Οι διανοούμενοι και η πολιτική…

on .

 Γίνεται διαχρονικά παραδεκτό πως η πολιτική πρέπει να είναι χωρισμένη από την επιστήμη, γιατί η επιστήμη, ως προς το θέμα της έρευνας, της αποκάλυψης και της διακήρυξης της αλήθειας, πρέπει να είναι ανεξάρτητη από τις προτιμήσεις μας και τις ανεξέλεγκτες αξιολογικές μας κρίσεις• όμως πρέπει να είναι ενωμένη με την επιστήμη, ως προς την χρήση των επιτευγμάτων της επιστήμης, η οποία τότε μόνο έχει νόημα, όταν είναι χρήσιμη και απαραίτητη στην πράξη. Και η πολιτική πρωτ’ απ’ όλα είναι πράξη. Είναι συνεπώς των αδυνάτων αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς οποιονδήποτε κλάδο της πνευματικής ενέργειας από την πολιτική. Ζωή, σε τελευταία ανάλυση, σημαίνει ενέργεια και τρόπος ενέργειας. Και δεν υπάρχει ενέργεια του ανθρώπου, που δεν είναι κοινωνικά καθορισμένη. Εδώ ακριβώς έρχεται να διαδραματίσει το ρόλο του ο διανοούμενος ο οποίος, ως κοινωνικός κριτικός, οφείλει να συγκρουστεί με τις υπάρχουσες δυνάμεις και να βοηθήσει την κοινωνία να υπερνικήσει τα εμπόδια που φράζουν το δρόμο προς μια καλύτερη και ανθρωπινότερη κοινωνική τάξη.

Αυτόν το ρόλο διαδραμάτισε ο Σολωμός που συμπαραστάθηκε στον αγώνα των Ελλήνων για την απόκτηση της ελευθερίας τους• όταν όμως διαπίστωσε πως από τις πρώτες κιόλας στιγμές του αγώνα εμφανίστηκε το πατροπαράδοτο σαράκι της διχόνοιας, δε δίστασε να εκπέμψει το εθνοσωτήριο μήνυμά του πως «αν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά». Δεν σταμάτησε όμως εδώ. Όταν, μετά τη δημιουργία του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, έζησε, όπως όλοι οι Έλληνες τη θλιβερή κατάσταση που είχε δημιουργήσει στον τόπο μας η αντιβασιλεία του Όθωνα, με κυρίαρχο στοιχείο τη διαφθορά, ένα χρόνο πριν από την Επανάσταση του Μακρυγιάννη το 1843, έγραφε σε επιστολή του προς το φίλο του Τερτσέτη: «Η διαφθορά είναι τόσο γενική, κι έχει τόσο βαθιές ρίζες, που σε κάνει να σαστίζεις». Καθώς δε ήταν διαποτισμένος με τα νάματα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού από τα χρόνια της φοίτησής του στο περίφημο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, είχε συνειδητοποιήσει πως η αρνητική κριτική για να είναι εποικοδομητική πρέπει να παρέχει και στοιχεία θετικής αντιπροσφοράς, γι’ αυτό, στην ίδια επιστολή πρόσθετε: «Τα αίτια της διαφθοράς θα εξολοθρευτούν πέρα για πέρα, όταν τα γράμματα καλλιεργηθούν, όχι για μάταιη επίδειξη, παρά για το όφελος του λαού που έχει ανάγκη από Παιδεία και από μόρφωση όχι σχολαστική».

Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο μεγάλος μεταρρυθμιστής και συνιδρυτής του Εκπαιδευτικού Ομίλου, ο Δημητρης Γληνός, έστελνε τα δικά του μηνύματα προς του διανοούμενους αυτού του τόπου, προς τους οποίους έγραφε: «Ο επιστήμονας και ο φιλόσοφος πρέπει να βγουν από τον ερμητισμό τους και να πεζέψουν ανάμεσα στα πλήθη με τη διδαχή τους, και να τα κατακτήσουν. Η γνώση τότε μόνο είναι αληθινή, όταν είναι γνώση για τη ζωή».

