματα μιας μικρής, κατάστικτης και άστατης πεταλουδίτσας.

Βάλθηκα κάποτε, στα πλαίσια των φωτογραφικών μου ενασχολήσεων να καταγράψω ένα κομμάτι της χλωρίδας του χωριού μας, προκειμένου οι φωτογραφίες αυτές ύστερα να εκτεθούν ως δραστηριότητα του Συλλόγου μας στις Αυγουστιάτικες εκδηλώσεις.

Οι πρώτες κρούσεις για την πραγμάτωση της ανθολογικής αυτής καταγραφής, μιας εξεζητημένης για μένα εργασίας, που λόγω των ενδογενών δυσχερειών και κυρίως της διαφυγής ραδιενέργειας από το πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνομπίλ (1986) δεν ήταν και τόσο εύκολη. Άρχισαν από το οροπέδιο του κάμπου μας στο έμπα του χωριού (Ασπράγγελοι) και του Ζαγοριού, μιας και το κομμάτι αυτό αποτελούσε το κεντρικό του πέρασμα.

Πράγματι, η Άνοιξη στον κάμπο μας ήταν εμφατική. Παντού ο τόπος με τις ποικιλοχρωμίες και την πυκνότητα των λουλουδιών έμοιαζε περισσότερο σαν  νά’ χε διαστρωμένο πάνω του ένα βαρύτιμο χαλί. Έτσι, παρακάμπτοντας τους φόβους μου από το Τσερνομπίλ, που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συνιστούσαν αποφυγή της χλόης, εισήλθα εντός αυτού του πανέμορφου ανθώνα για την προγραμματισμένη εργασία της καταγραφής. 

Έτσι φορτωμένος κατακέφαλα με τα φωτογραφικά μου, τρίποδα, τσάντα κ.α., άρχισα τις περιφορές μου από χωράφι σε χωράφι, φωτογραφίζοντας αδηφάγα από τις στρωσιές των ευωδιασμένων λουλουδιών ό,τι πιο ελκυστικό συνελάμβανε η διεισδυτική ματιά μου. Αργότερα, γινόταν η αναγνώριση του είδους από τον ερασιτέχνη βοτανολόγο, επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, συμπατριώτη μας, Κων. Λαζαρίδη.

Κατά την διάρκεια τούτων των «φυσιοδιφικών», τρόπον τινά, αναζητήσεων και της φωτογραφικής μου συγκομιδής, βλέπω να με «περιφέρεται» φτεροκοπώντας άστατα από λουλούδι σε λουλούδι μια μικρή πανέμορφη πεταλουδίτσα.

Δεν θα ήταν άσχημο, είπα, βλέποντας τους χαριτωμένους εναερισμούς της, αντίθετα θ’ αποτελούσε μια ταιριαστή αντίφαση, αν στο θέμα των λουλουδιών υπήρχε καθισμένη πάνω τους κι αυτή η πανέμορφη πλουμιστή πεταλουδίτσα (πλατύφτερο κολεόπτερο).

Έτσι τέθηκα με υπομονή και επιμονή, πότε με ολομέτωπες μετακινήσεις, πότε πλαγίως ή μπουσουλιστά στο φωτογραφικό της κυνήγι, δίχως ωστόσο να πετύχω το παραμικρό. Η πεταλουδίτσα ήταν ευερέθιστη, άφιλη και φευγαλέα.

Ύστερα οι φωτογραφίσεις τούτες απαιτούν ιδιαίτερες τεχνικές. Οπότε, απηυδισμένος, εγκατέλειψα την προσπάθεια, με την πεταλουδίτσα να πετά ελεύθερη τώρα πια από λουλούδι σε λουλούδι δίχως το εμπόδιο της οχληρής μου παρουσίας. 

Μετά απ’ αυτή την πρόσκαιρη παράκαμψη, που μού’φαγε περίπου καμιά ώρα, συνέχισα την φωτογράφιση των λουλουδιών. Ένας κόσμος πολυποίκιλος, ευερέθιστος και ζωντανός, όπου βλεμματισμένος μέσα από τους ιριδισμούς και την ευφράδεια των φακών, θαρρούσες πως πάλλεται κι ανασαίνει όπως κάθε έμβιος και νοήμων οργανισμός.

Απορροφημένος, ωστόσο, απ’ αυτές τις σκέψεις η ματιά μου, που δεν έπαυε εν τω μεταξύ να ανιχνεύει τον περίγυρό της, έπεσε σ’ ένα πολύ δυνατό και ενδιαφέρον μωβ χρώμα στον αντικρινό μου όχθο. Ελκώμενος απ’ αυτή την περίεργη βαφή, έκανα προς τα κει.

Όντως, κατακούτελα του όχθου ήταν στρωμένη μια μικρή συστάδα από νωπά και εύρωστα γαϊδουράγκαθα (Σίλιμπουμ Μαριάμουμ) με ψηλούς γεροδεμένους μίσχους και μωβ, έντονο μωβ άνθος. Επέλεξα το πιο εντυπωσιακό για φωτογράφιση. «Έδεσα» τη μηχανή στον τρίποδα, καδράρισα αρμονικά το άνθος στο θαμπόγυαλο, ρύθμισα τους χρόνους και τις αποστάσεις και ενώ ήμουν έτοιμος να καταγράψω τη στιγμή, ενεργοποιώντας απλώς το κλείστρο, ξαφνικά μένω άναυδος. Ήταν η έως πριν ακατάδεκτη και άστατη πεταλουδίτσα, που ενώ βάλθηκα προγενέστερα ανεπιτυχώς να φωτογραφίσω, φάνηκε τώρα σαν ένα μικρό παιδάκι που ξεπείσμωσε και κάθισε μονάχη της ψηλά στο επιλεγμένο άνθος. Φοβούμενος την έκτακτη φυγή της, τράβηξα μια σειρά από πόζες, εξασφαλίζοντας έτσι τα επιδιωκόμενα και η μικρή πεταλουδίτσα πέταξε και χάθηκε στην ομορφιά της φύσης μιας και αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της ομορφιάς.

Τι να διηνήχθη άραγε στα κλειστά διευθυντήρια της Φύσης κι είχαμε έτσι την αναπάντεχη επάνοδο της μικρής πεταλουδίτσας, ενώ η ίδια στάθηκε τόσο αρνητική και απλησίαστη στις προγενέστερες προσπάθειες φωτογραφήσεώς της; Φαίνεται, πως κάτι το περίεργο συμβαίνει ανάμεσα σε μας και την πανίδα, κάτι που όμως αδυνατεί δυστυχώς να συλλάβει ο ανίσχυρος και μικρός μας νους.    

ΠΕΤΑΛΟΥΔΙΣΜΑΤΑ*

Πεταλουδίτσα νιόβγαλτη

μ’ αστάθεια πεταρίζει.

Κι’ απ’ άνθος, σ’ άνθος, 

χωρίς σταμό, η κεντητή,

με τα φτερά τριανταφυλλί,

σ΄όλα γυρνάει κι’ ακουμπά,

χαριτωμένη κλώθει.

Στις Ανεμώνες αιθέρια

ταλαντεύει τα φτερά,

μα στη μικρή τριανταφυλλιά,

ελκυστική κι’ ανάλαφρη

με χάρη παιγνιδίζει.

Κι’ από κοντά της, τρέχοντας, 

ένα παιδάκι πάει,

γλυκό παιδάκι ολόχαρο,

π’ αγγελικά γελάει!

 Φωκίων Ι. Καψάλης

 *Γράφτηκε για τη μικρούλα τότε Λευτερίτσα μας Παπαναστασίου, που τώρα πια μεγάλωσε και αποτελεί μαζί με την αδελφούλα της, τη Βασιλικούλα, ένα σπουδαίο δίδυμο του χωριού μας κι όχι μόνον. Προσοχή στα αρπακτικά!