Αξιολόγηση και εκπαιδευτική πολιτική

on .

 H εκπαίδευση συνιστά ένα σύνθετο και πολυπαραγοντικό θέμα, το οποίο εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό από την ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική, η οποία είναι υπεύθυνη για τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων τόσο της διάρθρωσης και του περιεχομένου του εκπαιδευτικού έργου όσο και των συνθηκών που συγκροτούν τον εργασιακό χώρο του εκπαιδευτικού. Αναφορικά με την αξιολόγηση, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του συντελούμενου εκπαιδευτικού έργου.

 Ωστόσο, η αξιολόγηση του ίδιου του εκπαιδευτικού και, συνολικά, του εκπαιδευτικού έργου είναι ένα κοινωνιολογικά και κοινωνιομετρικά σύνθετο και πολύπλοκο φαινόμενο. Αυτό σημαίνει ότι δεν αφορά μόνο την παιδαγωγική επιστήμη και τους εκπαιδευτικούς, αλλά επηρεάζεται και συγκαθορίζεται και από έναν ικανό αριθμό εμπλεκόμενων παραγόντων, όπως είναι π.χ. ο πολιτικό - ιδεολογικός. Ειδικότερα, η πρακτική της εφαρμογή έχει, αναμφισβήτητα, ως σημεία αναφοράς το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας και τη διαχρονικά  ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική του, από την οποία εξαρτώνται σε καθοριστικό βαθμό το περιεχόμενο, οι διαδικασίες και οι σκοποί της αξιολόγησης. 

Η αξιολόγηση, ως παιδαγωγική λογική, έχει σαφώς παιδαγωγικό χαρακτήρα, και συνδέεται τόσο με το εκπαιδευτικό έργο όσο και με τον εκπαιδευτικό. Σύμφωνα με αυτήν, σκοπός της αξιολόγησης είναι να διαπιστωθεί η επίτευξη των εκπαιδευτικών στόχων, είτε αυτοί αναφέρονται στη σχολική μονάδα είτε στον ίδιο τον εκπαιδευτικό, να εντοπισθούν οι ελλείψεις, οι ανεπάρκειες αλλά και οι δυνατότητες των αξιολογούμενων θεσμών και προσώπων, με απώτερο σκοπό τη λήψη διορθωτικών μέτρων για τη βελτίωση της ποιότητας του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου. Συμπληρωματικά, η ραγδαία εξέλιξη των επιστημών και, συνολικά, οι κοινωνικές μεταβολές επιβάλλουν τη διαρκή επιμόρφωση και τη γνωστική ανανέωση των εκπαιδευτικών. 

Είναι αναγκαίο, λοιπόν, το Υπουργείο Παιδείας να λάβει μέτρα για άρτια προετοιμασία, αναφορικά με την ενημέρωση, επιμόρφωση και αξιοποίηση των δεδομένων της εφαρμογής του μέτρου, διασφαλίζοντας την εγκυρότητα, την αντικειμενικότητα και την αξιοπιστία των αξιολογικών διαδικασιών και εξαλείφοντας τις οποιεσδήποτε υποψίες ή καχυποψίες των εκπαιδευτικών έναντι των φορέων αξιολόγησης.  Έχοντας, επιπλέον, υπόψη ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν διαθέτει την απαραίτητη κουλτούρα στο θέμα συνολικά της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου. 

Εστιάζοντας στην εφαρμοζόμενη εκπαιδευτική πολιτική των δύο τελευταίων τετραετιών, διαπιστώνει κανείς ότι η μεν πρώτη χαρακτηριζόταν από απουσία σαφών προσανατολισμών, επιστημονικά τεκμηριωμένων, και, συνολικά, από έλλειψη ουσιαστικών εκπαιδευτικών μέτρων. Στη δε τελευταία τετραετία, διαπιστώνεται μια «αγωνιώδης» προσπάθεια λήψης ή, καλύτερα, επιβολής πολλών και αποσπασματικών μέτρων, σαν να επιδιώκεται η επίδειξη επίτευξης έργου ως αυτοσκοπού και η διεκδίκηση «κοινωνικής επιβράβευσης». Με άλλη διατύπωση, δίνεται η εντύπωση επίδειξης δύναμης εξουσίας, επιβολής  και υπερίσχυσης. Μια πολιτική που, σχεδόν επιδεικτικά, έχει θέσει στο περιθώριο τη συναίνεση της εκπαιδευτικής κοινότητας. 

Αλλά ακόμη χειρότερο, παρατηρείται εφαρμογή μέτρων μέσω πειθαναγκασμού και υπερφόρτωσης των εκπαιδευτικών με επιπρόσθετες, κυρίως γραφειοκρατικού χαρακτήρα, υποχρεώσεις, οι οποίες τον αποσπούν και τον αποπροσανατολίζουν από το κυρίως εκπαιδευτικό έργο. Όλα αυτά εγείρουν αντιδράσεις, αγανάκτηση και απογοήτευση στους εκπαιδευτικούς της πράξης, που, δυστυχώς, δεν εργάζονται και κάτω από τις ευνοϊκότερες συνθήκες από άποψη υποδομών, αναλογίας εκπαιδευτικού-μαθητών, ετερόκλητων και επιβαρυντικών εξωσχολικών πιέσεων και παρεμβάσεων διάφορων παραγόντων (π.χ. γονέων), επαρκούς παιδαγωγικής και διδακτικής εκπαίδευσης και επιμόρφωσης, οικονομικών κινήτρων κ.λπ. 

Έχοντας ως σημείο αναφοράς τον ρόλο της εκπαιδευτικής πολιτικής στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της εκπαίδευσης, υπογραμμίζουμε ότι, λόγω της συνθετότητας, της πολυπαραγοντικής επιρροής και των ραγδαίων επιστημονικών, οικονομικών, τεχνολογικών και κοινωνικών εξελίξεων, επιβάλλεται η οποιαδήποτε μεταρρύθμιση να έχει μακρόπνοη διάρκεια και ισχύ. Και τούτο, γιατί τα αποτελέσματα μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ακόμη και της πιο επιτυχημένης, θα είναι ορατά πολύ αργότερα από τον χρόνο της πρώτης εφαρμογής της. 

Επιπλέον, για οποιαδήποτε μεταρρύθμιση είναι αναγκαίο να προηγηθεί η συνολική αξιολόγηση,  η καταγραφή και η χαρτογράφηση των συνθηκών αλλά και των αναγκών λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος. Ωστόσο, αυτό που παρατηρείται, τουλάχιστον μετά τη μεταπολίτευση, είναι η εφαρμογή μιας εκπαιδευτικής πολιτικής, η οποία δεν είναι ούτε κρατική ούτε καν κυβερνητική, αλλά κυρίως υπουργική. 

Είναι προφανές πως η καθιέρωση μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης με διάρκεια, μεταξύ πολλών άλλων, θα έλυνε οριστικά τα κορυφαία προβλήματα της εκπαίδευσης, τα οποία, αν και θεωρούνται ώριμα για τη μέση συλλογική συνείδηση, ωστόσο οδηγούνται σε καταρράκωση εξαιτίας μιας διαρκούς παλινδρόμησης. Το τι είναι αυτό που απουσιάζει, είναι σαφέστατο: Είναι η απαραίτητη, κατά το δυνατόν, διακομματική και υπερκομματική συναίνεση, ώστε, χωρίς παλινωδίες, να έχουμε μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που θα αντέξει στον χρόνο. Οι επιδεικνυόμενοι αυταρχισμοί δεν συμβαδίζουν με την παιδαγωγική λογική που έχει ανάγκη η εκπαίδευση, όπως, επίσης, και η ολιστική ή, ακόμη και δογματική, αρνητική στάση των εκπροσώπων των εκπαιδευτικών δεν συμβάλλει σε μία ομαλή επίλυση των εκπαιδευτικών ζητημάτων.

Κλείνοντας την προσέγγιση του θέματος, τονίζουμε ότι η εκπαίδευση αποτελεί καθοριστικό παράγοντα κοινωνικής συνοχής και οικονομικής, επιστημονικής, πολιτισμικής και κοινωνικής ανάπτυξης μιας χώρας. Αυτό σημαίνει από την πλευρά των ασκούντων την εκπαιδευτική πολιτική ότι ο παράγοντας αυτός όχι μόνο θα πρέπει να προστατευτεί ως πολύ σημαντικός θεσμός, αλλά και να ληφθούν εκείνα τα μέτρα που θα ενισχύσουν  τον ρόλο που του έχει ανατεθεί από το ίδιο το κοινωνικό σύστημα. Η ομαλή και αποτελεσματική εκπαίδευση στηρίζεται σε μια σχέση εμπιστοσύνης και συναινετικής συνεργασίας ανάμεσα στην πολιτική ηγεσία και την εκπαιδευτική κοινότητα. 

 *Ο Χαράλαμπος Κωνσταντίνου είναι Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων -Αντιπρόεδρος Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος.