Η εθνική ταυτότητα των Ελλήνων από το 1453 έως το 1821…

on .

 Όταν κατέλυσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία οι Τούρκοι, ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός είχαν ενωθεί, πριν από πολλούς αιώνες σε ένα αρμονικά σφιχτοδεμένο σύνολο. Το αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα είχε ζυμωθεί από τους Πατέρες της Εκκλησίας με τη διδασκαλία του θεανθρώπου και με τη βοήθειά της όλοι οι Έλληνες είχαν ασπαστεί τη Χριστιανική Θρησκεία του Γένους τους, είχαν οικοδομήσει το βυζαντινό πολιτισμό, ο οποίος με τα πολλά ελληνικά στοιχεία αποκαλείται Ελληνοχριστιανικός. Έτσι, η τουρκοκρατία βρήκε τους τότε προγόνους μας στεγασμένους στο σύνολό τους από την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Το πόσο γερά είχε δεθεί ο λαός μας με την Ορθόδοξη Εκκλησία, φαίνεται πεντακάθαρα στα δημοτικά τραγούδια του, που αποτελούν γνήσιες και άδολες λυρικές εξάρσεις της ψυχής του, δηλαδή της Ελληνικής ψυχής. Σε ένα από αυτά, από την εποχή που έπεσε η Πόλη, ο λαϊκός τραγουδιστής (ποιητής) του, εκφράζοντας τον πόνο του λαού, του δίνει διαστάσεις που έχουν απήχηση στο σύμπαν, στον κόσμο όλον.

«Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η Γη σημαίνουν τα Ουράνια, σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι, με τετρακόσια σήμαντρα και εξήντα δυό καμπάνες…».

Δηλαδή όλο το Σύμπαν θορυβήθηκε από το πέσιμο της Πόλης στα χέρια των Τούρκων και χτυπάει εθνεγερτικά τις καμπάνες του, καλώντας τους Έλληνες σε νέους αγώνες για ελευθερία.

Ο πορθητής, πριν κλείσει χρόνος από την είσοδό του στη Πόλη, αναγκάστηκε να παραδεχτεί τη δύναμη της Εκκλησίας και κάλεσε τον Γεώργιο Γεννάδιο (Σχολάριο) και τον έκανε Οικουμενικό Πατριάρχη με όλους τους εκκλησιαστικούς τύπους και μεγάλες τιμές από μέρους του. Μάλιστα του έδωσε και δικαιώματα, που κανένας άλλος Πατριάρχης δεν είχε πριν από αυτόν και που τον κατέστησαν πολιτικοθρησκευτικό ηγέτη, των ραγιάδων όλων των Βαλκανίων και Εθνάρχη των Ελλήνων. Παράλληλα εθέσπισε και το εκκλησιαστικό άσυλο για να την αποτρέψει από τις αρπακτικές διαθέσεις των ομοθρήσκων υπηκόων του.

Το άσυλο αυτό, παρά τις παραβιάσεις του από κάποιους αργότερα, στάθηκε πραγματική όαση μέσα στην έρημο της τουρκικής σκλαβιάς, γιατί η Εκκλησία μας το χρησιμοποίησε ευρύτατα και για την εξυπηρέτηση εθνικών αναγκών, χωρίς να υπολογίσει κόπους και θυσίες, δίνοντας πολλά θύματα ακόμη και Πατριάρχες.

Η χρησιμοποίηση του εκκλησιαστικού ασύλου κατ’ αυτόν τον τρόπο, πήρε γενικό χαρακτήρα από τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας, γιατί στο σύνολό τους οι κληρικοί μας, από τον Οικουμενικό πατριάρχη ως τον τελευταίο ιερωμένο, είδαν σε όλες του τις διαστάσεις τον κίνδυνο του αφελληνισμού, που απειλούσε τη χώρα μας η συμπεριφορά του κατακτητή προς το λαό μας και έταξαν ως πρώτιστο καθήκον τους την αποτροπή του.

Ο μεγάλος ιστορικός Κων. Παπαρρηγόπουλος στην «ιστορία του Ελληνικού Έθνους» γράφει: «Το Ελληνικόν Έθνος δεν διεσώθη, τουλάχιστον δεν διέσωσε την ιστορικήν αυτού αξίας, ειμή (=παρά μόνον) μόνον διά της μετά του Χριστιανισμού συμμαχίας».

Ο μεγάλος Άγγλος ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν σε ένα από τα πιο σημαντικά έργα του: «Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία» γράφει: «…Ο Ελληνισμός επέζησε γαλουχούμενος από την Εκκλησία, επειδή οι Έλληνες δεν έπαψαν ποτέ να ελπίζουν και να κάνουν σχέδια για την ημέρα που θα ανακτούσαν την ελευθερία τους…».

Έτσι, ο Κλήρος κατά τα μαύρα εκείνα χρόνια της βάρβαρης τουρκικής σκλαβιάς, ανέλαβε να δώσει στο λαό τη στοιχειώδη μόρφωση. Κάποιοι πολέμιοι του Κλήρου προβάλλουν το επιχείρημα το ότι δεν υπήρχε νόμος που να απαγορεύει τη λειτουργία σχολείων. Αγνοούν, όμως, ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία δεν ήταν κράτος όπως είναι τα σημερινά κράτη. Ήταν μια αυτοκρατορία αυθαιρεσίας, όπου κάθε πασάς, κάθε μπέης και κάθε αγάς έκανε ό,τι ήθελε. Είχε το δικαίωμα να αδειάζει όλη την κακία και την απανθρωπιά του πάνω στους Γραικούς. Κατά συνέπεια η διδασκαλία ήταν κρυφή από τον Τούρκο δυνάστη και όχι από κάποιον νόμο. Το κρυφό σχολείο ήταν ο φόβος του τυραννισμένου μπροστά στην αυθαιρεσία και τη μοχθηρία του τυράννου.

Η Εκκλησία κράτησε μέσα στο νάρθηκα ακοίμητη λαμπάδα την ελληνική γλώσσα. Ιερείς και μοναχοί εκπαίδευαν τη νεολαία στους ναούς ή στις κατοικίες τους. Στα πέτρινα εκείνα χρόνια ο παππάς μάθαινε τα παιδιά γράμματα με το ψαλτήρι και το Οκτωήχι. Το Ψαλτήρι είχε μεγάλη απήχηση στην ψυχή του υπόδουλου Έλληνα, διότι «μερικοί από τους ψαλμούς είχαν αλληγορική σημασία για τους Έλληνες, λες και ήταν επίτηδες γραμμένοι γι’ αυτούς», όπως γράφει ο μεγάλος ιστορικός.

Ο Ράνσιμαν που αναφέραμε πιο πάνω για το θέμα αυτό γράφει: «Η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία στους χαλεπούς ιστορικούς καιρούς ήταν αυτή που διέσωσε την ελληνική γλώσσα, την πνευματική κληρονομιά των αρχαίων ενδόξων προγόνων. Βοήθησε τον Ελληνικό λαό «επισυνάγουσα τους χειμαζομένους πιστούς…».

Αλλά, εκτός από τη μόρφωση ο κλήρος έχει να παρουσιάσει εκατοντάδες κληρικούς που θυσιάστηκαν στην τουρκοκρατία και στην Επανάσταση. Θυσιάστηκαν 10 Πατριάρχες, 100 επίσκοποι και 6.000 ιερείς, όπως αναφέρει ο Γάλλος πρόξενος στην Πάτρα Πουκεβίλ. Επίσης, ο αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης γράφει στα «Απομνημονεύματά» του: «Τους παπάδες εμείς τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Όχι μόνον διά να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτού με ντουφέκι και γιαταγάνι. Πολεμώντας σα λιοντάρια. Τριάντα ιερείς είναι με μένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήνα…».

Ειπώθηκε από κάποιους ότι εθνική συνείδηση δημιουργήθηκε τον 19ο αιώνα. Αλλά χωρίς εθνική συνείδηση δεν γίνεται επανάσταση…

Ο Κολοκοτρώνης δίνει την απάντηση σε κάποιους που υποστηρίζουν ότι η επανάσταση ήταν έργο του απλού λαού. 

Ο Γέρος του Μοριά στην ομιλία του στην Πνύκα, στις 14 Νοεμβρίου 1838, είπε: «Σαν μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί (κοτσαμπάσηδες) και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».

Ακούσαμε και τη θεωρία ότι η Ελληνική Επανάσταση ήταν απαρχής, αντίλαλος της Γαλλικής Επανάστασης , της οποίας οι ιδέες διαδόθηκαν σε όλη την Ευρώπη. Και σ’ αυτή τη θεωρία δίνει την απάντηση ο μεγάλος ηγέτης της Εθνεγερσίας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Στα «Απομνημονεύματά» του σελ. 159 γράφει: «Η Επανάστασις η ιδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι Επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των, είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήταν ο πλέον δίκαιος, ήταν έθνος με άλλο έθνος, ήταν με ένα λαόν οπού ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωρισθή ως τοιούτος, ούτε να ορκισθή, παρά μόνον ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήση τον Ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ’ ως σκλάβους…».

Στις 24 Μαρτίου 1821 ήρθαν από την Αγία λαύρα στην πόλη των Πατρών αρκετοί οπλαρχηγοί μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Γερμανό, και κατευθύνθηκαν προς την πλατεία Αγίου Γεωργίου, όπου ο Γερμανός έστησε μεγάλον ξύλινον Σταυρό. Εκεί έτρεχαν όλοι, άπλωναν το χέρι τους ακουμπώντας το στον Σταυρόν και ορκίζονταν με τις λέξεις: «Ελευθερία ή θάνατος». Αμέσως ασπάζονταν ο ένας τον άλλον με τα λόγια: «Καλή Ανάσταση, παιδιά»!

Δίπλα στο Σταυρό εξακολουθούσε να στέκεται ο Αρχιεπίσκοπος Γερμανός και ευλογούσε κάθε ορκιζόμενον. Εσχημάτισαν επιτροπήν, την οποίαν ονόμασαν «Επαναστατικόν Διευθυντήριον». Η πρώτη πράξη του Διευθυντηρίου των Πατρών ήταν η σύνταξη διακήρυξης της Ελληνικής Επανάστασης προς τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Το έγγραφο της διακήρυξης το συνέταξε ο Αρχιεπίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός. Επιδόθηκε σε κάθε έναν χωριστά στους προξένους των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.

«Ημείς, το Ελληνικόν Έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το Οθωμανικόν γένος και σκοπεύει τον όλεθρον εναντίον μας, πότε μ’ έναν και πότε μ’ άλλον τρόπον, αποφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν. Και τούτον ένεκα, βαστούμεν τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δικαιώματά μας. Όντες βέβαιοι, λοιπόν, ότι όλα τα χριστιανικά Βασίλεια γνωρίζουν τα δίκαιά μας και όχι μόνον δεν θέλουν εναντιωθή, αλλά και θέλουν μας συνδράμει και ότι έχουν εις την μνήμην ότι οι ένδοξοι πρόγονοί μας εφάνησαν ποτέ (=κάποτε) ωφέλιμοι εις την ανθρωπότητα, διά τούτο ειδοποιούμεν την Εκλαμπρότητά σας και σας παρακαλούμεν να προσπαθήσετε να είμεθα υπό την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου τούτου κράτους».

Την επαναστατικήν αυτήν διακήρυξιν υπέγραψαν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Κερνίτσης Προκόπιος, ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Ανδρέας Λόντος, ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος και ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος.