Ο Μακρυγιάννης επίκαιρος και διδακτικός όσο ποτέ!

on .

Παίρνοντας αφορμή από τη στάση των Ευρωπαίων αμέσως μετά την Επανάσταση του 1821, ο Μακρυγιάννης, ήρωας στο πεδίο του πολέμου αλλά και της ζωής, απευθύνεται προς αυτούς μέσα από τα «Απομνημονεύματά» του και τους γράφει:

«Και τί σας έκαμαν αυτό τ’ όνομα των Ελλήνων εσάς των γενναίων αντρών της Ευρώπης, εσάς των προκομμένων, εσάς των πλούσιων; Όλοι οι προκομμένοι άντρες των παλαιών Ελλήνων, οι γοναίγοι όλης της άνθρωπότης, ο Λυκούργος, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Λεωνίδας, ο Δημοσθένης, και οι επίλοιποι πατέρες γενικώς της άνθρωπότης, κοπίαζαν και βασανίζονταν νύχτα και ημέρα, μ’ αρετή, μ’ ειλικρίνειαν με καθαρόν ενθουσιασμόν να φωτίσουνε την ανθρωπότη και να την αναστήσουν, νάχη αρετή και φώτα, γενναιότητα και πατριωτισμόν. Αυτείνοι δεν τήραγαν να θησαυρίσουνε μάταια και προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα παντοτινά. Έντυναν τους ανθρώπους αρετή, τους γύμνωναν από την κακή διαγωγή• και τοιούτως θεωρούσαν γενικώς την ανθρωπότη και γίνονταν δάσκαλοι της αλήθειας.

Κάνουν και οι μαθηταί τους Ευρωπαίοι την ανταμοιβή εις τους απογόνους εμάς -γύμνωση της κακίας και παραλυσίας. Τέτοι’ αρετή έχουν, τέτοια φώτα μας δίνουν. Μια χούφτα απόγονοι εκειών των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ’ άλλα τ’ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μάσκαρα του Γκράν Σινιόρε, του Σουλτάνου, όπου εις το πρόσωπόν του κ’ εσκίαζεν εσένα τον μεγάλον Ευρωπαίον. Και του πλήρωνες χαράτσι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος και τον έλεγες Γκραν Σινιόρε, φοβοσουνε να τον ειπείς Σουλτάνο.

Όταν ο φτωχός ο Έλληνας τον καταπολέμησε ξυπόλυτος και γυμνός και του σκότωσε περίπου από τετρακόσιες χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και μ’ εσένα τον χριστιανό -με της αντενέργειές σου και τον δόλο σου και την απάτη σου κ’ εφόδιασμα της πρώτες χρονιές των κάστρων. Αν δεν τα’ φόδιαζες εσύ ο ευρωπαίος, ήξερες πού θα πηγαίναμεν μ’ εκείνη την ορμή. Ύστερα μας γιομώσετε με φατρίες -ο Ντώκινς μας θέλει Άγγλους, ο Ρουγάν Γάλλους, ο Κατακάζης Ρούσσους. Και δεν θ’ αφήσετε κανέναν Έλληνα, πήρε ο καθείς σας το μερίδιον του• και μας καταντήσετε μπαλαρίνες σας• και μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς μας, ότι δεν αισθανόμαστε. Κι όλοι οι τίμιοι Έλληνες δεν θέλει κανένας ούτε να σας ακούση ούτε να σας Ιδή ότι μας φαρμάκωσε η κακία σας, όχι των φιλανθρώπων υπηκόγων σας, εσάς των ανθρωποφάγων οπ’ ούλο ζωντανούς τρώτε τους ανθρώπους και ‘περασπίζεστε τους άτιμους και παραλυμένους• και καταντήσετε την κοινωνία παραλυσίαν…».

Είναι καλό, φρόνιμο και εθνωφελές πιστεύω τέτοιες μέρες, παραμονές της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας, που οι ρίζες της ξεκινούν από το ‘21 και φτάνουν ως τις μέρες μας και οι Πανέλληνες, με δοξολογίες και παρελάσεις ενώπιον των επισήμων θα προσπαθήσουμε, κάτω από τις δύσκολες στιγμές που περνάμε να τονώσουμε το εθνικό μας φρόνημα να ακούγονται και μερικές τέτοιες γνήσιες φωνές, φωνές ελληνικές. Αυτές πέρα από τους καθιερωμένους πανηγυρισμούς και τις εθνικές εξάρσεις, θα μας επιτρέψουν και ταυτόχρονα θα μας επιβάλουν να αναλογιστούμε την ιδιαίτερη σημασία που έχουν για μας τους μεταγενέστερους οι αγώνες και οι θυσίες εκείνων που κάηκαν, πιστοί στην ιδέα της ελευθερίας, στη φωτιά του Μεγάλου Αγώνα, για να είμαστε εμείς ελεύθεροι. Προπαντός δε να συνειδητοποιήσουμε -εδώ βρίσκεται το βαθύτερο νόημα του εορτασμού τους- αν με συνέπεια και με ευθύνη ακολουθήσαμε το δρόμο που χάραξαν οι αγνές μορφές τους.

Τέτοια αγνή μορφή υπήρξε -κατά κοινή ομολογία- η μορφή του Μακρυγιάννη, που ο λόγος του, όπως βγαίνει μέσα από τα «Απομνημονεύματά» του, αγγίζει και σήμερα τις ψυχές μας, γίνεται, όπως φαίνεται και από το απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω, επίκαιρος και διδακτικός, όσο ίσως ποτέ άλλοτε. Αποτελεί μια εθνική παρακαταθήκη, ανεκτίμητο οδηγό της πολιτικής και πνευματικής μας ζωής, που φωτίζει και μας διδάσκει πως «αυτείνη η πατρίδα λευτερώθη με αίματα και με θυσίες», πως δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτε από τους φίλους μας τους συμμάχους, Ευρωπαίους και τους πέραν του Ατλαντικού που «καταντήσανε την κοινωνία παραλυσία». Κάνουν δε ό,τι περνάει από το χέρι τους να μας βλέπουν χωρισμένους σε «φατρίες», μόνο και μόνο για να ικανοποιούν την ακόρεστη δίψα τους για εξουσία οι επιτήδειοι. 

Και προκειμένου να έχουν την προστασία αυτών που μας κατάντησαν, κατά το Μακρυγιάννη, «μπαλαρίνες» τους, μας ωθούν σε ξέφρενους εξοπλισμούς εναντίον αυτών με τους οποίους ανήκουμε στην ίδια «αμυντική συμμαχία -αυτό το «ανεγκέφαλο», όπως οι ίδιοι το αποκαλούν, ΝΑΤΟ• διαλύουν την εθνική μας οικονομία, καθιστούν ανύπαρκτο το κοινωνικό κράτος, προκειμένου ,χωρίς κανένα δισταγμό, να εξυπηρετήσουν τα άνομα συμφέροντά τους,που η πολιτική τους δεν διαφέρει, στην ουσία της, από αυτήν των προγόνων τους• αυτήν την πολιτική κατακεραυνώνει, αυτός ο γνήσιος Έλληνας• αυτός ο αγράμματος αγωνιστής του 21 -με τη μορφωμένη ψυχή του και τον αγνό πατριωτισμό του.

Μας έδωσε με τα απελέκητα λόγια του μια κομματιαστή έστω εικόνα των «ευρωπαίγων» Της «ένδοξης» εποχής του, «με της αντενέργειες, τον δόλο και την απάτη τους» που δεν ξέρω κατά πόσον διαφέρει από αυτήν των απογόνων τους, της δικής μας εποχής.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται η αξία της Ιστορίας: Δεν ασχολείται, κατά τρόπο άκριτο με το παρελθόν, αλλά αρχίζει από το σήμερα και προχωράει προς το αύριο. Πρέπει, λοιπόν, να χρησιμοποιείται ως ερέθισμα και ως εργαλείο μεταβολής της κοινωνίας προς την κοινή ευημερία, την ειρηνική ζωή και την πρόοδο. Αν αυτό δεν κατανοήσουμε και θεωρούμε την Ιστορία και τους εορτασμούς των εθνικών μας επετείων ως μέσο διαιώνισης και όχι ανατροπής του ισχύοντος κατεστημένου, τότε, όσες εκλογές και να γίνουν, όπως αυτές τουλάχιστον των τελευταίων 18 ετών, σύμφωνα με το γνωστό μήνυμα του Σεφέρη , «αυτός ο τόπος που τον ξεπουλούν, τον πελεκούν και τον καίνε, όπως δείχνουν οι στατιστικές θα βουλιάξει», αν βέβαια δεν έχει ήδη βουλιάξει.