Και στα δίσεχτα χρόνια της χούντας, όταν ο ανισόρροπος δικτάτορας περηφανευόταν πως «έβαλε την Ελλάδα στο γύψο» και πως «αν χρειαστεί θα την ξαναβάλει», και ενώ τα Ανώτατα Πνευματικά Ιδρύματα της χώρας, ήταν κλεισμένα στον «ερμητισμό» τους, ήλθε η δήλωση του Σεφέρη, που έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο, με τη οποία κατάγγειλε: «Όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει, είναι εθνική επιταγή». Αργότερα δε, σε μια συνέντευξή του, υπενθύμιζε την άποψη του Μorgenthau, ενός από τους κορυφαίους στοχαστές του 20ου αιώνα, για τη σχέση ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και στους διανοούμενους, που υποστήριζε ότι: «Η ικανότητα μιας κυβέρνησης να διαφθείρει προέρχεται από τη δύναμή της να ανταμείβει αυτούς που είναι πρόθυμοι να διαφθαρούν».

Και όταν φτάσαμε στα χρόνια της πολυσυζητημένης μεταπολίτευσης, αμέριμνοι «απολαμβάναμε» τα αγαθά «της καλύτερης δημοκρατίας που γνώρισε ο τόπος» που γρήγορα όμως «ξέφτισε», και της «ΑΛΛΑΓΗΣ» που ακολούθησε, η οποία όμως, κι αυτή, «τελείωσε νωρίς», για να φτάσουμε σε μια κατάσταση -που τη ζούμε και σήμερα- όπως την παρουσιάζει στο βιβλίο του «Οι Αιτίες της Παρακμής της Σύγχρονης Ελλάδας», ο Παναγιώτης Κονδύλης, ένας από τους, κατά γενική αποδοχή, σημαντικότερους διανοητές της Σύγχρονης Ελλάδας, ο οποίος γράφει: «Ένας λαός που έχει μάθει να θεωρεί τον εαυτό του ως γένος περιούσιο, αρνείται να βάλει με το νου του ότι μπορεί να κάνει ο ίδιος κάτι τόσο εξευτελιστικό, όπως το να ξεπουλάει τον τόπο του, μια στάση ψυχολογική που ελάχιστα διαφέρει από συλλογική σχιζοφρένεια, παρόμοια με αυτήν που διέπει τη συμπεριφορά των κομμάτων• αυτά πλειοδοτούν σε εθνικιστική ρητορεία, την ίδια στιγμή που εκποιούν τον κρατικό μηχανισμό και το κράτος γενικότερα για να ικανοποιήσουν τους ψηφοφόρους τους», και για να απολαμβάνουν οι ίδιοι τα αγαθά της εξουσίας.

Γι’ αυτήν ακριβώς τη «ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΚΜΗ», μας προειδοποιούσε από πολύ νωρίς, με τα πύρινα άρθρα του, τα οποία δημοσίευε στον Αθηναϊκό τύπο ο συνταγματολόγος καθηγητής Δημήτρης Τσάτσος, και στη συνέχεια με το ομώνυμο βιβλίο του, στο οποίο γράφει: «Τα πάντα, μα τα πάντα παραλειτουργούν. Πολύ φοβάμαι ότι παραλειτουργεί και η ίδια η Δημοκρατία. Δεν είπα υπολειτουργούν. Είπα παραλειτουργούν. Μιλάμε για μια μη Πολιτεία, για μια Πολιτεία - θέαμα, ζούμε ένα θέατρο παραλόγου, στο οποίο -έστω παθητικά- παίζουμε όλοι μας».

Αυτή η μεγάλη πολιτική παρακμή πρέπει να σταματήσει. Είναι, όπως θα μας έλεγε, αν ζούσε σήμερα ο Σεφέρης «Εθνική επιταγή». Εδώ ακριβώς καλούνται οι διανοούμενοι της χώρας να παίξουν το ρόλο τους: Να βγουν επίσημα, σε επίπεδο εθνικό -όχι κομματικό- να επισημάνουν τα αίτια της παρακμής και να προτείνουν ριζικές λύσεις για την αντιμετώπισή της. Με το ισχύον πολιτικό σύστημα, όπως λειτούργησε επί χρόνια και όπως λειτουργεί και σήμερα, με το υπάρχον πολιτικό προσωπικό, το οποίο, κατά τον Ελύτη, βρίσκεται από άποψη ελληνικής Παιδείας σε μαύρα μεσάνυχτα, με την, κατά το Δημήτρη Τσάτσο, «παραλειτουργία της Δημοκρατίας», με την «παραλειτουργούσα» ή «μη Πολιτεία», και με την «Πολιτεία - Θέαμα» δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτε.